Επιτέλους το πήρε απόφαση. Υστερα από πολλές προσκλήσεις, αρνήσεις και αναβολές, ο Τζέφρι Ευγενίδης θα επισκεφθεί στις 27 Σεπτεμβρίου την Ελλάδα –ας όψεται η διοργάνωση «Αθήνα 2018 – Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου» του Δήμου Αθηναίων, στο πλαίσιο της οποίας του απηύθυνε το αίτημα η αμερικανική πρεσβεία. Θα αφήσει λοιπόν για λίγο στην άκρη τη συγγραφή του νέου του βιβλίου και θα παραβεί την αρχή του να μην ταξιδεύει όσο γράφει. Αλλωστε, έχει ισχυρό κίνητρο για να προβεί σε αυτή την προσωπική ανατροπή. Στο πλαίσιο των υποχρεώσεών του στην Ελλάδα θα επισκεφθεί για πρώτη φορά και τη Θεσσαλονίκη. «Δεν έχω πάει ποτέ στη Βόρεια Ελλάδα και θέλω να δω πώς είναι από τοπογραφική και γεωγραφική άποψη. Με ελκύει και για ιστορικούς λόγους, καθώς όταν διαβάζεις για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πάντα συναντάς το όνομα της πόλης. Επίσης, γνωρίζω κάποιους έλληνες εβραίους των οποίων οι οικογένειες ζούσαν εκεί» διευκρινίζει για ποιους ακριβώς λόγους κάμφθηκαν οι αντιστάσεις του.
Μιλάμε όσο βρίσκεται εν μέσω μετακόμισης. Γιατί πρόσφατα πήρε άλλη μία, πολύ μεγαλύτερη, απόφαση. Αφήνει το Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϊ και επιστρέφει στη Νέα Υόρκη για να διδάσκει πλέον στο New York University (NYU). Ούτως ή άλλως, έχει αφήσει πίσω το τελευταίο του βιβλίο «Δελτία παραπόνων» (κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη), στο οποίο στρέφεται για πρώτη φορά στη μικρή φόρμα. Τρόπος του λέγειν, δηλαδή, καθώς το πρώτο διήγημα που έγραψε και περιλαμβάνεται στη συλλογή χρονολογείται ήδη από το 1988. Αυτό που επείγει αυτή τη στιγμή είναι το καινούργιο του πόνημα, για χάρη του οποίου είναι ζωτικής σημασίας να δει από κοντά όσα διαβάζει τόσα χρόνια στις εφημερίδες για την Ελλάδα της κρίσης. Γιατί ο 58χρονος Ευγενίδης έχει πάντα τις κεραίες του στραμμένες στην ειδησεογραφία της Ευρώπης. Στην Ελλάδα, αλλά και στην Τουρκία, καθότι εγγονός μεταναστών από την Προύσα της Μικράς Ασίας. «Ημουν από την αρχή καχύποπτος με τον Ερντογάν. Η προκατάληψή μου είχε τη ρίζα της στην ιστορία της οικογένειάς μου, αλλά απ’ ό,τι φάνηκε η ανησυχία μου για τις τακτικές του επιβεβαιώθηκε απ’ όσα έλαβαν χώρα τα τελευταία δέκα χρόνια στην περιοχή. Με την Ελλάδα αισθάνομαι αλληλεγγύη για όσα έχουν συμβεί. Εχω μια έγνοια για τη χώρα και δίνω προσοχή στα τεκταινόμενα, όπως κάνουν πολλοί Ελληνες της διασποράς».
Πάντα με εντυπωσίαζε η αμφίθυμη αντιμετώπιση της Ελλάδας από τους Ελληνες της διασποράς: από τη μία η άνευ όρων αποδοχή, αγάπη και έγνοια και από την άλλη η δριμεία κριτική για τη χώρα.
