Πηγαίνω στη Νάξο τα τελευταία 17 χρόνια, κάθε καλοκαίρι. Δεν είμαι Αξιώτης, γίνομαι σιγά-σιγά. Από τέσσερις μόνο μέρες μέχρι τρεις εβδομάδες. Συνήθως τις ίδιες ημερομηνίες, γύρω στις 20 Ιουλίου. Για να προλάβω τους Ελληνες… Πολύ ελιτίστικο ακούγεται αυτό, αλλά είναι η πραγματικότητα. Μετά τις 5 Αυγούστου το νησί αλλάζει. Η μαζική εφόρμηση των αδειούχων του Αυγούστου αλλάζει την ανθρωπογεωγραφία του νησιού προς το χειρότερο. Κορναρίσματα, νεύρα, τσακωμοί, φωνές, σαν μια μεγάλη ελληνική οικογένεια με προβλήματα. Με σοβαρά προβλήματα. Οταν ο ένας δεν αντέχει τον άλλον αλλά πρέπει να συμβιώνουν. Από αρχές Ιουνίου μέχρι τέλος Ιουλίου οι ξένοι τουρίστες είναι σχεδόν πλειονότητα. Από όλες τις χώρες, αν και η Νάξος ήταν και παραμένει κατά βάση «ιταλονήσι». Τον Σεπτέμβριο γεμίζει από συνταξιούχους σκανδιναβικών χωρών.
Για να ολοκληρώσω νωρίς-νωρίς τις γκρίνιες μου και να περάσουμε στα όμορφα, όλα αυτά τα χρόνια έχω παρατηρήσει αλλοιώσεις σε χαρακτήρες που είναι κάπως αποκαρδιωτικές. Από το 2001 έχω γνωρίσει ανθρώπους ντόπιους που τους παρατηρώ χρόνο με τον χρόνο. Ξεκίνησαν με κάποια λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια ή ένα μικρό μαγαζάκι επάνω σε οικόπεδα των γονιών τους, αλλά η γλύκα τους, το αίσθημα φιλοξενίας και η απλότητά τους άρχισαν σιγά-σιγά να σκληραίνουν όσο το νησί άρχισε να αναπτύσσεται. Και τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια η ανάπτυξη και ο αριθμός των επισκεπτών έχουν αλματώδεις ρυθμούς. Αυτό βέβαια έχει να κάνει μόνο με τις περιοχές που το χρήμα άρχισε να γίνεται πολύ και εύκολο. Γιατί η Νάξος –το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων –έχει μια ενδοχώρα γεμάτη από χωριά που οι περισσότεροι αγνοούν και δεν τα έχουν επισκεφτεί ποτέ. Εκεί η κατάσταση παραμένει ανθρώπινη. Οσοι δεν έχουν επαφή με τη θάλασσα έχουν παραμείνει υγροί, ή τουλάχιστον δεν βλέπεις στα μάτια τους τη βιασύνη, την τρέλα, το άγχος να βγουν γρήγορα τα χρήματα που θα ξεπληρώσουν τα δάνεια των επενδύσεών τους. Εχω γνωρίσει ηλικιωμένους που δεν έχουν κατέβει ποτέ τους στη θάλασσα! Από τα πιο παράξενα πράγματα που μπορείς να ακούσεις σε μεγάλα νησιά, αλλά τελικά είναι μάλλον συνηθισμένο.
Η Απείρανθος, το χωριό του Μανώλη Γλέζου, είναι ένα μικρό γαλατικό χωριό που δεν μοιάζει με κανένα άλλο στο νησί. Στα 600 μέτρα υψόμετρο, με πέντε μουσεία (!) –Αρχαιολογικό, Φυσικής Ιστορίας, Γεωλογικό, Λαογραφικό και Εικαστικών Τεχνών. Αν ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου νομίζεις πως βρίσκεσαι στα Σφακιά ή στα Ανώγεια. Υπάρχει μια εκδοχή πως οι πρώτοι του κάτοικοι ήταν από εκείνες τις περιοχές της Κρήτης, αν και μια άλλη θεωρεί πως κατάγονται από τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Λίγο πιο χαμηλά, ο Δανακός, ένα υπέροχο χωριό, χτισμένο μέσα σε ρεματιά ανάμεσα σε δύο βουνοπλαγιές. Αν πας ανυποψίαστος, μπορεί να πετύχεις τον Χαρούλη ή τον Αλκίνοο ή τη Βιτάλη να τραγουδούν ανάμεσα στα πλατάνια και στις καρυδιές, καλεσμένοι ενός ιδιαίτερα ενεργού πολιτιστικού συλλόγου.
