Οταν κάποτε ρώτησαν τη Μάριαν Φέιθφουλ για την Αρίθα Φράνκλιν εκείνη απάντησε ότι «η φωνή του Θεού ανήκει στην Αρίθα Φράνκλιν». Η τραγουδίστρια Μέρι Τζ. Μπλάιτζ την είχε χαρακτηρίσει «δώρο του Θεού». Δηλώσεις που ερμηνεύουν τη μαγεία και τη μοναδικότητα της Φράνκλιν, η οποία στα 76 χρόνια ζωής της δεν ήταν μόνο η «βασίλισσα της σόουλ», όπως πολύ σωστά την είχαν αποκαλέσει. Ηταν κάτι πολύ βαθύτερο. Ανώτερο: για κάθε ακροατή που θέλει να ξεφύγει από τα μουσικά όρια και στερεότυπα και να αισθανθεί εσωτερικά τη φωνή που ακούει με τα αφτιά του, ήταν η «βασίλισσα της ψυχής» (για να παραφράσουμε το Queen of Soul). Η Αρίθα δεν είναι σημαντική επειδή πούλησε κοντά στα 100.000.000 δίσκους, επειδή έδωσε εκατοντάδες συναυλίες, επειδή τραγούδησε στην ορκωμοσία αμερικανών προέδρων όπως ο Μπαράκ Ομπάμα. Είναι σημαντική επειδή είχε τη μουσική ευφυΐα να τραγουδά πίσω από τον ρυθμό της μουσικής, να επικοινωνεί με τις νότες και να φορτίζει συναισθηματικά το κάθε κομμάτι. Οπως για παράδειγμα το «Respect».
Οι «New York Times» έγραψαν ότι η συμβολή της στη μουσική έγκειται στο ότι «απελευθέρωσε τους άλλους τραγουδιστές. Τους έδειξε πώς να… πετάξουν οι φωνές τους». Η σόουλ ταυτίστηκε με τη «βασίλισσα» και η «βασίλισσα» με τη σόουλ. Η φωνή της ένας συνδυασμός δύναμης και ευαισθησίας, περιπλανώμενου συναισθήματος και εκλεπτυσμένης αυστηρότητας. Τολμηρή τραγουδίστρια στη δεκαετία του ’60, αρνήθηκε την πεπατημένη χρησιμοποιώντας τη φωνή της σαν όργανο που συμμετείχε ισότιμα στην παραγωγή ενός τραγουδιού. Κατέκτησε με δυσκολία τη χώρα της, ακόμη και ένα άφρο look ήταν δύσκολο να γίνει εξώφυλλο στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Αποτελούσε πολιτική δήλωση.
Ηταν πολύ δεμένη με την παράδοση της Εκκλησίας αλλά δεν έμεινε εκεί. Με τη βοήθειά του μέντορά της Σαμ Κουκ έκανε το άλμα από την εκκλησιαστική στην κοσμική μουσική και έβαλε τις βάσεις για τη σόουλ με λίγη τζαζ και λίγο μπλουζ. Και με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Ηταν και είναι η ενσάρκωση της αφροαμερικανικής υπερηφάνειας, εκείνης της υπερηφάνειας που ανάγκασε τον λευκό πληθυσμό των ΗΠΑ να την αποδεχτεί και να την οδηγήσει στα τσαρτ, να την κάνει ντίβα. Κάποιες φορές έπαιξε με αυτή τη δημοσιότητά της. Στις περιοδείες της συνοδευόταν από όλη την οικογένειά της και η λιμουζίνα την περίμενε με αναμμένη τη μηχανή ακόμη και όλη τη νύχτα. Οι πρόβες της μπορούσαν να κρατήσουν 24ωρα και δεν άφηνε τίποτε στην τύχη. Απαιτούσε να πληρώνεται μόνο με μετρητά και πριν από την αρχή της κάθε συναυλίας της. Είχε δει από μικρή πώς συμπεριφέρονταν στους αφροαμερικανούς μουσικούς πολλοί ιδιοκτήτες μουσικών κέντρων. Υπάρχει όμως βασίλισσα χωρίς ιδιορρυθμίες; Η Αρίθα Φράνκλιν έκανε τον κόσμο γλυκύτερο, μελωδικότερο.
Η Αρίθα Φράνκλιν δεν ήταν η φωνή των Ηνωμένων Πολιτειών. Ηταν η συνείδησή τους.