«Δεν με εκπλήσσει αυτό που λέτε, έχω γνωρίσει ανθρώπους με αυτό το προφίλ. Ο πατέρας μου αν ζούσε θα ήταν ανάμεσά τους. Οι γονείς του ήταν έλληνες μετανάστες και η μητρική του γλώσσα ήταν τα ελληνικά, αλλά όταν πήγε σχολείο έπρεπε να μάθει αγγλικά, να γίνει Αμερικανός και να ενσωματωθεί στην Αμερική. Γι’ αυτό και έγινε τελικά ένας αμερικανός πατριώτης, υπηρέτησε στον αμερικανικό Στρατό και στο Ναυτικό και όταν έφτασε στη μέση ηλικία δεν ενέκρινε την πολιτική της Ελλάδας στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70. Ο πατέρας μου ήταν πάντα με το μέρος της Αμερικής. Από την άλλη, παρέμενε Ελληνας. Εδινε ελληνικά ονόματα στις εταιρείες που δημιουργούσε, ένιωθε ότι ήταν Ελληνας και ότι η ελληνικότητά του αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς του. Μάλλον όμως ανήκει στην κατηγορία εκείνων των Ελλήνων της Αμερικής που έχουν ένα αίσθημα ανωτερότητας απέναντι στην πατρογονική χώρα ή που αισθάνονται ότι πρέπει να υιοθετήσουν συγκεκριμένες συμπεριφορές, αμιγώς αμερικανικές, και να επιτύχουν οικονομικά στη ζωή τους».
Πολλοί από τους Ελληνες της Ελλάδας, πάντως, σας θεωρούν «δικό μας συγγραφέα». Πώς αισθάνεστε όταν το ακούτε;
«Αισθάνομαι ότι δεν αξίζω να θεωρούμαι Ελληνας, από την άποψη ότι δεν μιλάω ελληνικά και ούτε μεγάλωσα στην Ελλάδα. Από την άλλη, βλέπω ότι η συνειδητότητα που έχω για την κληρονομιά μου παρεισφρέει στο έργο μου, μάλιστα κάποια πράγματα που γράφω στο νέο μου βιβλίο σχετίζονται με την «ελληνικότητά» μου. Είναι κομμάτι της ταυτότητάς μου, οπότε δεν είναι εντελώς άκυρος ο ισχυρισμός. Δεν είμαι ο μόνος ελληνομερικανός συγγραφέας. Πριν από λίγες εβδομάδες γνώρισα τον Ντέιβιντ Σεντάρις και μιλήσαμε για τη σύνδεσή μας με την Ελλάδα. Ξέρετε, είναι και ο Τζορτζ Σόντερς. Οι περισσότεροι δεν συνειδητοποιούν ότι είναι επίσης μισός Ελληνας, επειδή το όνομά του δεν είναι ελληνικό. Είμαστε εμείς οι τρεις και είναι μια αστεία σύμπτωση».
Τι ακριβώς γράφετε στο νέο σας βιβλίο;
«Είμαι ακόμη στην αρχή, αλλά γράφω ένα κεφάλαιο για το πώς βιώνει ένα αγόρι την επαφή του με την ανάγνωση των αρχαίων κειμένων και την ελληνική μυθολογία και Ιστορία. Πώς αρχίζει να αντιλαμβάνεται την ελληνικότητά του μέσα από τις αρχαίες πηγές και τον βαθύ σεβασμό των δασκάλων του γι’ αυτόν τον αρχαίο πολιτισμό. Εξετάζω τι σημαίνει να είσαι Αμερικανός, απόλυτα ξεριζωμένος όχι μόνο από την αρχαία Ελλάδα αλλά και από τη σύγχρονη, και τι διεργασίες ενεργοποιεί στο μυαλό σου όταν είσαι νέος και ευεπηρέαστος».
Πολύ αυτοβιογραφικό ακούγεται αυτό το κεφάλαιο.
«Ναι, είναι. Το βιβλίο που γράφω αυτή τη στιγμή είναι πολύ πιο αυτοβιογραφικό από τα προηγούμενα γιατί, όπως ξέρετε, τα περισσότερα βιβλία έχουν ένα έντονο αυτοβιογραφικό στοιχείο. Ψάχνεις να βρεις υλικό που σε ενδιαφέρει, σε ενεργοποιεί και διευκολύνει τη ροή στο κείμενό σου. Απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχεται, πηγαίνεις για να το αναζητήσεις».
