Η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα κανέναν, λέει ο σοφός λαός και στην περίπτωση της απελευθέρωσης των ελλήνων στρατιωτικών ισχύει απόλυτα.
Πριν από 168 ημέρες, την 1ηΜαρτίου 2018 η σύλληψη των Αγγ. Μητρετώδη και Δ. Κούκλατζη, είχε προκαλέσει πανικό και κυρίως είχε φέρει την ελληνική κυβέρνηση και το στράτευμα σε πολύ δύσκολη θέση. Ας μην ξεχνάμε ότι για μία τουλάχιστον εβδομάδα κυβερνητικά στελέχη ήταν σίγουρα ότι οι δύο στρατιωτικοί θα αφήνονταν ελεύθεροι άμεσα και πως ήταν ένα «συνηθισμένο γεγονός».
«Είναι τυπικό το θέμα, αναμένουμε να επιστρέψουν άμεσα», είχε πει στις 2 Μαρτίου ο Δημήτρης Τζανακόπουλος ενώ ο Φώτης Κουβέλης είχε τονίσει: «Σύντομα οι στρατιωτικοί θα επιστρέψουν στην Ελλάδα».
Πέρασαν 5,5 μήνες με πολλά σκαμπανεβάσματα στην υπόθεση, με πέντε «όχι» σε αιτήματα αποφυλάκισης, με νομικά και άλλα τεχνάσματα (μετάθεση των δύο στην Αγκυρα, χορήγηση επιδόματος υπηρετούντων στο εξωτερικό με μόνιμη διεύθυνση κατοικίας) για να γίνει πραγματικότητα το όνειρο της επιστροφής.
Η ήττα
Τον Μάρτιο η κυβέρνηση προσπάθησε να μην υποστεί ήττα, να μην χρεωθεί τη σύλληψη και κράτηση των δύο. Δεν το κατάφερε καθώς η κοινή γνώμη, ιδιαίτερα ευαίσθητη στο θέμα αυτό, χρέωνε στην φυσική ηγεσία του στρατού την αδυναμία να απελευθερώσει άμεσα τους Μητρετώδη και Κούκλατζη.
Οσες προσπάθειες κι αν έγιναν σε διπλωματικό επίπεδο δεν είχαν αποτέλεσμα ενώ οι δύο Ελληνες είχαν την ατυχία να πέσουν πάνω στην προεκλογική περίοδο στην Τουρκία, κάτι που καθιστούσε αδύνατη την απελευθέρωσή τους.
Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν θα ρίσκαρε πριν από τις κάλπες να κάνει μια τέτοια κίνηση καλής θέλησης. Το αντίθετο μάλιστα. Θέλοντας να συσπειρώσει τους οπαδούς του και να ενισχύσει το εθνικιστικό συναίσθημα στην Τουρκία, έθεσε με τον πλέον επίσημο τρόπο το θέμα της ανταλλαγής με τους 8 Τούρκους που έχουν ζητήσει πολιτικό άσυλο.
Μην ξεχνάμε ότι στη συνάντηση με τον Αλέξη Τσίπρα, στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ, ο Ταγίπ Ερντογάν έθεσε εμμέσως ζήτημα ανταλλαγής, κάτι που ήταν αδύνατο να αποδεχθεί η ελληνική πλευρά.
Μην ξεχνάμε επίσης ότι όλο αυτό τον καιρό η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε ιδέα για το ποια θα ήταν η στάση της τουρκικής πλευράς. Στις 19 Ιουλίου ο ίδιος ο Φώτης Κουβέλης δεν είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο να παραμείνουν στη φυλακή για όλο το 18μηνο της προφυλάκισής τους. Παράλληλα, οι Τούρκοι διέρρεαν ότι «κάτι υπάρχει στα κινητά τους», γεγονός που σήμαινε ότι θα μπορούσαν να τους κατηγορήσουν και για κατασκοπεία ή στην καλύτερη περίπτωση να μείνουν για δύο χρόνια στη φυλακή.
