Οι διεθνείς διακρίσεις που μετρά παρέα με τον Γιώργο Λάνθιμο –μεταξύ των οποίων βραβείο σεναρίου στις Κάννες αλλά και υποψηφιότητα για Οσκαρ –συνθέτουν σίγουρα ένα εντυπωσιακό βιογραφικό, αλλά ο Ευθύμης Φιλίππου είναι ένας άνθρωπος που αν δεν τον ρωτήσεις δεν θα τα αναφέρει ποτέ. Είναι γεννημένος γραφιάς. Γραφιάς με απόλυτα προσωπικό χαρακτήρα, κάτι που άλλοι παλεύουν χρόνια για να φτιάξουν. Ενας άνθρωπος με χαρακτήρα και στο χιούμορ, που χρειάζεται αποκωδικοποίηση, δίχως να είναι μπλαζέ ή σνομπ.
Πιστεύει στον Λόγο, ο Λόγος μόνο μπορεί να αποτυπώσει, αν όχι την αλήθεια, σίγουρα τη σαφήνεια. Είναι σχετικά ακριβοθώρητος, αν και ο ίδιος θεωρεί πως μιλάει περισσότερο από όσο θα ήθελε. «Βρίσκω πολύ μεγαλύτερη χαρά να ακούω τους άλλους να μιλάνε για τους εαυτούς τους απ’ ό,τι να μιλάω εγώ για εμένα σε άλλους. Οι καταναγκαστικές συνεντεύξεις μού θυμίζουν τους γάμους στους οποίους πάντα κάποιος προσπαθεί να κάνει κάποιον άλλον να σηκωθεί να χορέψει θεωρώντας ότι ντρέπεται, ενώ ο άλλος απλά βαριέται».
Φαντάζομαι πως μια συχνή ερώτηση που θα σου κάνουν είναι «τι γράφεις αυτόν τον καιρό;».
«Αυτόν τον καιρό γράφω ένα σενάριο μαζί με τον Γιώργο Λάνθιμο και ένα θεατρικό χωρίς τον Γιώργο».
Είσαι από τους συγγραφείς που γράφουν συνέχεια –σχεδόν με καθημερινό πρόγραμμα –ή χρειάζεσαι μεγάλες περιόδους αποχής;
«Γράφω όταν πρέπει να γράψω, σπανίως γράφω επειδή νιώθω την ανάγκη ή επειδή με κυριεύει η έμπνευση και αγρυπνώ. Αρα γράφω όταν έχω δουλειά. Το να γράφω δεν είναι αυτό που με κρατάει στη ζωή. Δεν είναι πως δεν θα μπορούσα να είμαι συμβολαιογράφος ή πωλητής παπουτσιών. Οταν κουράζομαι προσπαθώ να βρω τρόπους ξεκούρασης, αλλά δεν είμαι και σίγουρος αν οι μεγάλες περίοδοι αποχής λειτουργούν τελικά. Νομίζω το ιδανικό είναι να μπορέσει κάποιος να φτιάξει ημέρες που να περιλαμβάνουν μια σωστή δοσολογία γραψίματος και αποχής ταυτόχρονα».
Πόσο κρατάει η χαρά ενός μεγάλου βραβείου;
«Δεν ξέρω ακριβώς, γιατί είναι πάντα αναμεμειγμένη και με άλλα συναισθήματα, οπότε δεν είναι χρονικά μετρήσιμη. Το πιο σημαντικό είναι πάντως αρχικά να υπάρχει –γιατί δεν είναι πάντα αυτονόητο ότι υπάρχει –και μετά να κρατάει όσο πρέπει, γιατί αν κρατήσει λιγότερο απ’ όσο πρέπει είσαι μίζερος, κι αν κρατήσει περισσότερο, βλαξ. Να σου πω την αλήθεια, πάντως, χωρίς καμία διάθεση μετριοπάθειας και σεμνότητας, η πιο έντονη χαρά είναι αυτή που νιώθω όταν βλέπω κάτι να τελειώνει και να είναι έτοιμο να φύγει για όπου είναι να πάει».
Νομίζω πως τα βραβεία που έχετε πάρει με τον Γιώργο Λάνθιμο δεν είχαν στην Ελλάδα τη δημοσιότητα που άξιζε στο κύρος τους. Συμφωνείς;
«Θα μπορούσε να πει κανείς πως τα βραβεία είχαν περισσότερη δημοσιότητα απ’ ό,τι τους άξιζε. Δεν ξέρω. Δεν μπoρώ να ξέρω τι δημοσιότητα αξίζει σε τι».
