Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης θα περίμενε κανείς ότι το εμβληματικό μυθιστόρημα του Αρθουρ Κέσλερ Το μηδέν και το άπειρο, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1941, θα έμοιαζε παρωχημένο. Ο χρόνος όμως απέδειξε αυτό που είχε πει ο Τζορτζ Στάινερ: ότι άλλαξε το πολιτικό τοπίο του μεταπολεμικού κόσμου. Γιατί ερχόταν από το μέλλον. Δεν ήταν απλώς ένα βιβλίο που παρουσίαζε με ανατριχιαστική ακρίβεια τη μετατροπή της σοσιαλιστικής ουτοπίας σε δυστοπία αλλά και ένα απαράμιλλο πολιτικό μυθιστόρημα.
Και σήμερα ακόμη ο πολιτικός σεισμός που προκάλεσε είναι αισθητός. Δεν είναι τυχαίο το ότι βρίσκεται στην όγδοη θέση των 100 κορυφαίων μυθιστορημάτων στον κατάλογο της Modern Library, ψηλότερα ακόμη και από το εξίσου διάσημο 1984 του Τζορτζ Οργουελ.

Με πρότυπο τον Μπουχάριν

Τον Μάρτιο του 1938 το σταλινικό καθεστώς προσάγει σε δίκη 21 επιφανή στελέχη των μπολσεβίκων. Ηταν η τρίτη από τις μεγάλες Δίκες της Μόσχας στις οποίες καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν πλήθος κορυφαία στελέχη του κόμματος. Το ερώτημα που προέκυψε στη Δύση ήταν: Γιατί οι άνθρωποι εκείνοι ομολόγησαν την ενοχή τους; Επειδή βασανίστηκαν; Επειδή έλαβαν εγγυήσεις ότι δεν θα εκτελεστούν; Ή θυσιάστηκαν προκειμένου να προστατέψουν τις οικογένειές τους; Οι λόγοι ήταν εντελώς διαφορετικοί –και αυτοί αναδεικνύονται στο μυθιστόρημα του Κέσλερ, ο οποίος υπήρξε κομμουνιστής ως το 1937 που διαφώνησε και αποχώρησε από το γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα.
Μετά τη δίκη του 1938 ο Κέσλερ άρχισε να γράφει το Μηδέν και το άπειρο δημιουργώντας έναν ανεπανάληπτο χαρακτήρα, τον Νικολάι Σαλμάνοβιτς Ρουμπάσοφ, πρότυπο του οποίου κατά τον Οργουελ ήταν ο επιφανέστερος κατηγορούμενος εκείνης της δίκης, ο Νικολάι Μπουχάριν. Ωστόσο ο Κέσλερ απέδωσε στον Ρουμπάσοφ γνωρίσματα και άλλων σημαντικών στελεχών των μπολσεβίκων.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται σε μια χώρα που δεν κατονομάζεται αλλά αμέσως ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι πρόκειται για τη σταλινική ΕΣΣΔ. Ο Ρουμπάσοφ, επιφανές μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κομμουνιστικού κόμματος, συλλαμβάνεται αργά κάποιο βράδυ στο σπίτι του. Είναι μέσης ηλικίας, έχει συμμετάσχει στην επανάσταση και στο ιστορικό του περιλαμβάνεται μια περίοδος κατά την οποία ήταν κρατούμενος στις φυλακές της Γκεστάπο. Τώρα τον φυλακίζουν οι δικοί του κατηγορώντας τον για αντεπαναστατική δράση. Επικεφαλής του κόμματος είναι κάποιος που αποκαλείται Πρώτος (και βέβαια πρόκειται για τον Στάλιν).

Δύο διαφορετικοί ανακριτές

Στη φυλακή ο Ρουμπάσοφ θα ανακριθεί διαδοχικά από δύο συντρόφους του. Ο πρώτος, μεσήλικος, όπως και ο ίδιος –και φίλος του -, ονομάζεται Ιβανόφ. Ο δεύτερος ανήκει στη νεότερη γενιά των κομματικών στελεχών και λέγεται Γκλέτκιν. Ο Ιβανόφ προσπαθεί να πείσει τον Ρουμπάσοφ να ομολογήσει, γιατί αυτό απαιτεί το καθήκον του προς το κόμμα και την «υπόθεση». Για να του αποσπάσει την ομολογία, χρησιμοποιεί την αδυσώπητη κομματική λογική, που χαρακτήριζε κατά το παρελθόν και τις πράξεις και τη συμπεριφορά του ίδιου του Ρουμπάσοφ. Ο τελευταίος θα πρέπει να αντιμετωπίσει τώρα το δίλημμα να πεθάνει χωρίς να ομολογήσει ή να παραδεχθεί δημοσίως ότι είναι ένοχος για εγκλήματα που δεν διέπραξε.
Οπως σε κάθε ουτοπία, έτσι και σε αυτήν του Ρουμπάσοφ, του Ιβανόφ και των συντρόφων του, το «εγώ» θα πρέπει να εξαφανιστεί. Και όσοι ασκούν την εξουσία δεν θα πρέπει να διστάζουν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσον κρίνουν απαραίτητο.




