Μπορεί η 20ή Αυγούστου να θεωρείται ιστορική για την Ελλάδα αφού σηματοδοτεί για ορισμένους το «τέλος των μνημονίων», ή το τέλος της εποχής της Ελλάδας ως de facto αποικία της ΕΕ όπως παρατηρεί το Politico, εν τούτοις για μεγάλο μέρος της αγοράς δεν υπάρχουν πολλοί λόγοι για πανηγυρισμούς, ενώ η «μεγάλη έξοδος» θεωρείται μάλλον συμβολική.
Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου κινούνταν εξάλλου τη Δευτέρα στο απαγορευτικό 4,324% σταθεροποιητικά γύρω από τα επίπεδα της Παρασκευής, παραμένοντας σε υψηλό σχεδόν δύο μηνών και μακριά από τα χαμηλά 12ετίας του 3,6% που βρέθηκε στις αρχές του έτους.
Η διαφορά της απόδοσης του ελληνικού και γερμανικού τίτλου που λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για την ευρωζώνη κινείται στις 402 μονάδες, έχοντας αυξηθεί πάνω από 60 μονάδες βάσης από τα τέλη Ιουλίου. Την ίδια ώρα σε υψηλά διμήνου κινείται και η απόδοση τους 5ετούς ελληνικού ομολόγου ξεπερνώντας το 3,31%.
Για τους αναλυτές εξάλλου, η Ελλάδα πρέπει να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών σε μία στιγμή που και το διεθνές περιβάλλον δεν είναι υποστηρικτικό για τους ελληνικούς τίτλους, οι οποίοι παραμένουν ευάλωτοι στην πρώτη διεθνή κρίση που μπορεί να προκύψει, όπως δείχνουν και οι πιέσεις που δέχθηκαν από την τουρκική κρίση αλλά και την ιταλική αναταραχή το προηγούμενο διάστημα. Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, υποστηρίζουν, θα συνεχίσουν να επηρεάζονται από την αναταραχή στις γειτονικές χώρες, αφού αν και δεν εκτίθενται άμεσα, η Ελλάδα θεωρείται αδύναμος κρίκος.
ΔΝΤ και διεθνείς επενδυτές παραμένουν επιφυλακτικοί
Μπορεί η οικονομία να αναπτύχθηκε για πέμπτο διαδοχικό τρίμηνο, την ώρα που ο τουρισμός πάει καλά και η ανεργία έχει αρχίσει να υποχωρεί, φθάνοντας στο 19,5% από το 28% που είχε αγγίξει στην καρδιά της κρίσης, εν τούτοις ΔΝΤ και διεθνείς επενδυτές παραμένουν επιφυλακτικοί κάνοντας λόγο για εξωτερικούς και εγχώριους καθοδικούς κινδύνους. Εξάλλου, μπορεί τα «δίδυμα ελλείμματα» στο δημοσιονομικό και στο εξωτερικό πεδίο να έχουν εξαφανιστεί, όμως οι δημοσιονομικές ανισορροπίες έχουν μεταφερθεί στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα.
Η οικονομική οδύσσεια της Ελλάδας μάλιστα δεν δείχνει να έχει ολοκληρωθεί την ώρα που τα δημόσια οικονομικά απέχουν από την «κανονικότητα» και ο μαραθώνιος που διανύει η χώρα έχει ακόμη δρόμο, αν και μετά και τη συμφωνία για την ελάφρυνση χρέους η χώρα έχει πάρει μια ανάσα ζωής, την οποία οι οικονομολόγοι την τοποθετούν ως το 2033. Η Ελλάδα πάντως παραμένει βουτηγμένη στα χρέη: τα 240 δισ. ευρώ χρέους προς τον επίσημο τομέα σε συνδυασμό με το χρέος προς τους ιδιώτες ανεβάζουν το ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας στο 180%. Τις επόμενες δεκαετίες, ακόμη και με βάση ένα αισιόδοξο σενάριο, η Ελλάδα θα πρέπει να δανειστεί εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ από ιδιώτες επενδυτές για να εξοφλήσει τους επίσημους πιστωτές της. Εάν αυτοί οι επενδυτές κρίνουν ότι τα χρέη της ελληνικής κυβέρνησης βρίσκονται εκτός ελέγχου, θα γυρίσουν την πλάτη και οι ευρωπαίοι ηγέτες θα έρθουν πάλι αντιμέτωποι με μια νέα ελληνική κρίση.
Εξάλλου καθώς θα αντικαθίσταται «φθηνό χρέος» (βάσει των χαμηλών επιτοκίων των επίσημων δανείων) με «ακριβό χρέος» (βάσει των επιτοκίων με των οποίων σήμερα δείχνουν διατεθειμένες να μας δανείσουν οι αγορές) η δυναμική του χρέους μπορεί και πάλι να ανατραπεί.
Η Ελλάδα για κάποιους σώθηκε υπό την έννοια ότι δεν ακολούθησε τον Αρμαγεδδώνα της εξόδου από το ευρώ, αλλά ο τρόπος της διάσωσής της είναι τόσο μειονεκτικός που δεν μπορούμε να μιλάμε για πραγματική σωτηρία ή έξοδο από την κρίση, αφού όπως αναφέρεται η χώρα με ανεπαρκείς δημόσιες υπηρεσίες, πολύ υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, μεγάλη ανεργία, αδύναμα θεσμικά όργανα και άθλια δημογραφικά (500.000 νέοι Ελληνες με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εξειδίκευση έφυγαν από τη χώρα), θα πρέπει με τα σημερινά δεδομένα να πετυχαίνει τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα για καμιά σαρανταριά χρόνια. «Στην Ελλάδα, οι άνθρωποι, οι εταιρείες και οι επενδυτές πρέπει να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη στις μελλοντικές προοπτικές της χώρας» παρατήρησε ο Guntram Wolff, διευθυντής του Bruegel.
Για ορισμένους αναλυτές θα ήταν ωραία να νομίζει κανείς ότι το δράμα και οι περιπέτειες της Ελλάδας θα έχουν παρόμοια κατάληξη με αυτή του Οδυσσέα, αλλά πέρα από κάποιες ενδείξεις ανάκαμψης, κυρίως από τους τουρίστες που συρρέουν σε νησιά, όπως και στο Καστελλόριζο, είναι δύσκολο να υποστηρίζει κανείς ότι η οικονομική οδύσσεια της Ελλάδας φθάνει σύντομα στην Ιθάκη της.
HeliosPlus