«Δεν είμαι σταρ, είμαι γυναίκα της διπλανής πόρτας»

«Αντανακλούσε την ανάγκη ενός έθνους, την ανάγκη του μέσου άνδρα και της μέσης γυναίκας στον δρόμο, του επιχειρηματία, της μητέρας, του πυροσβέστη, του δασκάλου… όλων όσοι ήθελαν σεβασμό» έγραφε στην αυτοβιογραφία της για το διασημότερο τραγούδι της, το «Respect».

«Μόλις αισθανθώ τον σεβασμό προς τη μουσική του συνθέτη, μόνον τότε μπορώ να τραγουδήσω ό,τι θέλω. Τότε εκφράζεται ο εαυτός μου».

«Μου αρέσουν πάρα πολύ οι ενδυματολογικές επιλογές της Τέιλορ Σουίφτ. Επισκέφθηκα τον ιστότοπό της για να δω τα φορέματά της. Ενα από αυτά θέλησα να το παραγγείλω. Δεν μου ταίριαζε όμως».

«Είναι καλές οι μελωδίες της Aντέλ. Είναι συμπαγής στην ερμηνεία της. Εχει πολλά να δώσει».
«Οταν πήγα να δω την Μπιγιονσέ σε συναυλία έφυγα με θετική ενέργεια. Είναι μια γυναίκα που δεν κρύβει τις φεμινιστικές της ευαισθησίες».

«Η αγαπημένη μου συναυλία ήταν στην αίθουσα Cobo του Ντιτρόιτ στις 16 Φεβρουαρίου 1968. Ο δήμαρχος κήρυξε τότε την “‘Ημέρα της Αρίθα Φράνκλιν”. Ηταν και ο μπαμπάς μου εκεί».

«Η Αρίθα Φράνκλιν θα έπρεπε να γνωρίζει ότι παραέχει μεγάλο στήθος για να φορέσει ένα τέτοιο φόρεμα αλλά δεν ενδιαφέρεται για την άποψή μας και αυτή η συμπεριφορά διακρίνει τα απλά αστέρια από τις αληθινές ντίβες» είχε γράψει για αυτήν μια δημοσιογράφος. Η Φράνκλιν έστειλε επιστολή όπου μεταξύ άλλων σημείωνε: «Προφανώς έχω ό,τι χρειάζεται για να φορέσω ένα ντεκολτέ… (…) Οταν θα γίνεις καταξιωμένη συντάκτρια μόδας σε παρακαλώ ενημέρωσέ μας (…) Δεν είσαι σε θέση να προσδιορίζεις τι ξεχωρίζει τους σταρ από τις ντίβες, ούτε και έχεις δικαίωμα ελέγχου σε κάποια από τις δύο κατηγορίες».

«Αγχος ή πίεση πριν από τις συναυλίες δεν έχω. Το μόνο που με απασχολεί είναι να μην ξεχάσω τους στίχους των τραγουδιών».

«Πολλές φορές είναι δύσκολο για έναν άνδρα να είναι δίπλα σε μια διάσημη γυναίκα. Χάνεται επειδή όλα τα φλας είναι στραμμένα σε εκείνη. Γίνεται, για παράδειγμα, ο κύριος Φράνκλιν, και αυτό δεν μου αρέσει. Δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε ωραίο. Δεν είμαι σταρ, είμαι γυναίκα της διπλανής πόρτας».

«Αν δεν ήμουν τραγουδίστρια θα ήθελα να ήμουν είτε πρίμα μπαλαρίνα είτε ιδιαιτέρα γραμματέας».

«Μου άρεσε να πηγαίνω στην εκκλησία. Μου άρεσε να είμαι μέρος της χορωδίας και να κάνω πράγματα μέσα και γύρω από την εκκλησία. Επίσης, μου άρεσε πολύ να παρακολουθώ και να ακούω τον πατέρα μου».

«Ολοι θέλουν σεβασμό. Ακόμη και ένα τρίχρονο παιδί».