Συγκατοίκηση με τα φαντάσματα

Ούτε ο Ρουμπάσοφ είχε δισταγμούς κατά το παρελθόν και μέσα στη φυλακή θυμάται ανάλογες περιπτώσεις στις οποίες ο ρόλος του υπήρξε καθοριστικός. Δεν αντιμετωπίζει μόνο τον εφιάλτη της ανάκρισης αλλά και τα φαντάσματα του παρελθόντος, των ανθρώπων που κατέστρεψε τη ζωή τους και τώρα συγκατοικούν μαζί του στο κελί του. Aυτό ωστόσο δεν θα αλλάξει την ουσία της υπόθεσης: ότι δηλαδή η θυσία των λίγων για χάρη των πολλών είναι «νόμιμη» –και άρα δεν αμφισβητείται το δόγμα ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Με αυτή τη λογική, θα πρέπει να ομολογήσει. Είναι η ιστορική λογική που τη νομιμοποιούν στο προσωπικό επίπεδο η πίστη και η απόλυτη αφοσίωση στο κόμμα, που απαιτούν τη θυσία του. Και μικρή σημασία έχει αν το όνειρο της ουτοπίας μετατρέπεται σε εφιάλτη.
Μέσα στη φυλακή όμως ο Ρουμπάσοφ αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει και μια άλλη λογική. Ο χρόνος λειτουργεί διαφορετικά σε καθεστώς εγκλεισμού ούτως ή άλλως, πράγμα που το γνωρίζει από τον καιρό κατά τον οποίο ήταν κρατούμενος της Γκεστάπο, όμως τώρα τον έχουν φυλακίσει οι δικοί του –και η φυλακή αυτή είναι φυλακή της συνείδησής του.
Ο Γκλέτκιν, ο δεύτερος ανακριτής, διαφέρει από τον Ιβανόφ. Δεν του αρκούν τα επιχειρήματα για να αποσπάσει την ομολογία του Ρουμπάσοφ αλλά θα χρησιμοποιήσει και άλλα μέσα, γιατί το αποτέλεσμα τα «νομιμοποιεί»: για να σπάσει ο Ρουμπάσοφ, που ανήκει στον σκληρό πυρήνα των στελεχών, θα τον ανακρίνει επί ώρες κάτω από εκτυφλωτικό φως και θα του στερεί τον ύπνο. Ο Γκλέτκιν ανήκει στη νεότερη γενιά –που είναι σκληρότερη από την προηγούμενη.

