Με τη σωρευτική πτώση του ΑΕΠ να ξεπερνά τελικά το 26%, η «Ελληνική Μεγάλη Υφεση» παίρνει τη θέση της στην Ιστορία καθώς μπορεί να συγκριθεί εν καιρώ ειρήνης μόνο με τη Μεγάλη Υφεση στις ΗΠΑ το 1929 αλλά και την εποχή της Βαϊμάρης στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σύμφωνα μάλιστα με στοιχεία των Maddison Datadase και του ΔΝΤ, η ελληνική ύφεση είναι μία από τις ισχυρότερες που έχουν καταγραφεί ιστορικά από το 1870, στις οποίες λαμβάνονται υπόψη και οι περίοδος των πολεμικών συγκρούσεων.
Ειδικότερα, η ισχυρότερη ύφεση με 66% έχει καταγραφεί στη Γερμανία την περίοδο 1945-1946, ενώ ακολουθεί με 64% η Ελλάδα της περιόδου 1938-1945. Στη συνέχεια η Αυστρία του 1945 με 59%, η Γαλλία του 1940-1944 με 53%, η Ιαπωνία του 1944-1945 με 52%, η Ολλανδία του 1940-1944 με 50%, η Ιταλία του 1941-1945 με 44%, η Αυστρία του 1913-1919 με 38%, η Γαλλία του 1913-1918 με 36%, η Φινλανδία του 1914-1918 με 33%, το Βέλγιο του 1914-1918 με 32%, ο Καναδάς του 1929-1933 με 30% και η Ισπανία του 1936-1937 με 29%. Ενώ οι παραπάνω υφέσεις εμφανίστηκαν σε περιόδους πολεμικών συγκρούσεων, οι δύο επόμενες που ακολουθούν, αυτήν των ΗΠΑ του 1930-1933 που οδήγησε σε σωρευτική πτώση του ΑΕΠ κατά 29% και της Ελλάδας του 2008-2016 που οδήγησε σε σωρευτική πτώση του ΑΕΠ κατά 26,5%, σημειώθηκαν εν καιρώ ειρήνης. Η «Ελληνική Μεγάλη Υφεση» εμφανίζεται μάλιστα πιο μακροχρόνια και πιο βαθιά από την περίφημη «Great Depression» των ΗΠΑ τη 10ετία του ’30. Χαρακτηριστικά, μία 10ετία μετά το ξεκίνημα των κρίσεων (1929 για τις ΗΠΑ, 2007 για την Ελλάδα) οι ΗΠΑ ανέκτησαν το 110% του ΑΕΠ του ’29, ενώ η Ελλάδα μόλις το 74,6% του ΑΕΠ του 2007.
Η κρίση που βιώνει η Ελλάδα είναι περισσότερο ή λιγότερο terra incognita (άγνωστη γη), εκτιμούσε μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι συγκρίσεις με την περίοδο του Μεσοπολέμου δείχνουν μάλιστα ότι η ελληνική ύφεση ήταν ταχύτερη, ισχυρότερη και βαθύτερη σε σχέση με αυτήν του ’30, αλλά τα προβλήματα στην ελληνική περίπτωση μεγεθύνθηκαν από την αδυναμία των εθνικών αρχών να ασκήσουν με αξιοπιστία και συνέπεια τις πολιτικές εκείνες που ήταν συμβατές με τη συμμετοχή σε ένα διεθνές σύστημα νομισματικής σταθερότητας.
Στην ουσία, δηλαδή, το πολιτικό σύστημα και οι ελίτ της χώρας εμφανίζονται κατώτεροι των περιστάσεων καθώς θέλησαν να επωφεληθούν από τα χαμηλά επιτόκια μιας (μη «Βέλτιστης Περιοχής Κοινού Νομίσματος» πάντως) Νομισματικής Ενωσης χωρίς να ακολουθήσουν τους κανόνες που επιβάλλονται κυρίως από τις χώρες του πυρήνα.
HeliosPlus