Η αιφνιδιαστική απόφαση της τουρκικής Δικαιοσύνης το απόγευμα της περασμένης Τρίτης να προχωρήσει στην αποφυλάκιση των δύο ελλήνων στρατιωτικών, του Αγγελου Μητρετώδη και του Δημήτρη Κούκλατζη, την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου έφθασε στην Αθήνα το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Το γεγονός που αποδεικνύει περισσότερο από κάθε άλλο ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν ανέμενε να συμβεί κάτι τέτοιο, σε μια περίοδο μάλιστα που όλη η προσοχή της Αγκυρας είναι στραμμένη στη διαχείριση της βαθιάς κρίσης στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, ήταν οι δηλώσεις που είχε πραγματοποιήσει μερικές ημέρες νωρίτερα ο Πάνος Καμμένος. Ο υπουργός Εθνικής Αμυνας είχε προσωπικά κατηγορήσει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι είχε ουσιαστικά ενορχηστρώσει την απαγωγή των δύο Ελλήνων εκείνο το παγωμένο πρωινό της 1ης Μαρτίου στις Καστανιές του Εβρου. Η δήλωση Καμμένου είχε προκαλέσει την, ανακλαστική πλέον, αντίδραση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, αλλά υπήρξε δηλωτική του «σκοταδιού» στο οποίο βρισκόταν η Αθήνα. Ούτε καν οι δικηγόροι των δύο Ελλήνων δεν είχαν ιδέα, όπως οι ίδιοι ομολόγησαν, για τις προθέσεις της τουρκικής Εισαγγελίας.

Η τελική απόφαση

Παρά τα σενάρια επί σεναρίων που έχουν ήδη διακινηθεί και θα διακινηθούν τις επόμενες ημέρες για το παρασκήνιο της αποφυλάκισης των «2», οι έμπειροι παρατηρητές στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αλλά και εντός της κυβέρνησης οι οποίοι έχουν κληθεί να διαχειριστούν τα τελευταία χρόνια τις ελληνοτουρκικές σχέσεις παραδέχονται ότι η τελική απόφαση ανήκε στον κ. Ερντογάν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σημερινή Τουρκία ακολουθεί μια «πολιτική ομηρείας» (hostage diplomacy) μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Ολες οι αποφάσεις όμως περνούν από τον πρόεδρο. Αν εκείνος δεν ήθελε, η αποφυλάκιση δεν θα πραγματοποιούνταν. Και φυσικά, η συγκυρία με την αμερικανοτουρκική κρίση, με έμφαση στην αποφυλάκιση του πάστορα Μπράνσον, υπήρξε κομβικής σημασίας. Ανώτερες κυβερνητικές και διπλωματικές πηγές επισημαίνουν ότι η διαφαινόμενη επιθυμία του κ. Ερντογάν να αποκαταστήσει γέφυρες με την Ευρώπη βάρυνε στην απόφασή του. Οσο για το αν τα ονόματα των ελλήνων στρατιωτικών περιλαμβάνονταν σε λίστα που οι Αμερικανοί παρέδωσαν στην τουρκική πλευρά, αυτό είναι ένα στοιχείο που πολύ δύσκολα μπορεί να αποδειχθεί. Αλλωστε, η αμερικανική κυβέρνηση ενδιαφέρεται πρωτίστως για όσους σχετίζονται με τα αμερικανικά συμφέροντα –μεταξύ των οποίων και τρεις υπάλληλοι τουρκικής υπηκοότητας σε διπλωματικές αποστολές τους στη χώρα.

Επαφές από τον Μάρτιο

Σύμφωνα με απόλυτα διασταυρωμένες πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα», υπήρξαν συγκεκριμένοι δίαυλοι που από τον περασμένο Μάρτιο μέχρι και τη στιγμή της απελευθέρωσης των Μητρετώδη –Κούκλατζη κράτησαν την υπόθεση «ζωντανή». Ισως ο σημαντικότερος από αυτούς (ο οποίος για ευνόητους λόγους κρατήθηκε στο παρασκήνιο) να ήταν αυτός μεταξύ του έλληνα αρχηγού ΓΕΕΘΑ ναυάρχου Ευάγγελου Αποστολάκη και του νέου υπουργού Αμυνας της Τουρκίας και πρώην Α/ΓΕΕΘΑ της γείτονος Χουλουσί Ακάρ. Οι δύο άνδρες είχαν αναπτύξει στενή επαφή στο πλαίσιο των κοινών παρουσιών τους στο ΝΑΤΟ και είχαν προσπαθήσει να βρουν κοινό έδαφος για τη μείωση της έντασης στο Αιγαίο. Ο δίαυλος Αποστολάκη –Ακάρ είχε ενεργοποιηθεί από τις πρώτες ώρες της υπόθεσης των «2», αλλά ήταν εμφανές ότι η πολιτικοποίηση του ζητήματος, λόγω της υπόθεσης των οκτώ τούρκων αξιωματικών στην Ελλάδα αλλά και της απόπειρας της Αγκυρας να συνδέσει την τύχη τους με εκείνη των «2» (ιδιαίτερα στην προεκλογική περίοδο), περιόρισε την αποτελεσματικότητα της επαφής.
Ωστόσο ο έλληνας Α/ΓΕΕΘΑ, έχοντας την απόλυτη στήριξη του Μεγάρου Μαξίμου, δεν έπαψε ποτέ να συνομιλεί με τον κ. Ακάρ. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στη συνέντευξη Τύπου του Αλέξη Τσίπρα μετά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Ερντογάν στις Βρυξέλλες στις 12 Ιουλίου, μετά το πέρας της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, ο Πρωθυπουργός έκανε, για πρώτη φορά δημοσίως, ειδική αναφορά στους κ.κ. Αποστολάκη και Ακάρ. Ο νέος υπουργός Αμυνας της γείτονος φέρεται να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του κ. Ερντογάν, ο οποίος τού πιστώνει ότι στάθηκε στο πλευρό του από το βράδυ της απόπειρας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 και μετά.

