Τραγουδήσατε πρώτη φορά στη ζωή σας από χαρά ή από λύπη;
«Ενα παιδί από χαρά μόνο τραγουδά. Ηταν στο Ιδρυμα. Στεγαζόταν στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής. Είχαμε μπει εκεί με την αδελφή μου, τεσσάρων ετών εγώ τότε, ως τραχωματικά παιδιά (σ.σ.: μολυσματική νόσος των ματιών που προκαλούσε τύφλωση) και μείναμε για πέντε χρόνια. Κάθε Σάββατο, έξω από το Ιδρυμα, οι Μικρασιάτες έστηναν γιορτή».
Και εσείς συμμετείχατε;
«Με ανέβαζαν στο κάρο και τραγουδούσα. Ημουν λίγο πιο ψηλή από το χωνί του γραμμοφώνου. Το έσκαγα μαζί με τα αγόρια από το Ιδρυμα. Σκάβαμε ένα λαγούμι και πηγαίναμε κοντά τους. Εγώ ήμουν η σοπράνο».
Στο πρόσφατο βιβλίο σας «Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης» (εκδ. Μεταίχμιο) αφηγείστε τα δύσκολα παιδικά σας χρόνια στη μεταπολεμική Ελλάδα.
«Επέλεξα να το κάνω τώρα. Ενιωσα ότι αυτή ήταν η στιγμή. Tώρα που τα παιδιά του πολέμου που ήρθαν από απέναντι είναι πολλά –4.000 παιδιά στα αζήτητα. Και ήθελα να ευαισθητοποιήσω τον κόσμο. Γιατί στον πόλεμο όλοι είναι χαμένοι, μα περισσότερο τα παιδιά. Στην έκδοση αυτού του βιβλίου, βέβαια, συνέβαλε και η Φρόσω Πετρίδου από το Πανεπιστήμιο Πατρών που ανακάλυψε τα χειρόγραφά μου κάτω από το στρώμα µου».
Με συγκίνησε ιδιαίτερα η ιστορία αγάπης της μητέρας σας με τον πατέρα σας, έναν όμορφο γερμανό στρατιώτη που μιλούσε αρχαία ελληνικά.
«Την ερωτεύτηκε όταν αντίκρισε τις φωτογραφίες της σε ένα φωτογραφείο της πλατείας Καρύτση. Της έστησε καρτέρι όταν πήγε να τις πάρει. Εζησαν μαζί τέσσερα χρόνια. Απέκτησαν την αδελφή μου και εμένα. Ηταν γενναία γυναίκα η μητέρα μου. Με την οπισθοχώρηση, τα ίχνη του πατέρα μας χάθηκαν. Η μάνα μου μαυροφορέθηκε. Νιώθαμε όμως πάντα παιδιά αγάπης. Εκείνη πίστευε ότι αν ζούσε, μα με ένα πόδι, μα με ένα χέρι, θα ερχόταν πίσω κοντά μας. Ηταν σίγουρη ότι είχε σκοτωθεί. Δεν μας άφησε στοιχεία να τον αναζητήσουμε. Ηταν βέβαιη για την αγάπη τους».
Και εσείς όµως ερωτεύτηκατε στα 13.
«Το 1956 έγινε ο μεγάλος σεισμός της Σαντορίνης. Στο νησί ήρθαν παλικάρια να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση. Ηρθε και ο Στυλιανός από το Ηράκλειο της Κρήτης…».
«Το 1956 έγινε ο μεγάλος σεισμός της Σαντορίνης. Στο νησί ήρθαν παλικάρια να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση. Ηρθε και ο Στυλιανός από το Ηράκλειο της Κρήτης…».
Και άξιζε τον κόπο;
«Φαίνεται ότι άξιζε. Ηταν ένα παλικάρι με μια σοβαρότητα τέτοια που μου συγχωρούσε όλα τα παλαβά που συνέχιζα να κάνω. Να εξαφανίζομαι στο βουνό και να νυχτώνομαι εκεί. Οι άλλοι, η μάνα μου, με μάλωναν και εκείνος με μια γλυκύτητα μου έλεγε: «Αφησέ τους». Τον παντρεύτηκα 14 ετών και έφερα στη ζωή τον γιο μας. Ο γάμος μας, βέβαια, διαλύθηκε όταν εγκατασταθήκαμε πλέον στην Αθήνα και άρχισα να πηγαίνω στο ωδείο. Εκείνος είχε αντιρρήσεις. Και δεν θα έπρεπε, νομίζω. Γιατί του είχα ξεκαθαρίσει ότι ήθελα να γίνω τραγουδίστρια. Δεν το άντεξε. Συνεχίσαμε τη ζωή μας χωριστά. Εκείνος ξαναπαντρεύτηκε και έχει αφήσει δύο αδέλφια στον γιο μου. Εφυγε δυστυχώς νωρίς από τη ζωή».