«Ποιος θέλει να αποσυρθεί από τη δουλειά του; Ποιος θέλει να κάτσει σε μια πολυθρόνα; Εγώ τουλάχιστον όχι».

«Η τραχιά πλευρά ενός βουνού είναι ευκολότερη για να την ανεβείτε. Στην ομαλή δεν θα έχετε από πού να κρατηθείτε».

Δέκα τραγούδια που οφείλουμε να ακούσουμε

You make feel like
(Α natural woman) – 1967
Γράφτηκε αποκλειστικά για εκείνη από τους Κάρολ Κινγκ και Τζέρι Γκόφιν. Κομμάτι που αντιπροσωπεύει το γυναικείο φύλο. Η φωνή της ίπταται της μουσικής και δη του πιάνου με έναν τρόπο εκστατικό και πνευματικό.

Chain of fools – 1967
Με οδηγό το ιδιαίτερο παίξιμο της κιθάρας του Τζο Σμιθ, στην ερμηνεία της απελευθέρωσε όλη την απογοήτευση που μπορεί να νιώθει μια γυναίκα που αγνοήθηκε ενώ παράλληλα καταθέτει και τον πόνο της για την εξουσία.
Ι say a little prayer – 1968
Εξι μήνες μετά την ενδιαφέρουσα ερμηνεία της Dionne Warwick, η Αρίθα κυκλοφόρησε μια πολύ διαφορετική εκτέλεση. Εφηύρε έναν νέο ερμηνευτικό τόνο. Οι «τραγουδιστές υποστήριξης» ανέλαβαν κάποιες φορές το προβάδισμα ενώ η φωνή της ακουγόταν στο βάθος, αντιστρέφοντας με αυτόν τον τρόπο ό,τι γινόταν ως τότε.
Respect – 1967
Μπορεί να το έγραψε ο Οτις Ρέντινγκ και να το πήγε στο Νο 40 των τοπ αλλά η Αρίθα είναι εκείνη που το έφερε στο Νο 1. Ο ιδιαίτερος συλλαβισμός της στον τίτλο του τραγουδιού το καθιστούν κυρίαρχο ύμνο του φεμινισμού αλλά και της αφροαμερικανικής υπερηφάνειας.
I never loved a man
(Τhe way i love you) – 1967
Το πρώτο της σινγκλ στην Atlantic Records που μπήκε στο τοπ 10, παρουσιάζοντας μια τραγουδίστρια με σθένος, «ανοιχτή» ερμηνεία και μέλλον. Με βάση το ηλεκτρικό πιάνο και το φωνητικό της κρεσέντο θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα showstoppers (τα τραγούδια που διακόπτει το κοινό από το παρατεταμένο αποθεωτικό χειροκρότημα).
Think – 1968
Το σινγκλ φέρει και τη δική της υπογραφή και πρόκειται για μία από τις πλέον ξέφρενες και γρήγορες (στον ρυθμό) ηχογραφήσεις της. Το μυστικό της επιτυχίας είναι ο τρόπος που εισάγει στη μέση του τραγουδιού τη λέξη freedom, σαν να έρχεται από τον από μηχανής Θεό.
Rock Steady – 1971
Φανκ κιθάρες και ένα μπάσο που… πυροβολούν κατά ριπάς στη μουσική ενώ η Αρίθα με τη σκληράδα της φωνής της βάζει φωτιά σε ένα αληθινά χορευτικό κομμάτι.
Spanish Harlem – 1971
Το πρωτότυπο κομμάτι του Μπεν Ε. Κινγκ έχει έναν ρομαντικό αέρα αλλά με μια ερμηνεία funk – rock – rave – up η Φράνκλιν το μεταμόρφωσε.
Day Dreaming Day – 1972
H μελωδία φέρει την υπογραφή της ίδιας σε ένα σινγκλ που φέρνει στην επιφάνεια τη στοχαστική πλευρά της. Η «φτερωτή» ερμηνεία της ταίριαξε ιδανικά με το φλάουτο του Χιούμπερτ Λόους.
Freeway of love – 1985
Ενδεχομένως από τα πλέον ταξιδιάρικα κομμάτια της ή, όπως έχουν σημειώσει οι συμπατριώτες της, ένας από τους αμερικανικούς ύμνους της ελευθερίας στους αυτοκινητοδρόμους.