Θεωρείς ότι στην Ελλάδα έχουμε αναγάγει το προσωπικό γούστο σε αντικειμενική αλήθεια; Εχουμε ταυτίσει το «εμένα δεν μου αρέσει» με το «είναι μέτριος καλλιτέχνης»;
«Δεν γνωρίζω ακριβώς τι είναι η Ελλάδα, δεν μπορώ να τη χαρακτηρίσω ούτε να την παρομοιάσω με κάτι, καθώς όσο περνούν τα χρόνια νιώθω ότι οι χώρες δεν διαφέρουν, με την έννοια ότι οι άνθρωποι δεν διαφέρουν. Αρα δεν θεωρώ ότι στην Ελλάδα οι άνθρωποι σκέφτονται πιο λανθασμένα απ’ ό,τι στην Κίνα, ας πούμε. Πιστεύω σε έναν κοινό άνθρωπο παντοδύναμο, υποσχόμενο και εξελισσόμενο και ταυτόχρονα προβληματικό, αδύναμο και συμπλεγματικό. Η δίψα του για αίμα, για αγάπη, για επιβολή κ.τ.λ. είναι πάντα και παντού το ίδιο έντονη και απλά εδώ οι άνθρωποι χτυπιούνται δίπλα σε ένα λιμανάκι με βαρκούλες και στην Κίνα χτυπιούνται δίπλα σε μία παγόδα. Γι’ αυτό και δεν πιστεύω και στον τοπικό κινηματογράφο που μιλάει για μια ομαδούλα ανθρώπων πολύ ανώτερη ή πολύ κατώτερη, πράγμα που ποτέ δεν ισχύει. Για παράδειγμα, η «Φαίδρα» του Κακογιάννη είναι η Ελλάδα ακριβώς όσο είναι και το «Star Wars», μάλλον. Και, τέλος πάντων, αν κάποιοι έχουν ταυτίσει εδώ το «εμένα δεν μου αρέσει» και το «δεν είναι καλό γενικά» δεν με ενοχλεί. Υπάρχουν άλλα πολύ πιο ενοχλητικά πράγματα στη ζωή από αυτό».
Γιατί γοητεύεσαι τόσο από τις δυστοπίες; Περιγράφοντας μια δυστοπία, το κάνεις για να την ξορκίσεις ή πραγματικά πιστεύεις πως είναι ένα ρεαλιστικό σενάριο για το άμεσο μέλλον;
«Δεν μου αρέσει η λέξη «δυστοπία». Μοιάζει με εκ γενετής οφθαλμολογική πάθηση. Τώρα αν υποθέσουμε ότι είμαι ικανός να μεταφέρω το τι προσπαθώ να κάνω, αυτό που μπορώ να πω είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν προβλέπω. Με τίποτα. Περιγράφω κατά την ταπεινή μου γνώμη υπάρχοντες ανθρώπους και στιγμές. Αν η αίσθηση του θεατή ή του αναγνώστη είναι ότι προβλέπω δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί πολλές φορές ούτε η δική μου αίσθηση ανταποκρίνεται στην πρόθεσή μου. Γιατί η πρόθεσή μου συνήθως δεν είναι να απομονώνω ήρωες και να μελετάω χρυσόμυγες ή να προειδοποιώ ή να συμβουλεύω. Είναι να περιγράφω –όσο μπορώ τουλάχιστον –
κάτι που για κάποιον λόγο εκείνη τη στιγμή μού φαίνεται πραγματικό. Ακόμη και όταν μιλάω για μια καρέκλα μόνο ή για ένα πόμολο μιας πόρτας, ας πούμε, αυτή η καρέκλα ή το πόμολο δεν βρίσκονται ποτέ σε ένα λευκό δωμάτιο κι εγώ πίσω από ένα τζάμι πιάνοντας με το χέρι μου το πιγούνι μου ενώ αναρωτιέμαι. Βρίσκονται σε δωμάτια σπιτιών ή μαγαζιών που τριγύρω οι άνθρωποι ζουν ή όχι. Αν θεωρούσα έστω και για μια στιγμή πως δεν είναι πραγματικό αυτό για το οποίο μιλάω, ότι δεν είναι κάτι που ήδη ισχύει, τότε δεν θα μπορούσα να συνεχίσω τη δουλειά. Το αν αυτό που παρουσιάζεται τελικά δείχνει ρεαλιστικό ή όχι, αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία, τόσο επικίνδυνα υποκειμενική όσο και το αν υπάρχει Θεός ή η Ατλαντίδα».
κάτι που για κάποιον λόγο εκείνη τη στιγμή μού φαίνεται πραγματικό. Ακόμη και όταν μιλάω για μια καρέκλα μόνο ή για ένα πόμολο μιας πόρτας, ας πούμε, αυτή η καρέκλα ή το πόμολο δεν βρίσκονται ποτέ σε ένα λευκό δωμάτιο κι εγώ πίσω από ένα τζάμι πιάνοντας με το χέρι μου το πιγούνι μου ενώ αναρωτιέμαι. Βρίσκονται σε δωμάτια σπιτιών ή μαγαζιών που τριγύρω οι άνθρωποι ζουν ή όχι. Αν θεωρούσα έστω και για μια στιγμή πως δεν είναι πραγματικό αυτό για το οποίο μιλάω, ότι δεν είναι κάτι που ήδη ισχύει, τότε δεν θα μπορούσα να συνεχίσω τη δουλειά. Το αν αυτό που παρουσιάζεται τελικά δείχνει ρεαλιστικό ή όχι, αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία, τόσο επικίνδυνα υποκειμενική όσο και το αν υπάρχει Θεός ή η Ατλαντίδα».
