Πύργοι που ανυψώνονται στον ουρανό. Λεπτές κατασκευές από γυαλί. Στιβαροί όγκοι οπλισμένου σκυροδέματος. Κτίρια με παράδοξες απολήξεις σε εξίσου παράδοξα σχήματα. Η έκθεση «Toward a Concrete Utopia: Architecture in Yugoslavia, 1948-1980» που άνοιξε στο Museum of Modern Art της Νέας Υόρκης και θα διαρκέσει έως τις 13 Ιανουαρίου 2019 αποτελεί μια πανδαισία μοντερνιστικών δοκιμών σε αστικό περιβάλλον.
Δεν προέρχεται ωστόσο από τις καινοτόμες μέρες του Μπάουχαους, δεν συνοψίζει τα επιτεύγματα του κονστρουκτιβισμού, δεν διατυμπανίζει τις εγνωσμένες αρετές του αμερικανικού μοντερνισμού. Η προέλευσή της είναι πολύ πιο απροσδόκητη, εφόσον, όπως προσδιορίζει ο τίτλος της, εστιάζει στην αρχιτεκτονική της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας στα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Εκατοντάδες σχέδια, προπλάσματα, πρότυπα και φωτογραφίες (οι περισσότερες από τις οποίες ελήφθησαν ειδικά για τις ανάγκες της συγκεκριμένης εκδήλωσης από τον φωτογράφο Βάλεντιν Τζεκ) παρουσιάζουν την αρχιτεκτονική της χώρας ως ένα εργαστήριο πειραματισμού.
Φιλοδοξία της έκθεσης, σύμφωνα με τους επιμελητές Μαρτίνο Στίρλι και Βλαντίμιρ Κούλιτς, δεν είναι η απλή γνωριμία με την άγνωστη στο ευρύ κοινό δημιουργική φλέβα των πρωταγωνιστών της, αλλά η ανατροπή της δυτικής ορθοδοξίας που θέλει τη μοντέρνα αρχιτεκτονική υπόθεση αποκλειστικά των Αμερικανών και των Ευρωπαίων.
Η επιλογή του 1948 ως αφετηρίας της έκθεσης δεν είναι τυχαία. Σηματοδοτεί τη ρήξη του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο με τον Στάλιν, πολιτική επιλογή που δημιούργησε σχίσμα στο ενιαίο και αδιαίρετο μέχρι τότε κομμουνιστικό στρατόπεδο και απελευθέρωσε πολιτικά και πολιτισμικά τη Γιουγκοσλαβία. Ανοικτή έκτοτε στις επαφές με τη Δύση, η χώρα καλωσόριζε στις δαλματικές ακτές σημαντικό αριθμό τουριστών μαζί με το υπερπολύτιμο για την αποσυνδεδεμένη από τις χορηγίες της Σοβιετικής Ενωσης οικονομία της συνάλλαγμά τους.
Στις επόμενες δεκαετίες, η γιουγκοσλαβική εκδοχή του υπαρκτού σοσιαλισμού υπήρξε σαφώς χαλαρότερη από ό,τι στους άμεσους δορυφόρους της ΕΣΣΔ, ενώ έδωσε το έναυσμα για περισσότερη εσωτερική ελευθερία έκφρασης στον καλλιτεχνικό χώρο.
Το 1980, πάλι, έρχεται ως φυσικό καταληκτικό όριο η χρονολογία του θανάτου του Τίτο: η δεκαετία που ακολούθησε οδήγησε στην αργή απομάκρυνση των εθνοτήτων της χώρας από την κοινή τροχιά, στην άνοδο των εθνικιστικών μερίδων και στην τελική αποσύνθεση στους άγριους πολέμους που σημάδεψαν μεταξύ 1991 και 1995 το πέρασμα στη μετακομμουνιστική εποχή.
Η ανοικοδόμηση
Σε αυτό το πλαίσιο, η έκθεση του ΜοΜΑ αναδεικνύει τον πρότερο πειρασμό της δημιουργίας μιας «ουτοπίας από τσιμέντο». Καθώς η Γιουγκοσλαβία έβγαινε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με σοβαρότατα τραύματα στον αστικό ιστό έπειτα από τη γερμανική κατοχή, δινόταν η ευκαιρία στο νέο καθεστώς να χρηματοδοτήσει μεγάλα δημόσια έργα που θα της έδιναν νέα όψη. Αρχιτέκτονες από όλες τις ομόσπονδες δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας συγκεντρώθηκαν στο Βελιγράδι όπου επηρεάστηκαν από καθηγητές με προπολεμική εμπειρία σε σημαντικά κέντρα αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας της Δύσης (Παρίσι, Βιέννη, Ηνωμένες Πολιτείες), ενσωματώνοντας τα διδάγματα μεγάλων ονομάτων του μοντερνισμού (Λε Κορμπιζιέ, Φίλιπ Τζόνσον, Μαρσέλ Μπρόιερ κ.ά.) και το υφολογικό όραμα ποικίλων τάσεων, από το Διεθνές Στυλ έως τον μπρουταλισμό. Το αποτέλεσμα ήταν ένας μοντερνιστικός εκλεκτικισμός με έκδηλο τον χαρακτήρα του ελεύθερου πειραματισμού.
Ο Πύργος Γραφείων S2 (1972-1978) του Μίλαν Μίχελιτς στη Λιουμπλιάνα, γυάλινο οικοδόμημα που μοιάζει να αιωρείται μερικά μέτρα πάνω από το έδαφος, θα μπορούσε εύκολα να προέρχεται από οποιαδήποτε μητρόπολη της Δύσης.