Το Χαλκί, η Κεραμωτή, η Κόρωνος και η Ποταμιά είναι ορισμένα από τα δεκάδες χωριά στα οποία θέλεις να μείνεις λίγο περισσότερο, να πάρεις κάτι παραπάνω από τη φευγαλέα μυρωδιά του περαστικού.
Eπειδή όμως αυτό το κείμενο δεν είναι ένας αξιόπιστος τουριστικός οδηγός για τη Νάξο αλλά ένα κείμενο για τη δική μου Νάξο (γι’ αυτό και ζητώ συγγνώμη από ένα ολόκληρο κομμάτι του νησιού που δεν θα αναφερθεί –όπως το βορειοανατολικό του), η δική μου Νάξος είναι ένας χωματόδρομος δύο-τριών χιλιομέτρων. Από την Αγία Αννα περνάει μέσα από την Πλάκα μέχρι τη Μικρή Βίγλα και από εκεί μέχρι το Αλυκό και τη Χαβάη. Το 2001 η αδελφική μου φίλη Γιώτα Τσουκαλά, έχοντας μόλις επιστρέψει από την πρώτη της επίσκεψη στη Νάξο, με προέτρεψε να πάω οπωσδήποτε γιατί έχει εκείνο που ζητούσα εγώ από έναν Ιούλιο: τεράστιες, αμμώδεις παραλίες. Η παραλία από τον Αγιο Προκόπη μέχρι τη Βίγλα είναι περίπου τέσσερα χιλιόμετρα. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν άλλες τόσες στις οποίες μπορείς να φτάσεις και οδικώς, παραλιακά. Σημαντικό. Εννοώ πως το νησί δεν είναι «ακτινωτό» –όπως η Τήνος, για παράδειγμα –για να πρέπει να γυρίσεις σε κάποιο νοητό κέντρο προκειμένου να πάρεις τον δρόμο για την επόμενη παραλία.
Συνηθίζω να περνάω από όλες και να μένω καμιά ώρα σε καθεμία. Νεύρωση κανονική. Κανένας δεν μπορεί να με ακολουθήσει σε αυτό το πρόγραμμα. Σαν να πρέπει να τις ικανοποιήσω όλες, σαν να αισθάνομαι πως κάτι τελειώνει, δεν θα είναι για πάντα. Στη Νάξο ο θάνατος με τρομάζει περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, γι’ αυτό θέλω να πηγαίνω κάθε χρόνο, έστω και για δύο μέρες, γιατί είναι μια απόδειξη ζωής, αλλά ας το αφήσουμε εδώ αυτό και μην το συνεχίσω.
Αυτός λοιπόν ο χωματόδρομος –η Πλάκα –είναι για εμένα όλη η Νάξος. Μια συνάδελφος, εδώ στο «Βήμα», μόλις έμαθε πως ετοιμάζω αυτό το κείμενο μου είπε να μην ξεχάσω να γράψω πως αυτός ο χωματόδρομος πρέπει πάση θυσία να μείνει χωματόδρομος και να μην ασφαλτοστρωθεί, όπως έχουν ζητήσει κάποιοι μαγαζάτορες. Συμφωνώ απόλυτα, αλλά αυτό μου θύμισε την κουβέντα που είχα με μια ντόπια κοπέλα πριν από αρκετά χρόνια, όταν είχε τεθεί το ζήτημα και μαζεύονταν κάποιες υπογραφές. Μου είχε πει κάτι που με είχε κλονίσει αρκετά. «Σκέφτεσαι να υπογράψεις κι εσύ να παραμείνει χωματόδρομος; Εσύ και όλοι εσείς που έρχεστε για δέκα μέρες τον χρόνο θα αποφασίσετε για το πώς θα είναι ο τόπος μας, για εμάς που μένουμε και θα μείνουμε εδώ όλη τη ζωή μας; Για να ζείτε εσείς δέκα μέρες ψευδαίσθησης φυσικής ζωής, θα μας καταδικάσετε σε κάτι που για εμάς είναι έως και αφόρητο;». Ισως ήταν λίγο υπερβολική, γιατί εκείνο το μέρος είναι εντελώς τουριστικό, δεν έχει καμία μόνιμη κατοικία, τον χειμώνα κλείνει και γίνεται πόλη-φάντασμα, αλλά το θέμα δεν ήταν μόνο ο συγκεκριμένος χωματόδρομος, αλλά όλη αυτή η κουβέντα της κάπως αφ’ υψηλού και αβασάνιστης παρέμβασης όλων εμάς των ανθρώπων της πόλης που έχουμε μια συμπεριφορά αποικιοκράτη στα μέρη που επιλέγουμε για διακοπές ή μικρές αποδράσεις. Την ευθύνη για τον κάθε τόπο τον έχουν οι άνθρωποι αυτού του τόπου, και δικά τους θα είναι και τα όποια λάθη. Για παράδειγμα, αν εμάς μας αρέσει η γραφικότητα των πλινθόκτιστων σπιτιών για να τα χαζεύουμε το καλοκαίρι, θα πρέπει να σκεφτούμε πώς ζούνε εκείνοι οι άνθρωποι σε εκείνα τα σπίτια τους χειμώνες τους. Δεν υπέγραψα και δεν θα υπογράψω ποτέ τίποτα.