Ιστορία: η κακιά μητριά

Δεν υπάρχει πειστικότερο έργο δημιουργικής φαντασίας στην παγκόσμια λογοτεχνία που να περιγράφει τον έλεγχο του νου και της συνείδησης (αυτό που αποκαλείται «πλύση εγκεφάλου») από το Μηδέν και το άπειρο. Και αντίστοιχα θα λέγαμε λογοτεχνία της φυλακής αυτού του επιπέδου.
Ο Κέσλερ γνώριζε τι σημαίνει να είσαι στη φυλακή περιμένοντας να σε εκτελέσουν, αφού και ο ίδιος πέρασε ένα διάστημα στις φυλακές του Φράνκο καταδικασμένος σε θάνατο, τον οποίο απέτρεψε η διεθνής κινητοποίηση, εξαιτίας της οποίας το φασιστικό καθεστώς αναγκάστηκε να τον απελευθερώσει. Γνώριζε τη Ρωσία από πρώτο χέρι, όπως και το κόμμα των μπολσεβίκων, και ανήκε στο μεγάλο πλήθος εκείνων στους οποίους η υπόσχεση της αταξικής κοινωνίας άσκησε μια ακατανίκητη έλξη.
Ωστόσο είχε αντιληφθεί επίσης ότι η «διαχρονική» άποψη του σταλινικού καθεστώτος όσον αφορά τον τρόμο μετέτρεψε την Ιστορία σε κακιά μητριά. Αυτό, σύμφωνα με τον ίδιον, τον παρακίνησε να γράψει το Μηδέν και το άπειρο. Και να εξηγήσει εκείνο που αδυνατούσαν να καταλάβουν στη Δύση: πώς ήταν δυνατόν οι κατηγορούμενοι στις Δίκες της Μόσχας να ομολογούν εγκλήματα που δεν διέπραξαν. Επιπλέον όχι τυχαίοι κατηγορούμενοι αλλά αφοσιωμένοι και σκληροί κομμουνιστές που είχαν αποδεχθεί εξαρχής ότι η φυλακή, ακόμα και τα βασανιστήρια, ήταν μέρος της ζωής του επαναστάτη.
Ο Κέσλερ στο μυθιστόρημά του αυτό άνοιξε θέματα που τότε ουδείς τα σκεφτόταν: συνέκρινε το κομμουνιστικό καθεστώς της ΕΣΣΔ με τον χριστιανισμό (τον οποίο θεωρεί προτιμότερο) και πολλά χρόνια θα έπρεπε να περάσουν για να καταλήξουν οι περισσότεροι στο συμπέρασμα ότι το σοβιετικό σύστημα ήταν ένα είδος θεοκρατίας που, όταν άρχισε να καταρρέει, είχαμε μια εντυπωσιακή επιστροφή του θρησκευτικού αισθήματος στις πρώην κομμουνιστικές χώρες.
Είναι εντυπωσιακές οι σελίδες που περιγράφουν το φροϋδικό «ωκεάνειο αίσθημα» το οποίο καταλαμβάνει τον Ρουμπάσοφ σε μια περίοδο που οι επίσημοι μαρξιστές είχαν ρίξει τον Φρόιντ στο πυρ το εξώτερον. Εντυπωσιακές είναι και οι ομοιότητες ανάμεσα στους δύο ανακριτές και τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή στους Αδελφούς Καραμαζόφ του Ντοστογέφσκι.
Αν το σύστημα είναι θεοκρατικό, τότε ο σκληρός πυρήνας του κόμματος είναι ένα ιερατείο και οι ανακριτές οι ιεροεξεταστές του. Και αν το κόμμα είναι η μόνη αλήθεια, τότε δεν έχει καμιά σημασία που η επανάσταση τρώει τα παιδιά της και η ουτοπία γίνεται «σκοτάδι στο καταμεσήμερο». Αυτός είναι και ο τίτλος της αγγλικής έκδοσης (Darkness at Noon) του μυθιστορήματος. Στα ελληνικά μεταφέρθηκε ο τίτλος της γαλλικής έκδοσης (Le Zéro et l’Infini).
Σε αυτό το «σκοτάδι στο καταμεσήμερο» μπαίνει ο Ρουμπάσοφ «με ανοιχτά και τα δυο του μάτια». Και η τελευταία εικόνα που «βλέπει» είναι του Πρώτου, δηλαδή του Στάλιν.

Κόντρα στο ρεύμα

Οταν κυκλοφόρησε στα αγγλικά το Μηδέν και το άπειρο είχε μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ, όχι όμως και στη Μεγάλη Βρετανία, όπου μέσα σε έναν χρόνο πούλησε περί τις 4.000 αντίτυπα. Τεράστια όμως ήταν η επιτυχία της γαλλικής έκδοσης του 1946, χάρη στο κομμουνιστικό κόμμα της χώρας που κατάφερε να κάνει πλούσιο τον συγγραφέα του. Το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα ήταν τότε πανίσχυρο και το κύρος του τεράστιο ανάμεσα στους διανοούμενους της εποχής που θεωρούσαν «υποχρέωσή» τους να υπερασπίζονται το σοβιετικό καθεστώς. Γι’ αυτό λοιπόν, όταν μαθεύτηκε ότι μεταφράζεται και θα εκδοθεί στα γαλλικά το βιβλίο, το κόμμα έκανε ό,τι μπορούσε για να ματαιώσει την έκδοσή του.