Μια ματιά στην Εθνική και Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη του Κοσόβου, για παράδειγμα, η οποία ανοικοδομήθηκε στην Πρίστινα μεταξύ 1971 και 1982 υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Αντριγια Μουτνιάκοβιτς, αρκεί για να τεκμηριώσει τα παραπάνω: το κτίριο αποτελείται από σειρές τσιμεντένιων κύβων στους οποίους επικάθονται ημισφαιρικοί θόλοι, ενώ το σύνολο είναι τυλιγμένο σε πλέγμα αλουμινίου.
Βυζαντινές, ισλαμικές και οθωμανικές επιρροές συναρτώνται εδώ με μια καθαρά μοντερνιστική προοπτική, χωρίς όμως την έντονη κυριαρχία των όγκων σκυροδέματος που παρατηρείται σε πιο τυπικά έργα όπως η πλατεία Δημοκρατίας στη Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας (1960-1974), έργο του Εντβαρντ Ράντνικαρ. Στην περίπτωση εκείνη ο αχανής ελεύθερος χώρος διακόπτεται από την παρουσία δύο πολυώροφων ορθογωνίων από τσιμέντο και γυαλί, τα οποία με τη σειρά τους επιστέφονται από μικρότερους, ασύμμετρους όγκους.
Ο πειραματισμός
Μια πιο δημιουργική χρήση παρόμοιας αρχής με λεπτότερα ορθογώνια μπλοκ διαφορετικού ύψους που δίνουν την οπτική αίσθηση αυλών απαντάται στα Κτίρια Μπράτσε Μπορόζαν (1970-1979), έργο των Ντίνκο Κόβασιτς και Μιχάιλο Ζόριτς στο Σπλιτ της Κροατίας. Η ποικιλία ωστόσο των προσεγγίσεων είναι αδιαμφισβήτητη.
Ο Πύργος Γραφείων S2 (1972-1978) του Μίλαν Μίχελιτς στη Λιουμπλιάνα, γυάλινο οικοδόμημα που μοιάζει να αιωρείται μερικά μέτρα πάνω από το έδαφος, θα μπορούσε εύκολα να προέρχεται από οποιαδήποτε μητρόπολη της Δύσης. Ο τηλεοπτικός πύργος Αβάλα (1960-1965) έξω από το Βελιγράδι, έργο των Ούγκλιεσα Μπογκούνοβιτς, Σλόμπονταν Γιάντζιτς και Μίλαν Κρίστιτς, μοιάζει να στηρίζεται στα πόδια μιας τσιμεντένιας αράχνης. Το Τηλεπικοινωνιακό Κέντρο (1968-1981) του Γιάνκο Κονσταντίνοφ στα Σκόπια είναι μια ασύμμετρη σύνθεση με πυλώνες, αποφύσεις, ακροφύσια και καμπύλες που οπτικά παραπέμπει τον θεατή σε συγγενή του παρισινού Μπομπούρ. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει μια σειρά μνημείων, τα λεγόμενα «spomeniks», ογκώδη δείγματα μπρουταλισμού που χαρακτηρίζονται από παράδοξη, «εξωγήινη» για πολλούς, αισθητική.
Το «Μνημείο στους πεσόντες της απελευθερωτικής πάλης του λαού» στην Ιλίρσκα Μπίστριτσα της Σοβενίας, έργο των Ζίβα Μπαράγκα και Γιάνεζ Λενάσι (1965), το «Μνημείο της μάχης της Σουτγέσκα» στο Τγέντιστε της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, έργο των Μίοντραγκ Ζίβκοβιτς και Τζόρτζε Ζλόκοβιτς (1965-1971), το «Μνημείο της εξέγερσης του λαού του Κορντούν και της Μπάνιτζα» στην Πέτροβα Γκόρα της Κροατίας, έργο των Μπέρισλαβ Σέρμπετιτς και Βότζιν Μπάκιτς (1979-1981), είναι για τον Μαρτίνο Στίρλι, αρχιεπιμελητή Αρχιτεκτονικής και Ντιζάιν του MoMA, δείγματα τέχνης που δεν πρέπει να απομονώνεται από το ιστορικό της περιβάλλον επισήμανε ο Στίρλι στη διάρκεια της παρουσίασης της έκθεσης στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στις 10 Ιουλίου. «Ηταν η τραυματική αυτή εμπειρία που κατέστη ο ιδρυτικός μύθος της μεταπολεμικής σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας».
Πληθωρική και αναπάντεχη, η «τσιμεντένια ουτοπία» του MoMA φέρνει τον θεατή ενώπιον μιας άγνωστης αρχιτεκτονικής χώρας. Η ποικιλία και η πρωτοτυπία των σχεδίων, το εύρος του πειραματισμού, ενίοτε το φαραωνικό μέγεθος των κτιρίων, αλλά πολύ συχνότερα η ελευθερία στη μείξη των στυλ και η διάθεση μορφολογικής δοκιμής δημιουργούν ένα εν πολλοίς εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Προφανώς, η καθημερινότητα της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν αφορούσε τη ζωή στο εσωτερικό ενός φουτουριστικού παραδείσου. Ομως, το μοντερνιστικό κίνημα της εποχής του Τίτο βρήκε και εκμεταλλεύθηκε τις προϋποθέσεις για να δημιουργήσει γόνιμες προσεγγίσεις προορισμένες να αποκαλυφθούν σε όλη τους την έκταση τρεις δεκαετίες μετά την εξαφάνιση της γιουγκοσλαβικής οντότητας από τον σύγχρονο ευρωπαϊκό χάρτη.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Ιουλίου 2018.