Την αύξηση του κατώτατου μισθού, την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και μια… πρόγευση από την «κυβερνητική μάχη του Οκτωβρίου» για τη μη περικοπή των καταβαλλόμενων συντάξεων το 2019 θα περιέχει το πακέτο των μέτρων για την «επόμενη των μνημονίων ημέρα» που θα εξαγγείλει ο πρωθυπουργός κ. Αλ. Τσίπρας από το βήμα της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης. Κατ’ ουσίαν πρόκειται για το νέο προεκλογικό αφήγημα της κυβέρνησης, το οποίο διαμορφώνεται –αργά αλλά σταθερά –τους τελευταίους μήνες, με την προαναγγελία ότι θα τεθεί σε εφαρμογή μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου.
Το θέμα της αύξησης του κατώτατου μισθού καλλιεργεί επί μεγάλο χρονικό διάστημα η υπουργός Εργασίας κυρία Εφη Αχτσιόγλου, η οποία μιλάει –αρχικά –για «σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού» παρουσιάζοντας ως «πρότυπο την περίπτωση της Πορτογαλίας», κάτι που στη συνέχεια μετατράπηκε σε «προσεκτική εξέταση της αύξησης του επιπέδου του κατώτατου μισθού».
Τον Ιανουάριο του 2019
Η προεκλογική διάσταση του μέτρου αυτού γίνεται φανερή από το γεγονός ότι η κυβέρνηση προτίθεται να επισπεύσει τη διαδικασία καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού, προκειμένου αυτός να ισχύσει από τον Ιανουάριο του 2019. Και αυτό γιατί οι διαδικασίες που προβλέπονται στον νεοεφαρμοζόμενο νόμο (4172 / 2013) για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού τίθενται σε εφαρμογή τον Μάρτιο κάθε έτους με στόχο ο νέος μισθός να ισχύσει από τον επόμενο Ιανουάριο. Κάτι τέτοιο όμως –στη σημερινή συγκυρία –θα σήμαινε ότι ο νέος μισθός δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά μόνο τον Ιανουάριο του 2020, δηλαδή… «κατόπιν εκλογών».
Η κυβέρνηση, για να αποφύγει τον «σκόπελο» του νόμου που ανατρέπει τον προεκλογικό της σχεδιασμό, σκέφτεται να τροποποιήσει τη συγκεκριμένη διάταξη και τη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, έτσι ώστε να ισχύσει από τον Ιανουάριο του 2019, με στόχο να προλάβει τις επερχόμενες εκλογές.
Η διαδικασία
Ο νόμος 4172 / 2013 προβλέπει πως ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ορίζεται από την κυβέρνηση ύστερα από διαδικασία διαβούλευσης με κοινωνικούς εταίρους και τεκμηριωμένη συνεκτίμηση των πραγματικών δεδομένων και δυνατοτήτων της οικονομίας και της απασχόλησης (ύψος ανεργίας και αύξηση της απασχόλησης). Η διαδικασία προσδιορίζεται από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο κάθε έτους και δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για την τελική απόφαση του υπουργού Εργασίας.
Την ευθύνη καθορισμού του κατώτατου μισθού, με τη νέα διαδικασία, έχει ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας, ο οποίος το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου κάθε έτους θα καταθέτει πρόταση νόμου με το ύψος του κατώτατου μισθού που θα ισχύσει το επόμενο έτος.
Πρόθεση της κυβέρνησης είναι να τροποποιήσει τον σχετικό νόμο και να εκκινήσει τη διαδικασία τον Οκτώβριο, ώστε να ολοκληρωθεί έως το τέλος του έτους και να ισχύσει ο νέος μισθός τον Ιανουάριο του 2019.
Ως προς το ύψος της αύξησης η κυβέρνηση φέρεται να έχει συμφωνήσει με τους δανειστές ότι θα πρέπει να αποφευχθούν οι «υπερβολές». Για τον λόγο αυτόν, οι τελευταίες δηλώσεις της αρμόδιας υπουργού αναφέρονται σε «προσεκτική αύξηση», όταν οι πρώτες δηλώσεις διαβεβαίωναν ότι μετά τη λήξη του μνημονίου θα υπάρξει «σταδιακή αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού». Οι αισιόδοξοι της κυβέρνησης ομιλούν για αύξηση που μετά βίας θα φθάνει τα 20 ευρώ μηνιαίως.