Κομβική συνάντηση

Η συνάντηση των κ.κ. Τσίπρα και Ερντογάν στις Βρυξέλλες υπήρξε αρκετά δύσκολη, αλλά και κομβική, στο θέμα των δύο στρατιωτικών. Είχε άλλωστε προηγηθεί η έγερση του ζητήματος ενώπιον των συμμάχων την προηγούμενη ημέρα. Ουσιαστικά, η Αθήνα υποχρεωνόταν να επανέλθει σε μια διμερή προσέγγιση του θέματος, από τη στιγμή που τα σήματα που προσλάμβανε ήταν ότι η Αγκυρα είχε αρχίσει «να παίζει» το χαρτί μιας πιθανής ανταλλαγής με τους «8».Η Αθήνα, μετά το αρχικό σοκ της σύλληψης των Μητρετώδη –Κούκλατζη, επεδίωξε ανεπιτυχώς να λύσει το θέμα σε διμερές επίπεδο. Ενώ λοιπόν το υπουργείο Εξωτερικών προσπαθούσε τόσο σε ανώτατο πολιτικό και ανώτερο υπηρεσιακό επίπεδο (υπουργών και γενικών γραμματέων) να διατηρήσει ανοιχτούς τους διαύλους, χάρη και στη σχεδόν καθημερινή ενασχόληση της πρεσβείας Αγκύρας και του γενικού προξενείου Αδριανούπολης, η κυβέρνηση αναζήτησε χείρα βοηθείας τόσο στην Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ακόμα ένας δίαυλος που είχε ειδική σημασία ήταν αυτός του επικεφαλής του Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού Βαγγέλη Καλπαδάκη με τον εκπρόσωπο του κ. Ερντογάν και εξ απορρήτων σύμβουλό του Ιμπραήμ Καλίν. Ο κ. Καλίν είναι άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του τούρκου προέδρου και ο στενότερος συνεργάτης του. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, οι κ.κ. Καλπαδάκης και Καλίν ήταν σε αρκετά συχνή τηλεφωνική επαφή μετά τη συνάντηση των Βρυξελλών. Παράλληλα, τόσο ο νυν τούρκος πρεσβευτής στην Αθήνα Χαλίτ Τσεβίκ όσο και ο προκάτοχός του Κερίμ Ουράς, που μέχρι πρόσφατα διατελούσε σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού Μπιναλί Γιλντιρίμ, έπαιξαν τον ρόλο τους.

Οι ΗΠΑ

Τον περασμένο Φεβρουάριο, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Ρεξ Τίλερσον επισκέφθηκε την Αγκυρα για συνομιλίες όχι μόνο με τον ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, αλλά και με τον ίδιο τον κ. Ερντογάν. Την ίδια περίπου περίοδο βρέθηκαν στην Τουρκία τόσο ο υπουργός Αμυνας Τζέιμς Μάτις όσο και ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Χέρμπερτ Μακ Μάστερ. Στο πλαίσιο της προσπάθειας να βρεθεί κοινός τόπος στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, η αμερικανική πλευρά έθεσε μεταξύ άλλων και το θέμα των δύο ελλήνων στρατιωτικών. Ηταν άλλωστε περίοδος έντασης στα ελληνοτουρκικά (με κορυφαίο το επεισόδιο στα Ιμια) και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήθελαν αποφυγή περαιτέρω εντάσεων. Το θέμα των «2» προώθησαν επίσης ο αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ και ο βοηθός υπουργός Εξωτερικών για θέματα Ευρώπης και Ευρασίας Γουές Μίτσελ. Χρήσιμο ρόλο στη μεταφορά μηνυμάτων μέσω στρατιωτικών διαύλων στην τουρκική πλευρά διαδραμάτισε και ο πρώην ακόλουθος Αμυνας της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα Ρόμπερτ Παλμ.
Περίπου έναν μήνα αργότερα, τον Μάρτιο, ο κ. Ερντογάν μετέβη στη Βάρνα για τη συνάντηση ΕΕ – Τουρκίας. Εκεί συναντήθηκε με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και τον πρωθυπουργό της Βουλγαρίας Μπόικο Μπορίσοφ, η χώρα του οποίου ασκούσε την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ. Ο κ. Γιούνκερ, που γνωρίζει αρκετά χρόνια τον τούρκο πρόεδρο, του έθεσε ευθέως το ζήτημα των «2». Ο κ. Ερντογάν εμφανίστηκε σκληρός τόσο παρασκηνιακά όσο και ενώπιον των καμερών, στη συνέντευξη Τύπου. Ωστόσο, αυτό σήμερα φαίνεται να αλλάζει λόγω της προαναφερθείσας επιθυμίας του να επαναπροσεγγίσει την ΕΕ.