Ούτε πρέπει να ξεχνάμε ότι λίγες ημέρες πριν από την απόφαση του τουρκικού δικαστηρίου, ο ίδιος ο Πάνος Καμμένος, ο οποίος έσπευσε να πανηγυρίσει, να βάλει εικόνες της Παναγιάς, να ανάψει κεράκια και φυσικά να βάλει εαυτόν στο κάδρο των νικητών, ήταν αυτός που είχε επιτεθεί στον Ταγίπ Ερντογάν. Είχε πει ότι:«Θεωρώ ότι η σύλληψη των δύο στρατιωτικών ήταν προγραμματισμένη, προσχεδιασμένη και ήταν μία κίνηση την οποία είχαν ετοιμάσει οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις με εντολή του Ερντογάν προκειμένου να δημιουργήσουν το περιβάλλον εκείνο για να κάνουν την ομηρία που θα οδηγούσε στη συναλλαγή για τους οκτώ. Δεν θεωρώ ότι ήταν μία πράξη που έγινε κατά τύχη. Βρήκαν την ευκαιρία, μέσα σε μία νύχτα που είχε χιόνια σε μία περιοχή δύσκολη να κάνουν πράξη ένα προσχεδιασμένο σενάριο».
Αν ο κ. Καμμένος γνώριζε το παραμικρό για την απελευθέρωσή τους, ή είχε κάνει ο ίδιος κάτι σε διπλωματικό επίπεδο, δεν θα προέβαινε σε εμπρηστικές δηλώσεις τέτοιου τύπου.
Η αποκάλυψη των «Νέων»
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε την αποκάλυψη επιστολής της Αγκυρας προς τον πρόεδρο της Ευρωκοινοβουλίου, Αντ. Ταγιάνη με την οποία ζητούσε επίσημα την έκδοση των 8 Τούρκων και τη συνέδεε με τους Μητρετώδη και Κούκλατζη.
Η επιστολή που δημοσιεύτηκε από τα «Νέα»εστάλη στις 31 Μαΐου και με αυτήν η Τουρκία ζητά την έκδοση των οχτώ, ώστε να έχουν μια δίκαιη δίκη οι δύο Έλληνες στρατιωτικοί.
Την επιστολή υπέγραφεο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, Αχμέτ Μπεράτ Τζονκάρκαι αποτελεί ουσιαστικά την απάντησηστο ψήφισμα υπέρ της απελευθέρωσης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών του ευρωπαϊκού συμβουλίου.
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα,η Τουρκία ζητά από την Ελλάδα να εκδώσει αρχικά τους οχτώ και τότε,όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, δε θα προχωρήσει στην απελευθέρωση των Ελλήνων,αλλά διαβεβαιώνει ότι θα έχουν μια δίκαιη δίκη.
Και τις ημέρες της αποκάλυψης αυτής ο τούρκος ΥΠΕΞ, κ. Τσαβούσογλου είχε πει ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν κράτησε το λόγο του για την έκδοση των «8».
Στις 5 Ιουνίου, οαντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Μπεκίρ Μποζντάγ κατηγόρησε τον κ. Τσίπρα ότι δεν τήρησε την υπόσχεσή του και την Ελλάδα ότι «προστατεύει τρομοκράτες», και έφτασε στο σημείο να απειλήσει ότι οι τουρκικές αρχές θα βρουν τους αξιωματικούς «όπου και αν πάνε».
«Η Ελλάδα είναι χώρα που βασανίστηκε πολύ από τα πραξικοπήματα όπως η Τουρκία. Αναφορικά με την έκδοση εγκληματιών, υπάρχουν διεθνείς κανόνες. Ως μια χώρα που έχει πληρώσει μεγάλο τίμημα από τα πραξικοπήματα, πρέπει οι πραξικοπηματίες τρομοκράτες να επιστρέφονται στην Τουρκία. Η Ελλάδα προστατεύει τους γκιουλενιστές τρομοκράτες, οι οποίοι προέβησαν σε απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία. Το ελληνικό κράτος τούς έδωσε στήριξη. Εμείς ως Τουρκία δεν είναι δυνατόν να το αποδεχθούμε. Με κάποιες δηλώσεις που είχε κάνει στην Eλλάδα ο κύριος πρωθυπουργός της, αμέσως μετά το πραξικόπημα, είχαμε ένα θετικό κλίμα ότι αυτοί θα εκδοθούν στην Τουρκία. Ομολογουμένως είχαμε ελπίδες. Σκεφθήκαμε ότι ο κ. Τσίπρας κρατάει τον λόγο του. Αλλά στην πορεία είδαμε ότι, με την ενεργοποίηση των δικαστικών μηχανισμών, αυτοί οι πραξικοπηματίες δεν εκδόθηκαν. Σε αυτή την υπόθεση υπάρχει μια πολιτική κατεύθυνση», ανέφερε συγκεκριμένα ο κ. Μποζντάγ και πρόσθεσε: «Είναι δικό μας καθήκον και θα τους βρούμε, όπου και να πάνε, θα τους πακετάρουμε, θα τους επιστρέψουμε στην Τουρκία και θα τους παραδώσουμε στην τουρκική Δικαιοσύνη».