Αφησα τελευταία τη Χώρα. Πολλές οι απόψεις. Κάποιοι τη θεωρούν χωρίς χαρακτήρα. Δεν συμφωνώ, γιατί είναι η Χώρα της Νάξου και στη Νάξο μού αρέσουν όλα, αλλά δεν είναι σοβαρός αντίλογος αυτός. Δεν είναι η γραφική με ελικοειδή ανάπτυξη Χώρα που έχουν άλλα νησιά των Κυκλάδων, αλλά είναι μεγάλη, άνετη στο περπάτημά της, με ωραία μικρά μαγαζάκια, σοκάκια, και καταλήγει στην κορυφή της στο όμορφο κάστρο της. Είναι το μέρος όπου γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα δεκατέσσερά του ο Ιάκωβος Καμπανέλλης –από το 2016 έχει ανοίξει το πανέμορφο Θεατρικό Μουσείο «Ιάκωβος Καμπανέλλης».
Για έναν εκ καταγωγής Ρουμελιώτη, που έχει γεννηθεί και ζει όλη του τη ζωή στην Αθήνα, η Νάξος είναι ένα μέρος που έχω ανάγκη να ξέρω ότι υπάρχει. Να είναι εκεί, να με περιμένει. Το μέρος που θα μπορούσα να ζήσω, αλλά ξέρω πως δεν θα το τολμήσω. Εκεί που θέλω την οικογένειά μου, να μεγαλώνω τις κόρες μου –έστω δεκαπέντε μέρες τον χρόνο. Να φτιάχνουν και εκείνες μνήμες από έναν τόπο που όση ζωή μού δίνει, άλλο τόσο υπάρχουν στιγμές που βλέπω την άμμο της Πλάκας μέσα σε μια κλεψύδρα.
Στο νησί λειτουργούν τα τελευταία χρόνια πολλά καλόγουστα ξενοδοχεία, όπως προσφέρονται και πλήθος προσιτά ενοικιαζόμενα δωμάτια. Αν μείνετε στην Πλάκα, μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Χώρα, θα πάτε για πρωινό και καφέ στο «Cedar» και για φαγητό στα «Τρία Αδέλφια» και στο «Πέτρινο». Για πιο ιδιαίτερο φαγητό επισκεφθείτε την ταβέρνα του «Τζώννη» στο Σαγκρί, την «Αξιώτισσα», στον δρόμο για Πυργάκι, αλλά και την ταβέρνα της «Ματίνας και του Σταύρου» στην Κόρωνο – αν σας αρέσουν και οι ορεινές οδηγικές εμπειρίες μέχρι να φτάσετε.
Για ποτό το βράδυ όλοι δίνουν ραντεβού στη Χώρα, στο «Notos» αλλά και στα υπόλοιπα μικρά μπαράκια στα σοκάκια κάτω από το Κάστρο. Το επόμενο πρωί ψωμί μόνο από τον Μιχάλη και τη Λίτσα στο Γλυνάδο. Για τα πιτσιρίκια βάφλες, κρέπες και καραμέλες που φτιάχνονται μπροστά σου, τόσο στην Πλάκα όσο και στη Χώρα.
Για να τεστάρετε τα επίπεδα της αδρεναλίνης σας, τα κύματα στη Μικρή Βίγλα προσφέρονται για παντός είδους extreme θαλάσσια σπορ.
Στη Νάξο θα πάτε είτε αεροπορικώς (με Olympic Air, Sky Express κ.ά. – η πτήση διαρκεί σαράντα λεπτά) είτε ακτοπλοϊκώς (εκτελούνται καθημερινά δρομολόγια μεταξύ άλλων με πλοία της Blue Star Ferries και με highspeed της Hellenic Seaways
– υπολογίστε κατά προσέγγιση από τρεις ώρες και πενήντα λεπτά έως
πέντε ώρες και ένα
τέταρτο αντίστοιχα).