Γιάννης Πετρίδης : Η απόλυτη φωνή της μαύρης μουσικής

Ανήκω σε μια τυχερή γενιά που μεγαλώνοντας στη δεκαετία του ‘60 βρέθηκε τη στιγμή που ξεκινούσαν μερικά από τα πιο σημαντικά μουσικά κινήματα και καλλιτέχνες του περασμένου αιώνα, τόσο στο ελληνικό όσο και στο διεθνές ρεπερτόριο. Η μουσική soul ξεκινάει περίπου στα τέλη του ‘50 και φτάνει στο απόγειό της τις επόμενες δύο δεκαετίες. Η απόλυτη βασίλισσα αυτής της μουσικής – και όχι μόνον – ήταν η Aretha Franklin. Συνήθως τις νέες κυκλοφορίες τις ακούγαμε τότε από τον Αμερικανικό σταθμό του Ελληνικού και θυμάμαι την εντύπωση που μου έκανε η πρώτη μετάδοση του τραγουδιού τού Otis Redding «Respect» από την Aretha, παρ’ όλο που γνώριζα ήδη το κομμάτι από την ερμηνεία του συνθέτη Otis Redding. Η ερμηνεία της Franklin ήταν κάτι πρωτόγνωρο, τόσο σε αυτό το τραγούδι όσο και στο «Ι never loved a man» που κυκλοφόρησε την ίδια εποχή. Ηταν σχεδόν ο ορισμός της soul, που βέβαια τότε ούτε καν καταλαβαίναμε σε μια εποχή που η πληροφόρηση ήταν ελάχιστη το πόσο σπουδαία για τη μουσική ήταν αυτή η φωνή και αυτά τα πρώτα της τραγούδια. Τότε δεν υπήρχε το Διαδίκτυο ούτε video clip, ούτε ο Τύπος έγραφε πληροφορίες με κριτική διάθεση για αυτά και φοβερά και τρομερά που συνέβαιναν στη μουσική του ‘60. Τους Beatles μάλιστα τους παρουσίαζαν σαν τέσσερις «γεγέδες» με κούρεμα α λα Μarx brothers. Αυτή η εικόνα θα έχετε διαπιστώσει ότι έχει περάσει και στις ελληνικές ταινίες εκείνης της εποχής. Ποιος λοιπόν θα ενδιαφερόταν στη χώρα μας να μας πει τι σημαίνει Aretha Franklin.

Στα τέλη του ‘60 άρχισα να δουλεύω για την εταιρεία Ελλαδίσκ, που αντιπροσώπευε στην Ελλάδα την εταιρεία που ηχογραφούσε η Aretha Franklin, Atlantic Records. Για μένα ήταν ιδιαίτερη ικανοποίηση που μπορούσα να κυκλοφορήσω τους δίσκους της Franklin, των Led Zeppelin, των Crosby, Stills, Nash & Young και άλλων, έστω και αν οι πωλήσεις ήταν ελάχιστες.
Η Aretha Franklin την περίοδο 1967-1975 έβγαλε τις κορυφαίες ηχογραφήσεις στην καριέρα της, με την καθοδήγηση κυρίως του σπουδαίου παραγωγού Jerry Wexler που τη μεταμόρφωσε από μια σπουδαία τραγουδίστρια των αρχών της δεκαετίας του ‘60 με ένα διαφορετικό όμως στυλ, στην απόλυτη φωνή της μαύρης μουσικής. Δεν είναι τυχαίο ότι 500 συνάδελφοί της πριν από 10 χρόνια την ανακήρυξαν καλύτερη τραγουδίστρια του 20ού αιώνα και ήταν επίσης η πρώτη γυναίκα που μπήκε στο Rock and Roll Hall Of Fame.
Οταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 είχα την τύχη να συναντήσω τον Jerry Wexler στην Αθήνα και να έχω μια εκτεταμένη συζήτηση για τη συνεργασία του με τη Franklin, τον Ray Charles, τον Bob Dylan και άλλους, μου είχε πει για την τραγουδίστρια: «Η Aretha ήταν μια καταπληκτική, απλή γυναίκα με καθόλου έπαρση όλα αυτά τα χρόνια που οι επιτυχίες της την είχαν τοποθετήσει στην κορυφή. Εκανε focus περισσότερο στη μουσική παρά οπουδήποτε αλλού. Οταν ηχογραφούσαμε στα περίφημα Muscle Shoals Sound Studio στην Alabama, αυτή ξεκινούσε στο πιάνο και οδηγούσε με τον τρόπο της τους υπόλοιπους μουσικούς να την ακολουθήσουν και μιλάμε για μουσικούς με τεράστια καριέρα σε ηχογραφήσεις, και μετά ξεδίπλωνε το μοναδικό ταλέντο της στη φωνή ερμηνεύοντας και κάνοντας δικά της τραγούδια που κανένας δεν τα έχει πει όπως αυτή».
Εκτός από τις σπουδαίες ηχογραφήσεις τότε στην Atlantic, που ίσως τις γνωρίζετε, έχει ηχογραφήσει ένα άλμπουμ μεταξύ άλλων πολλών που το θεωρώ το σπουδαιότερο, όχι μόνο στη δική της καριέρα αλλά και γενικότερα. Πρόκειται για το «Amazing Grace», διπλό άλμπουμ ηχογραφημένο ζωντανά στην Εκκλησία των βαφτιστών στο Los Angeles, όπου εκεί οι καταβολές της από τη μουσική Gospel παρουσιάζονται σε όλο το μεγαλείο τους. Ξεχωρίζω επίσης το άλμπουμ της «Lady Soul», αλλά και ένα τραγούδι που ίσως δεν είναι γνωστό στη χώρα μας, παρ’ όλο που έγινε επιτυχία στην Αμερική, το «Until you Come Back to Me», που έχει συνθέσει ο Stevie Wonder.

