Eίναι αρκετές οι φορές όλα αυτά τα χρόνια που έχω σταθεί απέναντι στην καινούργια σελίδα του word αμήχανος, άδειος, σχεδόν αδιάφορος. Ανοίγει η σελίδα και πρέπει να γράψεις για κάτι. Για κάτι που σε καίει, επίκαιρο ή όχι, για κάτι που θέλεις να προσθέσεις μια ματιά σε έναν δημόσιο διάλογο ή να προσπαθήσεις να βάλεις σε μια στοιχειώδη τάξη το χάος σου, σε ένα απόλυτα προσωπικό κείμενο.
Και είσαι κρύος. Δεν σκέφτεσαι τίποτα, σαν να μη σε νοιάζει τίποτα, και θέλεις να καθήσεις σε μια ακρούλα, να βλέπεις το ποτάμι να περνάει. Ολοι το έχουμε ανάγκη. Να κρυφτούμε, να μην παίρνουμε κατ’ ανάγκη το μέρος κάποιου, παρά μόνο το μέρος του χρόνου που κυλάει.
Κανένας δεν μπορεί να ζει συνέχεια με το σπαθί στο χέρι και δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη από την εκτίμηση ότι τώρα το επιβάλλουν οι συγκυρίες. Πάντα ίδιες ήταν οι συγκυρίες, ή σχεδόν ίδιες. Τα πράγματα αλλάζουν κάθε δευτερόλεπτο, όπως άλλαζαν πάντα, και στα περισσότερα από αυτά δεν έχεις καμία συμμετοχή. Βλέπεις ξαφνικά μπροστά σου έναν άλλον κόσμο, αιφνιδιάζεσαι, σαν να ξυπνάς από πολυετές κώμα, αλλά ξέρεις πως τίποτα δεν έγινε ξαφνικά. Εκατομμύρια μικρά, αθέατα γρανάζια δουλεύουν χωρίς σταματημό. Δεν πρόκειται να τα προλάβεις έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να τα καταλάβεις όλα, δεν μπορείς να τα ακολουθήσεις.
Οταν το συνειδητοποιήσεις και το αποδεχτείς, αρχίζεις να φτιάχνεις τον δικό σου χρόνο. Εκείνος περιλαμβάνει όχι διαφορετικούς ρυθμούς –δεν είναι θέμα ταχύτητας –αλλά μια ζωή που θα περιέχει τις αλλαγές που αντέχεις, τις εξελίξεις που είσαι πρόθυμος να ακολουθήσεις, τις μάχες που θα είσαι φτιαγμένος για αυτές.
Ενας φίλος διάβασε πρόσφατα σε ένα βιβλίο –νομίζω του Πολ Οστερ, αλλά δεν είμαι σίγουρος –πως οι άνθρωποι χωρίζονται σε εκείνους που ζουν την εποχή τους και εκείνους που ζουν τη ζωή τους. Ενθουσιάστηκε με τη φράση και μου τη μετέφερε αμέσως. Εννοώντας πως όταν προσπαθείς να ακολουθήσεις όλες τις καινούργιες επινοήσεις, είτε τεχνολογικές, είτε ηθικές, είτε κοινωνικά correct, μόνο και μόνο για να τρέφεις την ψευδαίσθηση της συμμετοχής στον καιρό σου, στην ουσία απομακρύνεσαι από τη δική σου αλήθεια που σε τελική ανάλυση ίσως να είναι και πιο χρήσιμη, όχι μόνο σε εσένα, αλλά και τους γύρω σου.
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν δαιμονοποιώ το καινούργιο (κοροϊδεύαμε το 1995 όσους έπαιρναν μαζί τους το κινητό στην ταβέρνα και το άφηναν επάνω στο τραπέζι, και τώρα αν φύγω μια μέρα από το σπίτι χωρίς κινητό νιώθω εξαφανισμένος, ένας άνθρωπος που είναι εκτός εμβέλειας).
Είναι πολύ δύσκολο να μην ακολουθείς. Ορισμένες φορές είναι έως και αδύνατον, σαν να χάνεις κάποιο update που θα σου επιτρέψει να είσαι ενεργός και λειτουργικός. Αλλά είναι ακόμη πιο δύσκολο να ορίζεις μόνος σου το μικρό κομμάτι χρόνου και χώρου που σου αναλογεί, να αναπτύσσεις αναλογικές δεξιότητες σε έναν ψηφιακό κόσμο, λίγη καρδιά ακανόνιστη κόντρα στο κανονικό που καταλαμβάνει όλον τον αέρα μας.
Ο κ. Οδυσσέας Ιωάννου είναι συγγραφέας – στιχουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