Συνεργασίες με τα πιο διάσημα γαλλικά έντυπα (από την εφημερίδα «Le Monde» έως το σατιρικό περιοδικό «Charlie Hebdo»), μια φοβερά δημοφιλής σειρά κινουμένων σχεδίων («Silex and the City»), αλλά και η ανάληψη –εδώ και περίπου δύο χρόνια –της περίοπτης θέσης του σεναριογράφου των νέων ιστοριών του «Λούκυ Λουκ», έχουν καταστήσει τον σκιτσογράφο Ζιλιέν Μπερζό μεγάλη φίρμα στην πατρίδα του. Την ιδιαίτερα επιτυχημένη διαδρομή του –αξίζει να αναφερθεί πως είναι γνωστός με την καλλιτεχνική υπογραφή Jul (Ζιλ) –την οφείλει στο καυστικό χιούμορ και στη λοξή ματιά του. Πραγματικός φιλέλληνας από κούνια σχεδόν, ο 44χρονος δημιουργός βρέθηκε στην Υδρα πριν από μερικές ημέρες με αφορμή τα εγκαίνια της έκθεσής του «50 αποχρώσεις των Ελλήνων», που θα φιλοξενείται στο Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο του νησιού έως τις 31 Αυγούστου. Ο τίτλος δόθηκε από το νέο λεύκωμά του, μια έκδοση με πολύ σύγχρονες, ξεκαρδιστικές καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται οι ιδιαίτερα γνώριμοι σε εμάς ήρωες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Μιλήσαμε με τον δραστήριο καρτουνίστα για τη σχέση του με τη χώρα μας, για το μέλλον του «φτωχoύ και μόνου καουμπόη», αλλά και για την αξία τού να κάνεις τους ανθρώπους να προβληματίζονται γελώντας.
Είδα στην έκθεση τη χιουμοριστική εφημερίδα που φτιάχνατε μικρός με τίτλο «Ο αποχαλινωμένος Ζιλιέν». Πώς ασχοληθήκατε με το σκίτσο;
«Οι πιο πολλοί φίλοι μου όταν ήμουν μικρός είχαν κάποια είδωλα: αθλητές, ποδοσφαιριστές, ποπ τραγουδιστές. Οι δικοί μου ήρωες ήταν σκιτσογράφοι: ο τύπος που έφτιαχνε τον «Λούκυ Λουκ», ο τύπος που έφτιαχνε τον «Αστερίξ». Μου φαίνονταν τόσο αστείες οι ιστορίες τους που ήθελα να γίνω σαν αυτούς. Είχα μάλιστα τη δυνατότητα να έχω πολλά τέτοια περιοδικά, γιατί ο θείος μου ήταν πλανόδιος πωλητής, ταξίδευε σε όλη τη Γαλλία και τότε στα βενζινάδικα αν ξόδευες πάνω από 100 φράγκα σού έδιναν δώρο έναν τόμο με κόμικς. Ο θείος μου τα κρατούσε και τα χάριζε σε εμένα. Ετσι απέκτησα μια μεγάλη συλλογή. Τα πρώτα μου «Λούκυ Λουκ» έχουν μάλιστα επάνω τους τυπωμένο τον λογότυπο της εκδοτικής εταιρείας αλλά και τον λογότυπο της πετρελαϊκής εταιρείας».

Τι σας άρεσε τόσο σε αυτές οι ιστορίες; Μόνο το χιούμορ τους;
«Με ενέπνεαν πολύ, γι’ αυτό και ήθελα να δημιουργώ κι εγώ παρόμοιες. Από τη φύση μου είμαι αγχώδης χαρακτήρας, φοβικός σχεδόν. Στα τέλη των 70s και στις αρχές των 80s όλοι μιλούσαν για τον Ψυχρό Πόλεμο ή για την πυρηνική απειλή και αυτή η ιδέα με τρομοκρατούσε. Είχα σχεδιάσει εκατοντάδες πρότυπα για πυρηνικά καταφύγια. Το χιούμορ, οι καρικατούρες ήταν κάποιοι τρόποι να αντιμετωπίζω το στρες. Με το γέλιο κάπως απελευθερώνεσαι από αυτά που σε βασανίζουν. Ανακτάς τον έλεγχο της ζωής σου. Παίρνεις μια απόσταση από τα πράγματα και τα βλέπεις πιο καθαρά. Και πιστεύω ότι ο βασικός λόγος που ανταποκρίνονται τόσοι άνθρωποι στη δουλειά μου είναι γιατί μου μοιάζουν. Οταν αισθάνεσαι δυστυχισμένος, όταν βλέπεις την πολιτική εξουσία να αποτυγχάνει στον ρόλο της, όταν καταλαβαίνεις ότι το φυσικό περιβάλλον απειλείται σε τρομακτικό βαθμό, τι μπορείς να κάνεις; Να γελάσεις με τον εαυτό σου και να αισθανθείς λίγο πιο ελεύθερος. Αυτό μού συμβαίνει όταν σχεδιάζω αλλά και όταν διαβάζω κόμικς».