Οπότε πώς βιώνατε όταν ήσασταν μικρός την επαφή με την Ελλάδα μέσα από τα κείμενα της αρχαίας γραμματείας;
«Στο γυμνάσιο και στο λύκειο αφιερώναμε πολύ χρόνο στους κλασικούς και στα αρχαία κείμενα, αλλά και στην αγγλική ποίηση που είναι εμπνευσμένη από την ελληνική μυθολογία. Συναντούσαμε την Ελλάδα μέσα από την ποίηση του Βύρωνα και του Πέρσι Σέλεϊ. Αυτά είναι τα θεμέλια της εκπαίδευσής μου. Χωρίς να το δικαιούμαι ή να το αξίζω, ως νεαρός Ελληνοαμερικανός πάντα αισθανόμουν μια κωμική υπερηφάνεια και μια συνάφεια με αυτόν τον πολιτισμό που είναι τόσο αγαπητός και σημαντικός για τη Δύση. Υπάρχουν δυνητικά κωμικά στοιχεία σε αυτή την ιστορία και σε αυτή την ταύτιση. Πάνω σε αυτό δουλεύω με το βιβλίο μου».
Ας έρθουμε λίγο και στο πρόσφατο βιβλίο σας, τη συλλογή διηγημάτων «Δελτίο παραπόνων». Αλήθεια, πώς διαφοροποιείται η διαδικασία συγγραφής όταν γράφει κανείς διηγήματα;
«Το διήγημα είναι πιο δύσκολο είδος από πολλές απόψεις. Εχεις λίγο χώρο για να δουλέψεις. Πρέπει να μπαίνεις στο κλίμα της ιστορίας και να βγαίνεις μέσα σε λίγο χρόνο. Ωστόσο, κάποιες από αυτές τις ιστορίες είναι αρκετά μεγάλες. Νομίζω ότι υπάρχουν δύο είδη διηγημάτων. Το ένα αναφέρεται σε ένα μικρό χρονικό διάστημα, μία ημέρα ή μία εβδομάδα, και υπαινίσσεται ένα μεγαλύτερο αφήγημα, ακόμη και μια ζωή. Το άλλο αναφέρεται σε μια ολόκληρη ζωή παραλείποντας τα πάντα εκτός από τα πιο σημαντικά γεγονότα. Οι πρώτες μου ιστορίες ανήκαν στην πρώτη κατηγορία και οι πιο ύστερες, αυτές που έγραψα μετά από τα μυθιστορήματά μου, ανήκουν στη δεύτερη. Αυτές τις τελευταίες, τις είχα στο μυαλό μου ως μυθιστορήματα που έπειτα συμπύκνωσα σε 30 ή 40 σελίδες».
Πάντως, αν πούμε ότι υπάρχει μια κοινή θεματική στα διηγήματα, αν θέλετε, αυτή αναμφίβολα είναι η ανθρώπινη αποτυχία. Ιδίως η αποτυχία των ανδρών να ανταποκριθούν στον ρόλο τους –ως πατέρες, γιοι, σύζυγοι και «κουβαλητές». Ηταν μια συνειδητή επιλογή;
«Πότε δεν έχω το μυαλό μου σε θεματικές όταν γράφω. Οι θεματικές και οι κατηγοριοποιήσεις συνηθίζονται στη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων και αποτελούν έναν τρόπο να μιλήσεις για ένα βιβλίο συμπυκνώνοντας το περιεχόμενό του σε μια απλουστευτική ιδέα. Μια ιστορία είναι σχεδόν πάντα για έναν άνθρωπο με ένα πρόβλημα και πράγματι μου έχει επισημανθεί ότι πολλές από αυτές τις ιστορίες αφορούν ανθρώπους, συχνά άνδρες, συχνά συζύγους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Αλλά μία από τις μεγάλες ιστορίες στη συλλογή έχει ως βασικούς της χαρακτήρες δύο γυναίκες».
Προφανώς αναφέρεστε στο διήγημα «Παραπονιάρες». Αληθεύει ότι είναι εμπνευσμένο από τη ζωή της μητέρας σας;
«Ναι, από μια μακρόχρονη φιλία που είχε με μια νεότερη γυναίκα. Μου πήρε πολλά χρόνια να γράψω αυτή την ιστορία. Η μητέρα μου είχε διαγνωστεί με άνοια προς το τέλος της ζωής της. Καθώς εξασθενούσε, θέλησα να διατηρήσω ανέπαφη την εικόνα της με αυτό το διήγημα, το οποίο ολοκλήρωσα λίγο προτού πεθάνει».
