«Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ’ τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων».
Ετσι τελειώνει το «Τέταρτο Ανάγνωσμα» από το «Αξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη, το επιγραφόμενο «Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες». Το σχετικό οικόπεδο του Ελύτη υπήρξε τόπος εκτελέσεων ελλήνων πατριωτών στην Κατοχή. Ομως, όπως πιστεύω, μπορεί (πάντοτε τηρουμένων των αναλογιών) να συσχετισθεί με το «οικόπεδο του θανάτου», όπως έχει χαρακτηρισθεί ο γνωστός, φρικτός τόπος στο Μάτι Αττικής, εκεί όπου κάηκαν ζωντανοί 26 άνθρωποι. Και αν οι εκτελεσμένοι στο «οικόπεδο με τις τσουκνίδες» του Ελύτη είναι παιδιά ενός Ελληνισμού που προσβάλλεται και υποφέρει συχνά από τους ξένους, οι 26 νεκροί στο οικόπεδο της Αττικής, μαζί με τους υπόλοιπους καμένους και πνιγμένους της πρόσφατης συμφοράς, είναι θύματα της σύγχρονης (υποτίθεται) ανεξάρτητης, ελεύθερης και κυρίαρχης ελληνικής Πολιτείας.
Είναι θύματα μιας διαχρονικά διεφθαρμένης και ανίκανης Πολιτείας η οποία τη μια δηλώνει δεξιά, την άλλη σοσιαλιστική και την άλλη αριστερή.
Δεν είμαστε εμείς που θα καταλογίσουμε τις ευθύνες για αυτό το εθνικό έγκλημα. Αλλωστε το ίδιο έγκλημα το έχουμε δει να επαναλαμβάνεται πολλές φορές τα τελευταία σαράντα τόσα χρόνια, χωρίς ποτέ κάποιος υπεύθυνος, πολιτικός και μη, να τιμωρηθεί. Εξάλλου, μη γελιόμαστε, και η σημερινή βλακώδης και ανενδοίαστη κυβερνητική πολιτική είναι συνέχεια του ίδιου κράτους που ενώ φαινόταν να αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες της Δικτατορίας, που ενώ είχε όλες τις δυνατότητες, όλες τις προοπτικές να αναδειχθεί σε μια σύγχρονη, προοδευτική εγγράμματη και εξανθρωπισμένη Πολιτεία, στράφηκε πάλι στο ψεύδος, στην απάτη, στη λεηλασία του εθνικού πλούτου, στη διαφθορά, στην εγκληματική αδιαφορία. Ολοι είναι ένοχοι; Οχι! Ολοι είμαστε ένοχοι. Εμείς οι τάχατες συνειδητοποιημένοι πολίτες, οι δήθεν προοδευτικοί, οι δήθεν δημοκρατικοί, οι δήθεν «ξύπνοι», όλοι είμαστε ένοχοι.
Και θα είμαστε ένοχοι έως ότου εξακολουθούμε, αδιάφοροι, μοιραίοι, «πονηροί», «ξύπνοι», να εμπιστευόμαστε αυτό το είδος των ανθρώπων που εδώ και τόσες δεκαετίες τούς αφήνουμε, τους δίδουμε το δικαίωμα να πολιτεύονται, όπως πολιτεύονται, και να μας κυβερνούν.