Πότε συνειδητοποιήσατε ότι μάλλον είχατε ταλέντο στο σκίτσο;
«Τα περισσότερα παιδιά ζωγραφίζουν. Από τη στιγμή όμως που μαθαίνουν να γράφουν αφοσιώνονται σε αυτό και ασχολούνται ολοένα και λιγότερα με το σχέδιο. Εγώ δεν σταμάτησα ποτέ να σχεδιάζω. Στο σχολείο, παρ’ όλο που ήμουν καλός μαθητής, περνούσα τις ώρες στην τάξη φτιάχνοντας καρικατούρες των καθηγητών με αστείες λεζάντες, τις φωτοτυπούσα στο γραφείο των γονιών μου και την επομένη τις πουλούσα στους συμμαθητές μου. Ημουν δηλαδή ένας εκκολαπτόμενος Ρούπερτ Μέρντοκ ήδη από τα 10 μου. Ηθελα πάντως να μοιράζομαι ό,τι δημιουργούσα, να το δείχνω. Και μάλλον η ασχολία μου αυτή έκανε καλό και στην υγεία μου, διότι στην εφηβεία, στην ηλικία που αρχίζεις να καπνίζεις ή να κάνεις επικίνδυνα πράγματα για να φανείς πιο κουλ, ήμουν ο αστείος τύπος με τα καρτούν ούτως ή άλλως, ήμουν αποδεκτός δηλαδή, και δεν χρειάστηκε να βάλω τσιγάρο στο στόμα μου».
Πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε επαγγελματικά με το σκίτσο;
«Εχω κάνει σπουδές Ιστορίας. Δίδασκα μάλιστα Κινέζικη Ιστορία στο πανεπιστήμιο, δημοσιεύοντας παράλληλα πολιτικά καρτούν σε εφημερίδες, και στα 24 μου παραιτήθηκα από αυτή τη θέση βάζοντας στοίχημα με τον εαυτό μου ότι θα κατάφερνα να ζήσω από τα σκίτσα. Δεν ήταν όμως ουρανοκατέβατη η απόφασή μου, ήμουν ήδη εξωτερικός συνεργάτης σε κάποια έντυπα. Η Γαλλία και το Βέλγιο είναι βεβαίως χώρες με κουλτούρα στο κόμικ, θέλω να πω πως υπήρχε έτοιμο κοινό και μεγάλη αγορά. Αν ήμουν Ελληνας ή Βρετανός, δεν ξέρω αν θα ήταν εύκολα τα πράγματα».
Η πραγματικά μαζική αποδοχή ήρθε το 2012 με το «Silex and the City». Την περιμένατε αυτή την επιτυχία;
«Ηλπιζα ότι θα συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος. Ημουν μεγάλος θαυμαστής της σειράς «The Simpsons», και των «Flintstones» παλαιότερα, και θέλησα να συνδυάσω αυτές τις δύο επιρροές αλλά με πιο πολιτικό, πιο σατιρικό και πιο οξύ χιούμορ. Το πόνημά μου έφτασε βέβαια σε πολύ μεγαλύτερο κοινό όταν έγινε σειρά κινουμένων σχεδίων από το κανάλι Arte. Αυτή την περίοδο ετοιμάζουμε μια ταινία μεγάλου μήκους «Silex and the City» που θα προβληθεί στα σινεμά. Είμαι πολύ περίεργος να δω πώς θα προχωρήσει αυτή η ιστορία. Εχουν όμως πουληθεί ήδη 500.000 αντίτυπα των αντίστοιχων βιβλίων».
Την εμπλοκή σας με τον «Λούκυ Λουκ» την επιδιώξατε εσείς;