Πώς είναι να γίνεσαι μητέρα σε τόσο τρυφερή ηλικία;
«Δεν έχω ακούσει τη λέξη «μαμά» από τα χείλη του γιου μου. «Μαρίζα» με ανεβάζει, «Μαρίζα» με κατεβάζει. Μεγαλώσαμε σαν αδέλφια και ήταν ωραίο. Ευτυχώς τώρα έχω ένα εγγόνι και χαίρομαι που το ακούω να με λέει «γιαγιά»».
Πρώτη φορά ποτέ τραγουδήσατε μπροστά σε κοινό;
«Το 1966 σε μια μπουάτ. Εκεί με ανακάλυψε ο Μίκης. Εγραψε μάλιστα έναν κύκλο τραγουδιών για τη φωνή μου, την «Ηλικία της γειτονιάς μου». Δεν προλάβαμε να τα ηχογραφήσουμε σε στούντιο. Ηρθε η χούντα. Πρόσφατα ανακάλυψα στο ΥouΤube ένα τραγούδι από live εκείνων των ημερών. «Σαν παλιό αμαξάκι» λέγεται. Ποιος, πώς το διέσωσε, ποιος να το ξέρει!».
To βράδυ του πραξικοπήματος πού σας βρήκε;
«Με τον Μίκη. Βγαίνοντας από την μπουάτ ακούστηκε ένας θόρυβος. «Eίναι από ερπύστριες. Κρυφτείτε γρήγορα» μας είπε. Τα επόμενα χρόνια μπαινοβγαίναμε στο εξωτερικό. Συγκατοικούσα στο Λονδίνο με τον Μάνο Λοΐζο και τη Μάρω, τη γυναίκα του. Τα λεφτά δεν έφταναν ποτέ θυμάμαι. Είχαμε ρημάξει τα βουτυράκια και τα μελάκια από τα καφενεία. Κάναμε κολεγιά με τους σερβιτόρους που ήταν Κύπριοι και έκαναν τα στραβά μάτια».
Στην Αγγλία ανακαλύψατε το ροκ;
«Ναι. Ετσι έβαλα τον ηλεκτρικό ήχο στα τραγούδια μου. Γύρισα στην Ελλάδα μέσα στη δικτατορία και συνεργάστηκα με τον Διονύση Σαββόπουλο στο «Rodeo». Ηταν τόσος ο κόσμος που ερχόταν να μας δει, που έριχναν νερό από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών για να διαλυθεί το πλήθος. Είχαμε ένα βαν με τους δικούς μου μουσικούς, χωρίς πόρτες, θυμάμαι. Πηγαίναμε στον Αλιμο. Υπήρχε ένα κουτούκι. Βάζαμε τον ενισχυτή στην πρίζα και τι άκουγαν τα ψάρια… Ετσι ηχογραφήσαμε τον δίσκο «Aραμπάς»».
Hταν ο πρώτος δίσκος της Μinos που έγινε χρυσός.
«Ηταν μια πρόταση διαμαρτυρίας στην καπηλεία που γινόταν στα παραδοσιακά τραγούδια από τη χούντα. Επαιζε το ραδιόφωνο «Tα παιδιά της Σαμαρίνας» και λέγαμε «έρχεται διάγγελμα πάλι». Και εμείς κάναμε την παράδοση τραγούδι διαμαρτυρίας».
Φτιάχνετε ακόµη το δικό σας κρασί;
«Ξέρω να φτιάχνω κρασί από τα παιδικά μου χρόνια στη Σαντορίνη. Είμαι λίγο αλχημίστρια. Μαγειρεύω με έναν τρόπο λίγο πρωτότυπο, θα έλεγα. Και κάνω και καταπληκτικό πετιμέζι. Τις κρύες ημέρες του χειμώνα στο βιωματικό εργαστήρι μουσικής για παιδιά που έχω δημιουργήσει τους φτιάχνω τηγανίτες και τις περιχύνω με πετιμέζι».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Ιουλίου 2018.