*Ο Γιάννης Πετρίδης είναι μέλος του Rock And Roll Hall Of Fame και αυτή την εποχή στο πρώτο πρόγραμμα 16.00-17.00 παρουσιάζει την ιστορία της μαύρης μουσικής του 20ού αιώνα. Επίσης στο Web βρίσκεται στο apotis4stis5.com

Οδυσσέας Ιωάννου : Η φωνή της καλοσύνης

Η πρώτη μου ουσιαστική επαφή μαζί της – όπως και αρκετών της γενιάς μου – ήταν στην ταινία «The Blues Brothers», το 1980. Δυσκολευόμασταν να αντιστοιχήσουμε αυτή τη φωνή με την κυριούλα με τα ροζ πασουμάκια. Η αλήθεια είναι πως δεν υπήρχαν και πολλοί συνομήλικοι που να άκουγαν soul – ούτε καν τη «βασίλισσα» –, η σχέση μας με την ξένη μουσική είχε να κάνει με περισσότερο «σκληρά» ακούσματα και πολύ πιο νευρικές μπάντες.
Επρεπε να περάσει αυτή η βιασύνη και η αψάδα της εφηβείας, για να αρχίσουμε να ακούμε και να εκτιμάμε όχι μόνο τις μεγάλες φωνές αλλά και αυτό που κουβαλούσαν από το αίσθημα και την ιστορία ενός ολόκληρου πολιτισμού, που αναπτυσσόταν παράλληλα με τον κυρίαρχο αμερικανικό.

Ψάχνω μια λέξη που να αποτυπώνει εκείνο που ένιωθα ακούγοντάς την κι εκείνη που νομίζω πως ταιριάζει περισσότερο είναι η λέξη «καλοσύνη». Αυτή η τεράστια φωνή τραγουδούσε με καλοσύνη. Συνήθως η αρτιότητα δημιουργεί μια απόσταση, οτιδήποτε ξεφεύγει τόσο πολύ από τον μέσο όρο γίνεται έως και απόκοσμο, αλλά η Aretha Franklin είχε ανθρωπιά στον τρόπο της, ήταν οικεία.
Aν θελήσουμε να βρούμε τη διαφορά ανάμεσα σε εκείνους που την εκτιμούσαν και την παραδέχονταν ως φωνή και εκείνους που τους αναστάτωνε και τους έγδερνε όταν τραγουδούσε, θα πρέπει να διαβάσουμε δύο αποχαιρετιστήρια μηνύματα. Εκείνο του Τραμπ και εκείνο του Ομπάμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