Ηταν τέτοιο το ψυχολογικό κλίμα που ο μεταφραστής ζήτησε στην αρχή να μπει ψευδώνυμο στη θέση του ονόματός του και στη συνέχεια απαίτησε να μη μπει καν αυτό. Ετσι, το βιβλίο κυκλοφόρησε χωρίς όνομα μεταφραστή.
Αυτό σήμερα ακούγεται απαράδεκτο αλλά υπήρξε και συνέχεια. Σε κάθε νέα έκδοση το κόμμα έδινε εντολή στις οργανώσεις του ν’ αγοράζουν και να καταστρέφουν όλα τα αντίτυπα με αποτέλεσμα το μυθιστόρημα να ξεπεράσει σε πωλήσεις τις 450.000 και να πουλιέται στη μαύρη αγορά τρεις και τέσσερις φορές πάνω από την τιμή του εκδότη. Αρκετοί διανοούμενοι φίλα προσκείμενοι στη Σοβιετική Ενωση θεώρησαν υποχρέωσή τους να απαντήσουν στον Κέσλερ και να καταδικάσουν το μυθιστόρημα, με πλέον εξέχουσα περίπτωση αυτή ενός σημαντικού διανοούμενου, του Μορίς Μερλό Ποντί, που έγραψε μάλιστα και ολόκληρο βιβλίο με τίτλο Ανθρωπισμός και τρομοκρατία (κυκλοφόρησε και στα ελληνικά).

Από τον Πρώτο στον Μεγάλο Αδελφό

Ομως η πορεία του μυθιστορήματος, όπως και η επίδρασή του σε άλλους σημαντικούς συγγραφείς του Μεταπολέμου, θα ήταν εντυπωσιακή. Το πρότυπο λ.χ. για τον Μεγάλο Αδελφό στο 1984 του Οργουελ είναι ο Πρώτος στο Μηδέν και το άπειρο. Η ανάκριση του κεντρικού ήρωα Γουίνστον Σμιθ του Οργουελ παραπέμπει στις ανακρίσεις που υπέστη ο Ρουμπάσοφ. Και να αναφέρω ένα παράδειγμα ακόμη, την επίδραση του Κέσλερ στα δύο σημαντικότερα μυθιστορήματα, τα Ενας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς και Κλεψύδρα του κορυφαίου γιουγκοσλάβου πεζογράφου Ντανίλο Κις.

Το Μηδέν και το άπειρο ο Κέσλερ το έγραψε, όπως έλεγε, σε πυρετώδη έξαψη, κόντρα στο ρεύμα της εποχής. Και εξαιτίας του συγκρούστηκε με παλιούς του φίλους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Σαρτρ. Υπήρξε από πολλές πλευρές η αφετηρία για τα όσα είπε αργότερα στο δοκιμιακό του έργο: πως το γκουλάγκ υπήρξε και δεν ήταν αστική προπαγάνδα. Πως το σοβιετικό οικονομικό μοντέλο ήταν αποτυχημένο και πως ο Στάλιν δεν ήταν παρά ένας αδίστακτος δικτάτορας.
Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου υποστήριξε κόντρα στο ρεύμα πως δεν υπάρχει περίπτωση η Ευρώπη να λειτουργήσει ως τρίτος πόλος, ως τρίτη υπερδύναμη ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και στις ΗΠΑ και πως τα κείμενα υπέρ της ΕΣΣΔ και οι μικροδιαφορές των ευρωπαίων κομμουνιστών και των συνοδοιπόρων τους δεν είχαν καμία σημασία, αφού οι Αμερικανοί θα ήταν εκείνοι που θα όριζαν τις εξελίξεις και τον χειρισμό των παγκόσμιων προβλημάτων.
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν ήταν ευχάριστες ούτε για τον ίδιον. Σε αντίθεση με τον Οργουελ, ο Κέσλερ, χαρακτήρας εξαιρετικά δύσκολος και εριστικός, παρέμεινε ουτοπιστής (και γι’ αυτό ίσως περιέγραψε με τέτοιαν ακρίβεια τη σταλινική δυστοπία). Πίστευε με άλλα λόγια στην ανθρώπινη ευτυχία. Για τούτο ενδεχομένως τα τελευταία χρόνια της ζωής του, προκειμένου να βρει ποιο λάθος έγινε στην αρχή της Δημιουργίας, κατέφυγε στην παραψυχολογία και στα κοσμικά μυστήρια.
Στο Μηδέν και το άπειρο ο έλεγχος του νου και της συνείδησης γίνεται μέσω της ανάκρισης και του καθεστωτικού λόγου που διαστρέφει την ουσιαστική πλευρά της ομιλίας: την αιτία της. Και το φετίχ του λόγου είναι βέβαια το βιβλίο. Τι θα συμβεί όμως αν φτάσουμε σε μια δυστοπική κοινωνία όπου τα βιβλία θα καίγονται (όπως τα έκαιγε η παραληρούσα ναζιστική νεολαία στη Γερμανία το 1933); Αυτό το ενδεχόμενο προβάλλει στο μυθιστόρημά του Φαρενάιτ 451 ο Ρέι Μπράντμπερι. Για αυτά όμως την επόμενη Κυριακή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