Μια ταινία δεν είναι ποτέ πραγματικά καλή, εκτός αν η κάμερα είναι το μάτι στο κεφάλι ενός ποιητή
Orson Welles
Ηθεματική σύνδεση της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου έχει απασχολήσει πολλούς δημιουργούς από τις απαρχές σχεδόν της 7ης Τέχνης. Η μόνιμη αμφίδρομη σχέση τους απέκτησε προοδευτικά μεγάλη δύναμη και έγινε αντικείμενο μελέτης της συγκριτικής και καλλιτεχνικής φιλολογίας.
Είναι αλήθεια ότι όπως με τη λογοτεχνία, έτσι και με τον κινηματογράφο μεταφέρονται τα πνευματικά χαρακτηριστικά, η κουλτούρα μιας κοινωνίας, ενός τόπου, και αντικαθρεφτίζεται ο πολιτισμός του εν γένει. Η ουσιώδης διαφοροποίησή τους έγκειται στις τεχνικές της αφήγησης που αξιοποιεί καθεμιά από τις δύο μορφές τέχνης.
Η σχέση των δύο τεχνών ταυτίζεται σχεδόν με την ηλικία της νεότερης. Λίγα χρόνια μετά τη γένεσή του, μόλις το κοινό συνήλθε από το σοκ της «ζωντανής εικόνας», ο κινηματογράφος έψαξε για μύθους και τους βρήκε έτοιμους στη λογοτεχνία. Σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως εν μέρει η έβδομη τέχνη επέστρεψε τα δάνεια: δεν είναι λίγες οι λογοτεχνικές αφηγήσεις που είναι καταλυτικά επηρεασμένες από το σινεμά τόσο σε ζητήματα ρυθμού, σύνθεσης, δομής όσο και σε επίπεδο μοντάζ και «βλέμματος».
Βέβαια, υπό μια έννοια, ο κινηματογράφος γεννήθηκε μέσα στη λογοτεχνία. Προϋπήρξε της εφεύρεσής του, με τις βασικές του αρχές εγκιβωτισμένες σε μυθιστορήματα κλασικών συγγραφέων, από τον Σταντάλ και τον Μπαλζάκ μέχρι και τον Τζόις, ο οποίος στον Οδυσσέα «έβαλε μια κάμερα στο μυαλό ενός χαρακτήρα». Το ζουμ, το κλόουζ απ, το πανοραμίκ, το τράβελινγκ, το παράλληλο μοντάζ, υπήρξαν ως αφηγηματικές τεχνικές πολύ πριν ένας σκηνοθέτης στήσει μια κάμερα μπροστά από κάποιους ηθοποιούς, πολύ πριν πρωτομπεί στον θάλαμο του μοντάζ.

Η καίρια διαφορά

Η καίρια διαφορά μεταξύ των δύο τεχνών είναι ότι στη λογοτεχνία λέμε μια ιστορία με λέξεις, ενώ στο σινεμά τη λέμε με εικόνες. Το κινηματογραφικό έργο εκκινεί από ένα κείμενο, το σενάριο, το οποίο ωστόσο είναι απλώς ένας μπούσουλας για το γύρισμα, ένα μη-κείμενο. Στη λογοτεχνία φυσικά όλα έχουν να κάνουν με τη λέξη, τη φράση, τη σελίδα.
Στη μεγάλη οθόνη ανοίγονται δυνατότητες πολλών τεχνικών αφήγησης δύο και τριών αφηγητών ταυτόχρονα από πολυεπίπεδες γωνίες λήψης. Εξάλλου ο υπαινικτικός φωτισμός και η σημειολογική μουσική ντύνουν το σενάριο συγκεκριμένα, κάποτε μάλιστα διαφοροποιούν την πλοκή του μύθου. Η λογοτεχνική αφήγηση από την άλλη ανοίγει παράθυρα στη σκέψη και στη φαντασία του αναγνώστη, απλώνεται στον χρόνο και «ανακουφίζει» συχνά τη συναισθηματική φόρτιση με δευτερεύοντα στοιχεία πλοκής που ο σεναριογράφος κόβει, αφού είναι αναγκασμένος να επιβάλει την πύκνωση σε συγκεκριμένο αριθμό σκηνών στη μεγάλη οθόνη.
Στη λογοτεχνία, αλλά και στην τέχνη γενικότερα, τρία είναι τα μεγάλα θέματα: έρωτας, θάνατος και εξουσία. Ο κινηματογράφος φυσικά δεν θα τα αγνοούσε. Οπως δεν θα αγνοούσε και τους καθιερωμένους μεγάλους ήρωες των ερωτικών ιστοριών και μύθων, ήρωες που «υπήρξαν» στον κόσμο για δεκάδες, εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες χρόνια, εξυπηρετώντας άλλες μορφές αφήγησης. Ολοι αυτοί οι ήρωες των παρελθόντων ετών συνωστίζονταν στο προαύλιο της νέας τέχνης για να διαβούν την οθόνη και να πολλαπλασιαστούν. Κανένας τους δεν εξαφανίστηκε. Ούτε ο Πάρις και η Ελένη, ούτε ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, ούτε ο Δον Κιχώτης και η Δουλτσινέα, ούτε η Κάθριν και ο Χίθκλιφ, ούτε καν ο Χάμπερτ Χάμπερτ και η Λολίτα. Κανένα πρωτότυπο δεν εξαφανίζεται με την αναπαράστασή του.
Από τους μύθους του Οβίδιου και τις μεσαιωνικές ιστορίες με τα τραγικά ερωτικά τρίγωνα όπως των Μάρκου, Τριστάνου και Ιζόλδης, μέχρι τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι του Ντ. Χ. Λόρενς, τα Ανεμοδαρμένα Υψη της Εμιλι Μπροντέ, τον Θάνατο στη Βενετία του Τόμας Μαν, αργότερα την Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι του Μίλαν Κούντερα, το Ανθρώπινο Στίγμα του Φίλιπ Ροθ και το Μυστικό του Μπρόουκμπακ Μάουντεν της Ανι Πρου, εμβληματικές ερωτικές ιστορίες της λογοτεχνίας έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη.

