Θωμάς Κοροβίνης
Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν
Εκδόσεις Αγρα, 2018
σελ. 328, τιμή 18 ευρώ
Η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917 κράτησε 32 ώρες, εξαφάνισε από προσώπου γης καταστήματα, δημόσια αρχεία, χώρους διασκέδασης, ιδρύματα των μεγάλων θρησκευτικών κοινοτήτων, καθώς κι ένα μεγάλο μέρος της εβραϊκής συνοικίας, και υπήρξε η αφορμή για να αλλάξει ριζικά ο χαρακτήρας της πόλης τόσο στο επίπεδο της ρυμοτομίας όσο και στο επίπεδο της πληθυσμιακής σύνθεσης. Η δράση στο καινούργιο μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη κρατάει όσο και η πυρκαγιά (άλλο αν με τις χρονικές της εξακτινώσεις προχωρεί αρκετά μέσα στον 19ο αιώνα) και σκοπός της είναι να ξεδιπλώσει την ιστορία ενός σφοδρού έρωτα: του έρωτα ανάμεσα στον Ασλάν Καπλάν, έναν Τουρκαλβανό σπάνιας ρώμης και ομορφιάς, και στη Σαλώμη, μια σαγηνευτική Σεφαραδίτισσα που τραγουδάει σε καφέ αμάν.
Οι δύο ήρωες του Κοροβίνη δεν είναι ακριβώς μυθιστορηματικά πρόσωπα. Κινούνται περισσότερο στη γραμμή του θρύλου, εξυπηρετώντας με τα διογκωμένα χαρακτηριστικά τους τη μελοδραματική κορύφωση της πλοκής (κάτι ανάμεσα σε τίγρη και λιοντάρι ο Ασλάν Καπλάν, όπως το δηλώνει το στιβαρό του όνομα, ένα επικίνδυνο θηλυκό η Σαλώμη, όπως το υπαινίσσεται η εβραϊκή της καταγωγή). Λέγοντας «μελοδραματική κορύφωση της πλοκής», εννοώ τα υψηλά φορτισμένα αισθήματα που μπορεί να φτάσουν, όπως και φτάνουν, μέχρι τον αφανισμό και τον θάνατο (δεν κάνει άλλωστε τυχαία λόγο ο συγγραφέας στον υπότιτλό του για «λαϊκό ρομάντζο»). Γύρω πάντως από τις δύο σχεδόν μυθικές φιγούρες του η αφήγηση θα απλώσει ένα πολυώνυμο δίχτυ επικουρικών χαρακτήρων που αποτυπώνουν με ιδιαίτερη ενάργεια και ζωντάνια τις τρεις κοινωνικές και εθνοτικές συνιστώσες της Θεσσαλονίκης στην καρδιά του Εθνικού Διχασμού και υπό το βλέμμα των στρατιωτικών μονάδων της Αντάντ.
Τούρκοι, Εβραίοι και Ελληνες συνυπάρχουν στον Θρύλο του Ασλάν Καπλάν, με τον τρόπο που συνυπάρχουν πάντοτε στο ίδιο πεδίο τα διαφορετικά πολιτισμικά μορφώματα (όχι οι κλειστές και απομονωμένες πολιτισμικές κυψέλες): με τις οικονομικές τους ανισότητες, με τις ετερογενείς ιστορικές τους ρίζες, με τις ασύμπτωτες αποβλέψεις και προσδοκίες τους, αλλά και με όλα όσα μπορούν να ενώσουν τους ανθρώπους όταν μοιράζονται την ίδια πόλη μαζί με το εμπόριο και τον τρέχοντα βίο της: από τα καφενεία, τα εστιατόρια και τους τεκέδες, μέχρι τα χαμάμ, τα μαγαζιά και τους οίκους ανοχής. Και την αντιθετική αυτή συνύπαρξη έρχεται να τονίσει έτι περαιτέρω (όπως και να ποικίλει) η γλωσσική πανδαισία που στολίζει τις σελίδες του Κοροβίνη (ευτυχώς χωρίς να τις επιβαρύνει φιλολογικά): ακούσματα από ελληνικά, τούρκικα, σεφαραδίτικα αλλά και αλβανικά, γαλλικά και ιταλικά.
Το σημαντικότερο όμως στο βιβλίο είναι κάτι άλλο: η σχέση όλων των πληθυσμών της πόλης με την πυρκαγιά. Ο Κοροβίνης εικονογραφεί με τα ενδεδειγμένα χρώματα τον φόβο και τον πανικό καθώς οι φλόγες κατατρώγουν ό,τι βρίσκεται μπροστά τους, δεν ξεχνά όμως ποτέ πως ακόμα και στις χειρότερες ώρες του το ανθρωπομάνι μιας μεγαλούπολης δεν μπορεί να παραμερίσει τις πάγιες βιοτικές του μέριμνες: τις έχθρες και τις φιλίες του, τα συμφέροντα και τις διασκεδάσεις του, τα τραγούδια του (κυρίως τα τραγούδια του) αλλά και τον αχό των πολιτικών και των εθνικών συγκρούσεων που συχνά καταλαμβάνουν μια περίοπτη θέση στην καθημερινότητα. Μια πυρκαγιά λοιπόν που καταστρέφει οικισμούς και υποδομές χωρίς να είναι σε θέση να σταματήσει ούτε για ένα λεπτό το ακατάσχετο ρεύμα της ζωής. Πολλώ δε μάλλον που η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης (κι εδώ ο Κοροβίνης δικαιώνει όπως απαιτείται τη δραματουργία του) δεν είχε ούτε ένα ανθρώπινο θύμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