«Ηταν μια μεγάλη τιμή και αποκλειστικά μια απόφαση του εκδοτικού οίκου. Ηθελαν να φρεσκάρουν τον «Λούκυ Λουκ», να κάνουν μια νέα αρχή. Θεωρούσαν ότι απευθύνεται πιο πολύ στα παιδιά και χρειάζονταν κάποιον που να το συνεχίσει αυτό αλλά κατορθώνοντας να αγγίζει και τους ενηλίκους, ήθελαν να υπάρχουν περισσότερα επίπεδα αντίληψης, μια πιο κοφτερή ματιά. Οποιοσδήποτε στη θέση μου θα έλεγε φυσικά «ναι» σε αυτή την πρόταση. Μιλάμε για ένα τεράστιο brand, με περισσότερα από 70 χρόνια ιστορίας, πωλούνται εκατομμύρια τεύχη σε όλον τον κόσμο. Μαζί με τον «Αστερίξ» και τον «Τεν Τεν» είναι τα τρία πιο αναγνωρίσιμα ευρωπαϊκά καρτούν. Η πρώτη ιστορία που έγραψα για τον «Λούκυ Λουκ» είχε τίτλο «La Terre promise» («Η Γη της Επαγγελίας»). Στην πρώτη συνάντηση την περιέγραψα ως «Ο Λούκυ Λουκ και οι Εβραίοι» και αυτό τρόμαξε, όπως καταλαβαίνετε, τους εκδότες, κι ας έχουν περάσει διάφορες εθνότητες από τις σελίδες με τις περιπέτειές του: οι Κινέζοι, οι Ιταλοί, οι Ιρλανδοί. Πολλοί θεωρούν σήμερα ότι δεν μπορείς να κάνεις πλάκα με συγκεκριμένες κοινότητες. Ηταν μια πρόκληση που πέτυχε, διότι δεν θέλαμε να προσβάλουμε κανέναν. Ο γνωστός μοναχικός καουμπόης συνοδεύει μια εβραϊκή οικογένεια από την Ευρώπη που μεταναστεύει στην Αγρια Δύση».
Θα ταράξετε και στο επόμενο τεύχος τα νερά, αφού ο Λούκυ Λουκ μεταφέρεται για πρώτη φορά εκτός αμερικανικής ηπείρου…
«Ναι. Πρώτη φορά θα διασχίσει τον Ατλαντικό. Το επόμενο σενάριο βασίζεται στην πραγματική ιστορία της κατασκευής του Αγάλματος της Ελευθερίας στη Γαλλία και της μεταφοράς του στις ΗΠΑ. Ο Λούκυ Λουκ βρίσκεται σε ρόλο προστάτη, «σωματοφύλακα» του Αγάλματος, και του συμβαίνουν φυσικά διάφορα ευτράπελα».
Ποιος ήταν ο αγαπημένος σας χαρακτήρας από τον «Λούκυ Λουκ» όταν ήσασταν παιδί;
«Οταν είσαι μικρός, σου αρέσουν οι κακοί τύποι, έτσι αγαπούσα πολύ τους Ντάλτον. Είχα και αδελφούς, είχαμε διαφορά ύψους, οπότε μας ήταν εύκολο να ταυτιστούμε πότε με τον Τζο και πότε με τον Γουίλιαμ, τον Τζακ ή τον Αβερελ».
Οταν σας πρότειναν να γίνετε ο νέος σεναριογράφος αυτού του θρύλου, φοβηθήκατε ότι το φορτίο θα ήταν ίσως δυσβάστακτο;
«Κι όμως, ήταν πραγματικά εύκολο για εμένα, γιατί κατά κάποιον τρόπο προετοιμαζόμουν για αυτό όλη μου τη ζωή. Οταν είσαι παιδί και είσαι πολύ παθιασμένος με κάτι –φαντάζομαι πως συμβαίνει και με τα σημερινά παιδιά και τον «Χάρι Πότερ» -, φτιάχνεις κι εσύ συνεχώς τις δικές σου ιστορίες. Ηταν λοιπόν σαν να ήμουν έμπειρος. Δεν επρόκειτο ουσιαστικά για την πρώτη μου ιστορία με ήρωα τον Λούκυ Λουκ αλλά για την εκατοστή. Και γνώριζα πολύ καλά το πλαίσιο. Το μόνο που έπρεπε να σιγουρευτώ ότι πέτυχα ήταν ο ρυθμός και η συνοχή. Είχα ωστόσο από την αρχή τη σιγουριά ότι μπορούσα να αναλάβω αυτή την ευθύνη».