Οι ανησυχίες για το Προσφυγικό και το Κυπριακό

Πόσο θα επηρεάσει η αποφυλάκιση των «2» τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, δεν πρέπει να αναμένονται δραματικές μετατοπίσεις, τουλάχιστον σε διμερές επίπεδο. Δύο είναι τα θέματα που απασχολούν όμως την Αθήνα. Το πρώτο είναι τι μέλλει γενέσθαι στο Προσφυγικό. Οι ενδείξεις που υπάρχουν είναι ότι στη Συρία, η Μόσχα και το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ προετοιμάζονται να επιτεθούν στον θύλακα του Ιντλίμπ, όπου εξακολουθούν να βρίσκονται υπολείμματα ακραίων ισλαμικών οργανώσεων, που στηρίχθηκαν από την Αγκυρα στο πλαίσιο της αντίστασης εναντίον του σύρου προέδρου.

Η Αγκυρα ανθίσταται στη συμμετοχή της, αλλά αυτό που προκαλεί ανησυχία είναι ότι θα μπορούσε να προκύψει νέο μεγάλο προσφυγικό κύμα άνω του ενός εκατομμυρίου ανθρώπων, το οποίο δεν αποκλείεται να ασκήσει πιέσεις στην πρώτη ευρωπαϊκή «μετωπική» χώρα, την Ελλάδα. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η Τουρκία θα μπορούσε να απορροφήσει αυτόν τον πληθυσμό σε περιοχές που η ίδια κατέχει στο συριακό έδαφος. Σύμφωνα δε με πληροφορίες από ξένες μυστικές υπηρεσίες που βρίσκονται εν γνώσει της Αθήνας, η Τουρκία έχει φθάσει να ελέγχει, μέσω των στρατιωτικών της επιχειρήσεων, ως και ποσοστό 20% του συριακού εδάφους.
Δεύτερο ζήτημα που θα απασχολήσει την Αθήνα από τον Σεπτέμβριο είναι το Κυπριακό. Η νέα ειδική απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, η αμερικανίδα διπλωμάτης Τζέιν Χολ Λουτ, αναμένεται σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες να γίνει δεκτή από τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά τη δεύτερη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου (πιθανότατα στις 11/9). Η κυρία Λουτ, προσωπικότητα τελείως διαφορετική από τον προκάτοχό της Εσπεν Μπαρθ Αϊντε, έχει ήδη συναντηθεί με τους Νίκο Αναστασιάδη και Μουσταφά Ακιντζί στην Κύπρο, καθώς και με τον κ. Τσαβούσογλου στην Αγκυρα. Ο στόχος της είναι να διαγνώσει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έναν νέο γύρο συνομιλιών, ενώ ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες σχεδιάζει να συναντηθεί με τον κύπριο πρόεδρο και τον ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης τον Σεπτέμβριο.
Οι συνθήκες δεν θα είναι απλές, καθώς ένας νέος διαπραγματευτικός γύρος θα συνδεθεί με ορισμένες κρίσιμες εξελίξεις. Πρώτον, τον Οκτώβριο ξεκινούν οι γεωτρήσεις της αμερικανικής ExxonMobil στο Οικόπεδο 10 της κυπριακής ΑΟΖ, ενώ νωρίτερα αναμένεται η κάθοδος του τουρκικού πλωτού γεωτρύπανου «Fatih», αν και είναι άγνωστο αν αυτό θα κινηθεί βόρεια της νήσου ή θα επιλέξει πιο «επιθετική συμπεριφορά» κινούμενο π.χ. εντός του αμφισβητούμενου από την Αγκυρα Οικοπέδου 6. Δεύτερον, στον ΟΗΕ έχουν αρχίσει και συζητούνται σενάρια για την «επόμενη ημέρα» στο Κυπριακό που περιστρέφονται γύρω από το μέλλον της ειρηνευτικής δύναμης UNFICYP. Στο πλαίσιο αυτό επικρατεί ασάφεια για τις αμερικανικές προθέσεις, αν και Ουάσιγκτον και Λευκωσία συνομιλούν παρασκηνιακά για το ενδεχόμενο σταδιακής αναβάθμισης της αμυντικής συνεργασίας τους (π.χ. μέσω άρσης του εμπάργκο όπλων).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