Η πραγματικότητα είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε παντελή άγνοια των προθέσεων της Αγκυρας, αν και ποτέ δεν εγκαταλείφθηκαν οι προσπάθειες σε διπλωματικό επίπεδο, με τον πρέσβη και τον πρόξενο να συνεχίζουν τις μυστικές επαφές.
Σημαντική είναι η συμβολή των ελλήνων και ευρωπαίων δικηγόρων που κράτησαν «ζεστό» το θέμα και πίεσαν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Οι λόγοι
Ενδεχομένως οι λόγοι για τηνξαφνική απόφαση να αφήσουν ελεύθερους τους δύο, τους οποίους θεωρούσαν μάλιστα οι Τούρκοι «άσο» στο μανίκι τους για να κρατούν «όμηρο» την ελληνική διπλωματία, να είναι διαφορετικοί από αυτούς που θέλουν να «επικοινωνήσουν» οι…πατέρες της νίκης.
Ο πρώτος και βασικότερος λόγος είναι οι δραματικές εξελίξεις με την τουρκική οικονομία και τη σύγκρουση Τραμπ με Ερντογάν. Οι πληροφορίες θέλουν τους Αμερικανούς να έχουν δώσει λίστα με 15 άτομα που κρατούνται στις τουρκικές φυλακές, μεταξύ των οποίων οι Μητρετώδης και Κούκλατζης, ο πάστορας Μπράνσον, γερμανοί πολίτες κ.λπ.
Είτε λοιπόν ο Ερντογάν κάνει «κωλοτούμπα» κι επιχειρεί προσέγγιση με τη Δύση, ανοίγοντας το δρόμο και για άλλες αποφυλακίσεις που ενδιαφέρουν την Ουάσιγκτον, είτε θέλησε να στείλει ένα ακόμη ηχηρό μήνυμα στον Τραμπ. Ότι δηλαδή απελευθερώνει δύο Ελληνες που αποδείχθηκε ότι δεν έκαναν κάποιο έγκλημα σε αντίθεση με τον πάστορα που κατηγορείται για τρομοκρατία και για συμμετοχή στο δίκτυο των Γκιουλενιστών.
Αν ο Ερντογάν θελήσει να έρθει σε σύγκρουση συνολικά με τη Δύση, τότε η κίνηση καλής θέλησης θα μείνει μέχρι εδώ. Αν στρίψει το τιμόνι για να γλιτώσει μια οικονομική κατάρρευση, θα κάνει τις κινήσεις που ενδείκνυνται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην πληγεί και το πολιτικό του γόητρο.
Ένας δεύτερος λόγος ίσως να σχετίζεται με την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που βρισκόταν η χώρα τα τελευταία δύο χρόνια, μετά το πραξικόπημα.
Ενας τρίτος λόγος, που σίγουρα η κυβέρνηση αρνείται κατηγορηματικά, είναι να έχει γίνει κάποιο είδος συναλλαγής με την Αγκυρα που αφορά τους μουφτηδες στη Θράκη. Μόλις πριν από μερικές ημέρες πέρασε από τη Βουλή η σχετική ρύθμιση για την εκλογή μουφτήδων, ρύθμιση που ικανοποίησε απόλυτα την Αγκυρα.
Σε καμιά περίπτωση, πάντως, η απελευθέρωση δεν είναι αποτέλεσμα πιέσεων από την Ευρώπη και την Ελλάδα. Μόνον οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να πράξουν κάτι τέτοιο και η συγκυρία ευνόησε τις θετικές εξελίξεις. Ισως η απελευθέρωση να δείχνει ότι ο Ερντογάν μπορεί να είναι πανίσχυρος στη χώρα του, αλλά βρίσκεται σε στρατηγικό αδιέξοδο στις σχέσεις του με τις άλλες χώρες.