Η σχέση σας με την Ελλάδα πώς δημιουργήθηκε;
«Ερχόμουν πολύ συχνά από τα 10 μου χρόνια. Συχνά περισσότερες από μία φορές τον χρόνο, και επομένως έπαψα γρήγορα να βλέπω τη χώρα σαν τουρίστας. Γνώρισα τους φίλους των φίλων που είχα κάνει εδώ, έβλεπα τους συγγενείς τους, την καθημερινότητά τους. Επίσης, δεν έχω ταξιδέψει μόνο στα νησιά και στα διάσημα μέρη της Ελλάδας, έχω δει και άλλες, συχνά άσχημες, πόλεις της επαρχίας. Παρακολουθούσα στενά και τις πολιτικές εξελίξεις όλον αυτόν τον καιρό. Πριν από λίγα χρόνια, την τελευταία, βασικά, φορά που πέρασα κάποιες ημέρες στην Αθήνα, μου συνέβη το εξής: Καθόμουν σε ένα café και έβλεπα να στήνουν μια σκηνή. Νόμιζα ότι ετοιμάζονταν για συναυλία ή για κάποια επίδειξη παραδοσιακών χορών, όμως τελικά ήταν συγκέντρωση της Χρυσής Αυγής. Ολοι αυτοί οι τύποι με τους φουσκωμένους μυς, τα ξυρισμένα κεφάλια και τα μαύρα μπλουζάκια με τους μαιάνδρους άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα και να υψώνουν τις γροθιές τους. Ηταν σοκαριστικό. Την ίδια περίοδο η πόλη είχε γεμίσει πρόσφυγες. Θυμάμαι να σκέφτομαι ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά στην Ελλάδα. Αυτά τα λέω για να εξηγήσω ότι έχω μια πιο συνολική εικόνα για τη χώρα σας».
Υπάρχει κάτι που να σας ξαφνιάζει εδώ ακόμα και ύστερα από τόσα χρόνια;
«Πέρα από το ειδυλλιακό τοπίο, την απίστευτη φυσική ομορφιά, υπάρχει το λαογραφικό στοιχείο που με γοητεύει πάρα πολύ. Γενικώς βρίσκω πολύ ενδιαφέροντες τους πολιτισμούς που δίνουν έμφαση στη μουσική και στη χορευτική παράδοση. Αυτό που γίνεται στην Ελλάδα, το ότι σε μια ταβέρνα ένας θα πιάσει το τραγούδι και σε λίγη ώρα θα τραγουδάει και θα χορεύει όλο το μαγαζί –κι ας είναι άγνωστοι μεταξύ τους –δεν θα συνέβαινε ποτέ στη Γαλλία. Δεν μοιραζόμαστε μια τόσο κοινή, αναγνωρίσιμη ρίζα. Το θαυμάζω πολύ αυτό. Διαπερνά τις τάξεις, τις γενιές και τους κοινωνικούς διαχωρισμούς».
Εχετε συνεργαστεί πολλάκις με το «Charlie Hebdo», που έγινε στόχος τζιχαντιστών τον Ιανουάριο του 2015. Ποια είναι η στάση σας απέναντι στην τρομοκρατία;
«Η αίσθησή μου είναι ότι δεν θα πρέπει να τους αφήσουμε να νικήσουν. Ο τρόμος είναι ένα δυνατό συναίσθημα, ίσως να μην μπορείς να το αποφύγεις, αλλά πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην επηρεάζουν αυτά τα γεγονότα την καθημερινότητα και τη ζωή μας. Γιατί τότε οι τρομοκράτες θα έχουν πετύχει τον σκοπό τους».

