Eπιμέλεια Bασίλης Δανέλλης, Γιάννης Ράγκος.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018,
σελ. 432, τιμή 18 ευρώ
Το βιβλίο Βalkanoir περιέχει είκοσι ένα αστυνομικά διηγήματα από χώρες των Βαλκανίων: Ελλάδα, Βουλγαρία, Κροατία, Ρουμανία, Σερβία, Σλοβενία και Τουρκία. Οι δύο επιμελητές, ο Βασίλης Δανέλλης και ο Γιάννης Ράγκος, προσπάθησαν να προσεγγίσουν άγνωστους στην Ελλάδα συγγραφείς και ανακάλυψαν φλέβες χρυσού. Η πρωταρχική ιδέα τους ήταν να συγκεντρώσουν σε έναν τόμο, για πρώτη φορά στα εκδοτικά χρονικά, βαλκανικά αστυνομικά διηγήματα. Ετσι, εντόπισαν συγγραφείς, αυτοί έγραψαν από ένα διήγημα και στο τέλος διαπίστωσαν με ανακούφιση, όπως τονίζουν, πως το αποτέλεσμα ήταν θετικό και επιβράβευσε την απόφασή τους να ασχοληθούν με το θέμα.
Τα διηγήματα του τόμου καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα υποειδών της αστυνομικής λογοτεχνίας, από το «ορθόδοξο» της αγγλικής σχολής («Ποιος έκανε το έγκλημα») και το σκληρό αμερικανικού τύπου, έως το ερωτικό και το πολιτικό θρίλερ. Η Ελλάδα έχει την τιμητική της στον τόμο καθώς τα πρώτα διηγήματα είναι ελληνικά, γραμμένα από τον Ανδρέα Αποστολίδη, τον Βασίλη Δανέλλη και τον Γιάννη Ράγκο. Ο πρώτος έγραψε μια ιστορία («Εγώ είμαι ο ένοχος»), με έναν αφηγητή, ένα έγκλημα με θύμα κάποιον ηλικιωμένο, έναν μυθομανή δράστη, έναν ναρκομανή κλέφτη και μια μοιραία γυναίκα. Ο δεύτερος αφηγείται την ιστορία («Δείξε μου τον δρόμο») ενός άνδρα ο οποίος ερωτεύεται μια άγνωστη γυναίκα, την παρακολουθεί και μπλέκει άσχημα. Ο τρίτος μιλάει («18η Μπρυμαίρ») για τα Εξάρχεια και την ακραία κατάσταση που βιώνουν εκεί οι κάτοικοι της περιοχής, ενώ ένας αξιωματικός της Αστυνομίας ετοιμάζεται να κάνει κάτι τρομακτικό που θα βάλει τέρμα στην ανομία.
Αν αφαιρέσουμε ένα ή δύο διηγήματα που ασχολούνται με τετριμμένα θέματα και δεν προσφέρουν τίποτα στο εγχείρημα, τα υπόλοιπα είναι υψηλού έως πολύ υψηλού επιπέδου και συναγωνίζονται επάξια διηγήματα που έχουν γραφτεί από μετρ του είδους. Θα ξεχωρίσουμε τέσσερα τα οποία τελειώνουν με μια ανατροπή. Το πρώτο, το «Οταν ο άγγελος και ο διάβολος τσακώνονται για σένα», είναι του Βούλγαρου Αντρέια Ιλιεφ. Σε αυτό, ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής διαθέτει μια ελκυστική προσωπικότητα. Ακόμα και στη φυλακή τον τρέμανε όλοι, οπότε επιλέγει να γίνει επαγγελματίας δολοφόνος. Ωσπου διαπιστώνει πως η κρίση του για ορισμένους ανθρώπους είναι εσφαλμένη κι αυτό θα το πληρώσει. Το δεύτερο, το «Η ελαφίνα», είναι του Σέρβου Τζόρτζε Μπάγιτς. Εδώ, υπάρχουν συμμορίες και κακοποιοί, ενώ τον κύριο ρόλο τον παίζει η σύζυγος ενός δολοφονημένου, η οποία στο δικαστήριο αρνείται να κατονομάσει τον δράστη. Το τρίτο και το τέταρτο είναι των Τούρκων Σουπχί Βαρίμ («Νύχτα γάμου») και Τζενκ Τσαλισίρ («Χωρίς ταυτότητα»). Στο ένα, πατέρας σκοτώνει τον άντρα που εγκατέλειψε την έγκυο κόρη του, στο άλλο, δημοσιογράφος υποδύεται τον άστεγο για να ξεσκεπάσει το κύκλωμα που στρατολογεί τζιχαντιστές.
Σχεδόν όλοι οι συγγραφείς κάνουν αναφορές στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα της χώρας τους. Αξίζει τον κόπο να διαβάσουμε τις εισαγωγές που αναφέρονται σε κάθε χώρα χωριστά, γραμμένες από συγγραφείς, κριτικούς και καθηγητές. Για τη Βουλγαρία πληροφορούμαστε πως οι συγγραφείς επιμένουν στον ρεαλισμό, ενώ μερικοί εξ αυτών είναι επαγγελματίες αστυνομικοί. Για την Κροατία μαθαίνουμε πως η αστυνομική λογοτεχνία που ασχολείται με τη νέα κοινωνική πραγματικότητα είναι δημοφιλής. Για τη Ρουμανία αντλούμε την πληροφορία πως η αστυνομική λογοτεχνία θεωρείται υποδεέστερη από τη λογοτεχνική κριτική. Για τη Σερβία διαβάζουμε ότι το αστυνομικό είδος είναι υποτιμημένο και επιπλέον δεν πουλάει.
Για τη Σλοβενία μαθαίνουμε πως το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν είναι συνηθισμένη επιλογή για τους συγγραφείς. Για την Τουρκία τα πράγματα είναι διαφορετικά, καθώς στη χώρα υπάρχει παράδοση στο είδος και η αστυνομική λογοτεχνία είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένη. Οι δύο επιμελητές του τόμου συμπεραίνουν πως τα εκδιδόμενα έργα στα Βαλκάνια δεν διαθέτουν αφηγηματική ομοιομορφία, ούτε ακολουθούν σταθερή φόρμα και άρα δεν μπορούμε να μιλήσουμε για βαλκανική σχολή αστυνομικής λογοτεχνίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