Ατύχησαν στην οθόνη

Αν και αρκετά από τα προαναφερθέντα κατέληξαν σε πετυχημένες ταινίες, όπως ο Θάνατος στη Βενετία, ή η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, κανένα δεν μπορούμε να πούμε ότι έφτασε το επίπεδο του πρωτότυπου λογοτεχνικού έργου. Το θέμα φυσικά είναι ευρύτερο. Πόσο πιστός μπορεί να είναι ο κινηματογράφος όταν αναλαμβάνει να διασκευάσει ένα έργο λογοτεχνίας; Πάμπολλα είναι τα παραδείγματα σημαντικών βιβλίων που ατύχησαν στη μεταφορά τους στην οθόνη. Πόσω μάλλον ιστορίες αγάπης των οποίων το ενδιαφέρον βασίζεται στη λεπτή ανάλυση του αισθήματος, στον υπαινιγμό και συχνά περισσότερο σε εκείνο που αποσιωπάται, παρά σε εκείνο που ομολογείται.
Στο σινεμά συμβαίνει κάτι το πολύ συγκεκριμένο. Για δύο ώρες καλείσαι να αναστείλεις τη δυσπιστία σου και να πιστέψεις σε όσα συμβαίνουν σε ένα φωτισμένο παραλληλεπίπεδο στον έναν τοίχο μιας σκοτεινής αίθουσας, ενώ γύρω δεκάδες άγνωστοί σου άνθρωποι βρίσκονται στην ίδια κατάσταση εκούσιας «μαγικής καθήλωσης». Ο Σλάβοβ Ζίζεκ το συνοψίζει πολύ σωστά, λέγοντας ότι «το σινεμά είναι η απόλυτα διεστραμμένη τέχνη, δεν σου δίνει αυτό που επιθυμείς, σου λέει πώς να επιθυμείς».
Το βιβλίο είναι ένα πολύ πιο «ανοιχτό» μέσο. Δεν επιβάλλει διαρκή παρακολούθηση. Επιτρέπει ξεφύλλισμα, ριγουάιντ, σημείωση, ονειροπόλημα. Στο βιβλίο, το «μοντάζ» της εμπειρίας το κάνει ο ίδιος ο αναγνώστης, ενώ στο σινεμά είναι ήδη προεγκατεστημένο.
Ισως το να διαβάζει κανείς για έρωτα αφήνει το πεδίο της φαντασίας πιο ανοιχτό από το να τον βλέπει να αναπαρίσταται. Παράδειγμα η ίδια η ερωτική πράξη. Το σεξ, όπως και ο πόνος, είναι τα πιο δύσκολα θέματα για να περιγραφούν λογοτεχνικά. Πρέπει να είσαι μεγάλος τεχνίτης για να μην αρκεστείς σε παρομοιώσεις και να μην περιπέσεις σε κλισέ. Κι όμως, συχνά ο ερωτισμός που αναδίδεται από μια λογοτεχνική σελίδα μιλάει πολύ περισσότερο στις αισθήσεις κι από την πιο «καυτή» ερωτική κινηματογραφική σκηνή, ακόμα κι αν οι πρωταγωνιστές της είναι ποθητοί, γοητευτικοί και αναγνωρίσιμοι σταρ.
Οι περισσότεροι μεγάλοι λογοτεχνικοί έρωτες έχουν πλέον ενσαρκωθεί επανειλημμένα επί της οθόνης. Η Αννα Καρένινα έχει το πρόσωπο της Σοφί Μαρσό και της Ζακλίν Μπισέ, ο Χάμπερτ Χάμπερτ του Τζέιμς Μέισον, ο Ζιβάγκο του Ομάρ Σαρίφ, η Ιουλιέτα της Ολίβια Χάσεϊ, ο Χίθκλιφ του Τίμοθι Ντάλτον. Ομως οι χαρακτήρες αλλά και οι μύθοι που τους φιλοξενούν είναι ακόμη «ανοιχτοί» και ελεύθεροι σε οποιαδήποτε αναπαράσταση. Αν θα θέλαμε να το συνοψίσουμε, η Αννα Καρένινα, παρ’ όλη την αυτοκτονία της, είναι ένα αθάνατο πρόσωπο που υπέστη, υφίσταται και θα υποστεί αρκετές παροδικές ενσαρκώσεις. Η ουσία του δράματός της ωστόσο θα βρίσκεται πάντα στις λέξεις, τις φράσεις, τις σελίδες του Λέοντος Τολστόι. Γιατί ό,τι και αν βλέπουμε, είτε μέσα από τα μάτια των φακών είτε μέσα από τη φαντασία, όλα μέσα μας είναι λόγος, όλα μέσα μας γίνονται λέξεις.
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