Συλλογικές συμβάσεις
Στο σκέλος της επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων, η κυβέρνηση επιμένει ότι με την ολοκλήρωση του μνημονίου έχει ήδη αποκατασταθεί η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης. Απομένει η επαναφορά της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων στο σύνολο του κλάδου. Γι’ αυτό απαιτείται οι επιχειρήσεις που υπογράφουν τη συλλογική σύμβαση να απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να αποδειχθεί η αντιπροσωπευτικότητα του 51% είναι οι εργοδοτικοί φορείς να υποβάλουν τα στοιχεία με το μητρώο των μελών τους.
Εδώ αρχίζουν τα προβλήματα, καθώς η υποβολή των μητρώων δεν είναι εύκολη υπόθεση και πολλές εργοδοτικές οργανώσεις αρνούνται να την υλοποιήσουν. Η σχετική εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας προβλέπει ότι εφόσον οι εργοδοτικοί φορείς δεν καταθέσουν τα μητρώα τους, δεν είναι δυνατή η επέκταση των συμβάσεων. Η ΓΣΕΕ εκτιμά ότι αυτό θα οδηγήσει στην πράξη στη μη εφαρμογή της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων.
Μόνο στην Ελλάδα μειώθηκαν οι κατώτατες αμοιβές
Οι κατώτατοι μισθοί σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης αυξήθηκαν σε σχέση με το 2008 εκτός από την Ελλάδα, όπου την περίοδο αυτή οι κατώτατες αμοιβές υπέστησαν μείωση κατά 14%.
Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται περίπου στο μέσον των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε ό,τι αφορά το ύψος των κατώτατων αμοιβών, ενώ είναι η μοναδική χώρα που υπέστη μείωση στα κατώτατα όρια την περίοδο 2008- 2018, δηλαδή την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Στην Ευρωπαϊκή Ενωση οι κατώτατοι μισθοί κυμαίνονται από 261 ευρώ ο χαμηλότερος μισθός που είναι στη Βουλγαρία έως 1.999 ευρώ ο υψηλότερος στο Λουξεμβούργο.
Είκοσι δύο από τα είκοσι οκτώ μέλη της ΕΕ διαθέτουν εθνικούς κατώτατους μισθούς. Εξαίρεση αποτελούν οι χώρες Δανία, Ιταλία, Κύπρος, Αυστρία, Φινλανδία και Σουηδία.
Τρεις ομάδες
Με βάση το επίπεδο των κατώτατων μισθών, τα κράτη-μέλη μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις ομάδες:
l Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει χώρες των οποίων οι μισθοί είναι χαμηλότεροι από τα 500 ευρώ. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι: Βουλγαρία (261 ευρώ), Ρουμανία (408), Λετονία (430), Λιθουανία (400), Τσεχία (478), Ουγγαρία (445), Κροατία (462) και Σλοβακία (480 ευρώ).
l Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει χώρες με μισθούς από 500 ως 1.000 ευρώ. Συγκεκριμένα: Πολωνία (503 ευρώ), Εσθονία (500 ευρώ), Πορτογαλία (677 ευρώ), Ελλάδα (684 ευρώ), Μάλτα (748 ευρώ), Σλοβενία (843 ευρώ) και Ισπανία (859 ευρώ).
l Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει χώρες με μισθούς υψηλότερους των 1.000 ευρώ. Αυτές είναι: Ηνωμένο Βασίλειο (1.401 ευρώ), Γαλλία (1.498), Γερμανία (1.498), Βέλγιο (1.563), Ολλανδία (1.578), Ιρλανδία (1.614) και Λουξεμβούργο (1.999 ευρώ).
Ολες οι υποψήφιες για ένταξη στην ΕΕ χώρες διαθέτουν κατώτατους μισθούς που ανήκουν στην πρώτη ομάδα και κυμαίνονται από 181 ευρώ στην Αλβανία έως 446 ευρώ στην Τουρκία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