Ωστόσο, γιατί επανέρχεστε στα διηγήματά σας σε χαρακτήρες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα;
«Διότι στη ζωή μου τα χρήματα έρχονταν και παρέρχονταν. Η μητέρα μου μεγάλωσε σε ακραία φτώχεια. Ο πατέρας μου γεννήθηκε σε μια οικογένεια μεταναστών οι οποίοι αγωνίζονταν να τα βγάλουν πέρα. Στη διάρκεια της ζωής του, έκανε μια περιουσία και την έχασε. Με επηρέασε βαθύτατα. Γνωρίζω από πρώτο χέρι τι σημαίνει πτώχευση, τον συναισθηματικό και ψυχολογικό αντίκτυπο που επιφέρει, ιδίως μετά από καιρό αφθονίας».
Να υποθέσω ότι ο κόσμος στις ΗΠΑ έχει χάσει την πίστη του στις προοπτικές που υποτίθεται ότι πρόσφερε αυτή η χώρα;
«Πρόσφατα άκουσα στο ραδιόφωνο ότι τη δεκαετία του ’50 το ΑΕΠ των ΗΠΑ αντιπροσώπευε το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Είναι μια απίστευτη στατιστική. Μεγάλωσα σε μια εποχή που οι ΗΠΑ ήταν απόλυτα κυρίαρχες και με τεράστια αυτοπεποίθηση. Τότε έμοιαζε ότι αυτή θα είναι μια μόνιμη κατάσταση πραγμάτων. Οι περισσότεροι γονείς περίμεναν ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν μια καλύτερη ή έστω μια πιο άνετη ζωή από τους ίδιους. Αρκούσε να εργάζεται ένας γονιός για να συντηρεί την οικογένεια. Αυτό πλέον δεν ισχύει. Η ψαλίδα των ανισοτήτων έχει ανοίξει, ήδη απ’ όταν ήμουν παιδί. Ο πληθυσμός, σε γενικές γραμμές, δεν είναι πολύ υγιής, για ένα σωρό λόγους. Οι ψυχικές ασθένειες, η κατάθλιψη και η αγωνία βρίσκονται σε άνοδο, ιδίως στους νέους. Αυτά τουλάχιστον διαβάζεις στις εφημερίδες. Η εμπειρία μου ως καθηγητή πανεπιστημίου δεν συνάδει με αυτόν τον πεσιμισμό. Σύμφωνοι, διδάσκω σε ένα ακαδημαϊκό ίδρυμα της ελίτ, αλλά βλέπω ότι η νέα γενιά θέτει τα σωστά ερωτήματα για τη ζωή και εκφράζει έναν υγιή σκεπτικισμό. Και πάλι, δεν είναι ποτέ σοφό να είσαι πεσιμιστής από αντανακλαστική αντίδραση. Ο γάλλος πολιτικός στοχαστής Αλεξίς ντε Τοκβίλ περιέγραφε την «ισότητα των συνθηκών» στις πρώτες αμερικανικές κοινωνίες. Για να έχεις μια λειτουργική δημοκρατία πρέπει να διαφυλάσσεις αυτή την ισότητα και σήμερα στις ΗΠΑ κοντεύουμε να γίνουμε μια πλουτοκρατία. Αυτό είναι κάτι που μπορείς να αισθανθείς μέσα από τις ιστορίες του βιβλίου. Εχουν γραφτεί από έναν άνθρωπο που μεγάλωσε στο πρώτο είδος Αμερικής αλλά πλέον ζει σε μια χώρα που έχει γίνει το δεύτερο. Πολλά έχουν βελτιωθεί μέσα στα χρόνια, αλλά όχι οι ίσες ευκαιρίες».
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2017, λίγο καιρό αφότου είχε δει το φως της δημοσιότητας το σκάνδαλο Γουάινστιν. Πώς αντιδράσατε σε αυτή την είδηση; Ενα διήγημα του βιβλίου περιγράφει τη δυναμική ανάμεσα σε μια γυναίκα και στον φερόμενο βιαστή της.