Η φωτιά στην Ανατολική Αττική, αυτό το ίδιο το αποτρόπαιο οικόπεδο του θανάτου συνιστούν μια άλλη προειδοποίηση. Προς όλους εμάς τους πολίτες με τα δημοκρατικά αισθήματα, όπως πιστεύουμε, τους έλλογους, τους μη διεφθαρμένους, τους ευγενικούς, τους αυστηρούς, τους έλληνες φιλέλληνες. Σε εμάς τους χιλιάδες, στα εκατομμύρια Ελληνες γίνονται όλες αυτές οι συνεχείς προειδοποιήσεις. «Ελληνα, προσοχή! Κίνδυνος! Θάνατος!». Τίποτε. Χαμπάρι. Και όμως ούτε το μυαλό και οι ικανότητες μας λείπουν. Ούτε είμαστε χαζοί. Ούτε μειωμένης αντιλήψεως. Δείτε τα παιδιά μας στην Ευρώπη πόσο προχωρούν ενώ εδώ χαντακώνονται. Ούτε έχουμε χάσει το αίσθημα της δικαιοσύνης, της ισότητας, της αλληλεγγύης. Ούτε έχουμε χαζέψει, πια! Τότε γιατί εμπιστευόμαστε αυτούς τους ανίκανους και διεφθαρμένους πολιτικούς τόσες δεκαετίες; Ποια κατάρα είναι αυτή που μας δέρνει; Είμαστε άραγε ένας καταδικασμένος, αιώνια, αθεράπευτα τραγικός λαός; Ή ένας επιπόλαιος, αστείος λαός που εμπιστεύεται αυτούς που δεν θα έπρεπε;
Δεν πιστεύω, λοιπόν, ότι είμαστε απαίδευτος, αδιάφορος, ασυνείδητος, τραγικός εν τέλει λαός. Ξεχασιάρηδες είμαστε, αδέλφια. Ντιπ ξεχασιάρηδες! Και ενίοτε χαζοχαρούμενοι. Αμαρτία; Μέγιστη! Η εθνική και πολιτική μας μνήμη είναι πολύ κοντή. Το πένθος μας είναι τριήμερο. Η οργή μας εφήμερη. Για τούτο και η πολιτική ζωή μας έχει τα χάλια της. Για τούτο (για να έρθουμε και στα πιο συγκεκριμένα) η Παιδεία μας έχει τα χάλια της. Δείτε, παρακαλώ, τους υπουργούς Παιδείας των τελευταίων σαράντα χρόνων. Φέρτε τους έναν-έναν στον νου σας. Κρίνετέ τους. Κρίνετε τις αλλεπάλληλες «μεταρρυθμίσεις», τις «προοδευτικές αλλαγές», τους νόμους και τους παρα-νόμους, όλα αυτά που χρόνια τώρα μας πηγαίνουν συνεχώς πίσω. Με ελάχιστες, οφείλω να πω, εξαιρέσεις. Ε και λοιπόν; Για την Παιδεία, για την οικονομία θα μιλούμε τώρα; Ελάτε, αδέρφια, τα μνημόνια οσονούπω τελειώνουν. Καιρός του εορτάζειν. Καιρός του γλεντάν!
Τι γίνεται, λοιπόν, με αυτό το Εθνος των Ελλήνων, με αυτό το πλήρωμα το ευσεβές, το πανηγυριώτικο, το ασίκικο, το μάγκικο, το θεοφρούρητο; Το αυτοκαταναλώμενο; Πώς και γιατί πνιγόμαστε συνεχώς από τις πλημμύρες, σκοτωνόμαστε στην άσφαλτο κάθε μέρα και καιγόμαστε ζωντανοί τόσα χρόνια; Δεν είμαι εγώ τώρα αυτός που θα δείξω τον ένοχο τόσων και τόσων εθνικών εγκλημάτων. Γιατί; Επειδή είμαστε όλοι ένοχοι. Κι εσύ και εγώ, αναγνώστη μου! Ηypocrite lecteur, mon semblable, mon frère!
Αύγουστος, λοιπόν, του σωτηρίου έτους 2018. Ούτε ένας μήνας από το Εγκλημα και την Εθνική Καταστροφή, λίγα χιλιόμετρα από την Αθήνα. Λίγα χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων. Ποιοι πενθούν σήμερα; Ποιοι πολιτικοί αυτοπυρπολήθηκαν; Ποιος ανέλαβε ευθύνη και αυτοκτόνησε ντροπιασμένος; Και οι ευσεβείς που ενήστεψαν τον Δεκαπενταύγουστο; Που πήγαν γονατιστοί στην Παναγία για δική τους σωτηρία; Και τα νταούλια και τα πανηγύρια; Ολα λοιπόν ξεχασμένα πάλι; Τόσο γρήγορα; Εμείς να είμαστε καλά; Αμ δε! Ευσεβείς χριστιανοί, καλοί μου έλληνες συμπατριώτες, συμπανηγυριώτες! Αμ δε! Σήμερα αυτοί. Αύριο εγώ. Μεθαύριο εσύ. Είμαστε όλοι στριμωγμένοι σε ένα καταπατημένο οικόπεδο στο στραβό Μάτι της Αττικής και γύρω-γύρω οι φλόγες.
Ολότελα κουφοί καθώς σημαίνει το μεγάλο ρολόι των αγγέλων.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