Γενικώς, πιστεύετε ότι τα πράγματα θα πάνε καλά;
«Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος. Πάντα νομίζω ότι οδεύουμε στο χάος και στην καταστροφή. Ανήκω ωστόσο στην κατηγορία των ανθρώπων που είναι γενικώς πεσιμιστές, όμως στην καθημερινότητά τους έχουν μια θετική στάση απέναντι στη ζωή και τελικά καταφέρνουν να δημιουργούν και να προχωράνε μπροστά».

Η μυθολογία του Jul

Η έκθεση του Jul «50 Αποχρώσεις των Ελλήνων» εγκαινιάστηκε στο πλαίσιο της Γαλλικής Εβδομάδας που διοργάνωσε ο Δήμος της Υδρας με την πολύτιμη βοήθεια του ζωγράφου Αλέξη Βερούκα. Στο Ιστορικό Αρχείο-Μουσείο του νησιού εκτίθενται σκίτσα από το νέο του λεύκωμα με τίτλο «50 Nuances de Grecs» (εκδ. Dargaud) που συνδυάζει χιουμοριστικά comic strips, στα οποία πρωταγωνιστούν ήρωες από την ελληνική μυθολογία ή τα ομηρικά έπη, με επιμορφωτικά κείμενα σχετικά με τους αρχαίους μύθους. Σε μια ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα προβάλλονταν μάλιστα, σε παγκόσμια πρεμιέρα, στιγμιότυπα από την ομώνυμη σειρά κινουμένων σχεδίων που θα αρχίσει να προβάλλεται τον Σεπτέμβριο στο γαλλικό κανάλι τέχνης και πολιτισμού Arte. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα φύλλα της σατιρικής εφημερίδας που σχεδίαζε ο Jul μικρός, τα οποία είχε φυλάξει η οικογενειακή του φίλη Θεοδώρα Σωτηροπούλου που τον γνωρίζει από τα 10 του χρόνια, τότε που επισκεπτόταν την Υδρα με τους γονείς και τα αδέλφια του για διακοπές.

Οι «50 αποχρώσεις των Ελλήνων» πώς προέκυψαν;
«Μετά την ενασχόλησή μου με την προϊστορία, όπου χρησιμοποίησα ένα παλιό σκηνικό για να σχολιάσω τη σημερινή κοινωνία – τη Γαλλία του Σαρκοζί αρχικά και του Μακρόν αργότερα –, η αρχαία Ελλάδα μού φάνηκε πολύ προφανές επόμενο βήμα γιατί ήθελα να ξεφύγω από τα στενά όρια τη χώρας μου και να κάνω πανανθρώπινες παρατηρήσεις. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία όλα τα θέματα είναι ήδη εκεί, υπάρχουν εμβληματικοί χαρακτήρες, αρχέτυπα, που ενσαρκώνουν κάθε πιθανή ανθρώπινη συμπεριφορά και συνθήκη. Ετσι είναι πολύ εύκολο να κάνεις συνδέσεις με το σήμερα».

Ποιος είναι ο αγαπημένος σας αρχαίος ήρωας;
«Ο Δαίδαλος. Τον θαυμάζω γιατί είναι απίστευτα έξυπνος, κουβαλάει ωστόσο και μια τραγική διάσταση. Αποτελεί κατά την άποψή μου πρόδρομο των σύγχρονων επιστημόνων – ένας ιδιοφυής άνθρωπος που κατασκευάζει απίθανα πράγματα, τα οποία μπορούν, ανάλογα με τον τρόπο που θα χρησιμοποιηθούν, να έχουν πολύ άσχημες, καταστροφικές συνέπειες».

Από τον Μορίς στον Jul

Ο «Λούκυ Λουκ» δημιουργήθηκε το 1946 από τον βέλγο σκιτσογράφο Μορίς (κατά κόσμον Μορίς ντε Μπεβέρ), ο οποίος σχεδίαζε και έγραφε μόνος του το κόμικ μέχρι το 1955, τη χρονιά δηλαδή που αποφάσισε να χρησιμοποιεί και άλλους σεναριογράφους – ξεκινώντας από τον δημιουργό του «Αστερίξ», Ρενέ Γκοσινί. Ο Μορίς πέθανε το 2001. Από τον θάνατό του και μέχρι σήμερα τις περιπέτειες του «φτωχού και μόνου καουμπόη» σχεδιάζει ο γάλλος καλλιτέχνης Achdé (Ερβέ Νταρμεντόν). Μέχρι πριν από δύο χρόνια από τη θέση του σεναριογράφου είχαν περάσει ο Λοράν Γκερά, ο Ντανιέλ Πενάκ και ο Τονίνο Μπενακίστα. Τον Νοέμβριο του 2016 έγινε γνωστό πως με αφορμή τα 70ά γενέθλια του διάσημου ήρωα τη συγγραφή των σεναρίων θα αναλάμβανε ο δημοφιλής και πολυβραβευμένος γάλλος σκιτσογράφος Jul. Ο τόμος «La Terre promise» έχει ήδη κυκλοφορήσει με μεγάλη επιτυχία, ενώ σε μερικούς μήνες αναμένεται το τεύχος «Un cow-boy à Paris».
«50 αποχρώσεις των Ελλήνων»: Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Υδρας, έως τις 31 Αυγούστου.



* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Αυγούστου 2018.