«Η ιστορία «Εγκαιρη καταγγελία» είχε ολοκληρωθεί προτού δημοσιοποιηθούν οι αποκαλύψεις για τον Γουάινστιν. Η πλοκή βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, τα οποία μου είχε αφηγηθεί ένας φίλος και με οδήγησαν στη δική μου επινοημένη ιστορία. Είμαι σίγουρος ότι πλέον, μεσούντος του κινήματος «Me Τoo», είναι δύσκολο να τη διαβάσει κανείς ανεπηρέαστος από το υπάρχον κλίμα. Για εμένα η ιστορία αντιπροσωπεύει την απόπειρα από πλευράς μου να πάρω ένα κλισέ (τη δυναμική μεταξύ ενός μεγαλύτερου άνδρα με εξουσία και μιας νεότερης γυναίκας) και να το αναποδογυρίσω. Προσπάθησα να περιπλέξω την ηθική κρίση που απορρέει από αυτή τη δυναμική και όχι να την εξαφανίσω. Ο μεγαλύτερος άνδρας στην ιστορία συμπεριφέρεται με αποκρουστικό τρόπο και πληρώνει το τίμημα. Αλλά και η νεότερη γυναίκα δεν είναι άμοιρη ευθυνών, αν και μπορώ να πω ότι τη βρίσκω ηρωική μορφή παρ’ όλα αυτά. Η μυθοπλασία στα καλύτερά της πρέπει να αποπειράται να διευρύνει τη συμπόνια μας. Με την έννοια ότι δεν μοιάζει καθόλου με μια ιδεολογική διαμάχη».
Πιστεύετε ότι η μυθοπλασία θα επιζήσει από τα χτυπήματα που της έχει επιφέρει η διαρκής ροή πληροφορίας η οποία συγκλονίζει τον ψυχισμό του αναγνώστη;
«Ποιος το ξέρει; Κάθε Ελληνας, όπως και κάθε κάτοικος του Ντιτρόιτ, γνωρίζει πολύ καλά ότι τα ερείπια ασκούν μια μορφή εξουσίας και εκπέμπουν υπέρτατη ομορφιά. Καθώς η λογοτεχνία χάνει την πρωτοκαθεδρία της στον σύγχρονο πολιτισμό, νιώθω ακόμη πιο δεμένος μαζί της. Βαθιά μέσα μου πιστεύω ότι ένας πολύ ικανοποιητικός αριθμός ανθρώπων ζητεί απεγνωσμένα τη διαφωτιστική ακρίβεια, την ομορφιά των λέξεων, την ενσυναίσθηση και τη διαύγεια που μόνο η λογοτεχνία παρέχει. Ενα πράγμα που μου έχει μάθει η ζωή είναι να μη βιάζομαι να προβλέψω την καταστροφή. Ο Ελληνας μέσα μου σπεύδει να το κάνει, όπως επίσης σπεύδει να χορέψει μέσα στα ερείπια σαν τον Ζορμπά».
Η επίσκεψη του Τζέφρι Ευγενίδη στην Ελλάδα πραγματοποιείται με τη συνεργασία της διοργάνωσης «Αθήνα 2018 –Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου» του Δήμου Αθηναίων, της Πρεσβείας των ΗΠΑ, των Εκδόσεων Πατάκη και του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Ο Τζέφρι Ευγενίδης γεννήθηκε στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν το 1960. Το πρώτο του μυθιστόρημα «Αυτόχειρες Παρθένοι» (εκδ. Libro) εκδόθηκε το 1993 και τον εκτόξευσε αμέσως στη σφαίρα των σπουδαίων συγγραφέων και της mainstream αποδοχής χάρη στη νωχελική κινηματογραφική απόδοσή του από τη Σοφία Κόπολα. Το επόμενο βιβλίο του, «Middlesex: Ανάμεσα στα δύο φύλα» (εκδ. Libro), για την ερμαφρόδιτη Καλλιόπη Στεφανίδη κυκλοφόρησε το 2002 και του απέφερε πολλά βραβεία, ανάμεσά τους και το Πούλιτζερ. Δύο ιστορίες από το τελευταίο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Δελτία παραπόνων» (εκδ. Πατάκη), μπορούν να διαβαστούν και ως prequels παλαιότερων βιβλίων του. Από τη μία «Το χρησμικό αιδοίο» ήταν μέρος ενός προσχεδίου για το «Middlesex». Από την άλλη, το «Air Mail» έχει ως πρωταγωνιστή του έναν χαρακτήρα που θυμίζει πολύ τον Μίτσελ Γκραμάτικους από το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Σενάριο γάμου» (εκδ. Πατάκη) από το 2011.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Αυγούστου 2018.