Εχουμε ακούσει πολλές φορές τη φράση «ήταν προφητικός» για κάποιον καλλιτέχνη που περιέγραψε ένα σκοτεινό μέλλον. Νομίζω πως οποιοδήποτε μαύρο σενάριο και να προβλέψεις, αν το δεις αργότερα υπό συγκεκριμένη οπτική γωνία, εύκολα επαληθεύεται και δικαιολογείται. Μάλλον στη σωστή πρόβλεψη του «άσπρου» έχουμε πρόβλημα.
«Το άσπρο δεν είναι τόσο γοητευτικό όσο το μαύρο και αυτό είναι το πρόβλημά του. Πολλοί καλλιτέχνες περιέγραψαν ένα φωτεινό μέλλον, αυτό που στο τέλος κάποιοι παντρεύονται. Αλλά αυτό που στο τέλος παντρεύονται είναι πιο δύσκολο να το περιγράψεις ψύχραιμα χωρίς να γίνεις γλυκερός. Οσο περνάει ο καιρός, όμως, τόσο πιο πολύ εκτιμώ το φωτεινό. Και τόσο πιο πολύ με απωθεί η εικόνα της ταλαιπωρίας και του ζόφου, τόσο του ίδιου του καλλιτέχνη όσο και του έργου του».
Πώς θα όριζες την αισιοδοξία; Είναι απλώς μια θετική πρόβλεψη;
«Είναι πολλά περισσότερα από μια πρόβλεψη. Εκτιμώ πολύ τους αισιόδοξους ανθρώπους. Η αισιοδοξία έχει μια δύναμη τεράστια μέσα της. Αυτός που πιστεύει ότι αύριο θα έχει ήλιο και η θάλασσα δεν θα έχει κύμα, αν ξυπνήσει και δει χιόνια και φουρτούνα χρειάζεται σθένος να το ξεπεράσει. Ο απαισιόδοξος, από την άλλη, είναι ο αδύναμος που πάντα μιλάει για χιόνια ξέροντας ότι στη χειρότερη θα πέσει μέσα, θα επιβεβαιωθεί και θα είναι ο σωστός και στην καλύτερη θα έχει ήλιο, οπότε πάλι θα είναι οκέι. Αν έπρεπε οπωσδήποτε να δώσουμε ορισμό, θα έλεγα πως αισιοδοξία είναι να νιώθεις ότι τα πράγματα θα πάνε καλά ενώ ταυτόχρονα δεν είσαι ηλίθιος. Το αν είσαι ηλίθιος ή όχι φαίνεται από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιείς για να στηρίξεις το ότι τα πράγματα θα πάνε καλά. Και αν έπρεπε μετά να ορίσουμε τη βλακεία, θα έλεγα πως είναι να νιώθεις ότι τα πράγματα θα πάνε καλά ενώ ταυτόχρονα δεν είσαι αισιόδοξος».
Εχει μεγάλες διαφορές ο κώδικας του κινηματογραφικού σεναρίου από εκείνον ενός κειμένου που προορίζεται για τη θεατρική σκηνή;
«Για μένα η διαφορά είναι ότι το θεατρικό κείμενο μού δίνει μια ελευθερία την οποία στο κινηματογραφικό σενάριο δεν έχω. Πολλές φορές, βέβαια, αυτό είναι καταστροφικό. Πολύ ευχάριστο, αλλά και καταστροφικό, γιατί είναι πολύ εύκολο να παρασυρθείς από την ελευθερία και να μιλάς χωρίς σκοπό. Σε γενικές γραμμές, πάντως, έχω πάρει απόφαση πως όσο κι αν αλλάζουν τα φορμάτ ενός γραπτού, είτε είναι σενάρια είτε θεατρικά είτε τίτλοι άρθρων, δεν αλλάζει η ουσία, με την έννοια ότι αυτό που είναι να ειπωθεί θα ειπωθεί και αυτό είναι πέρα από αυτόν που γράφει. Είναι σαν να σερβίρεις γάλα σε ένα ποτήρι, σε μια κούπα και σε ένα μπολ σκύλου. Αλλάζει το σκεύος. Το μόνο που πρέπει να προσέξει κανείς είναι να μη ρίξει και στα τρία πολύ γάλα και χυθεί έξω. Η υπερβολή με άλλα λόγια. Κατά τα άλλα, πρέπει να πάρει απόφαση πως γάλα έχει και γάλα θα σερβίρει, όσο κι αν οι καλεσμένοι θέλουν τσάι, ας πούμε».
Πώς συνδυάζεται η αγάπη σου για το ελληνικό τραγούδι, του οποίου η γλώσσα –κυρίως του λαϊκού –είναι άμεση, απλή και ακαριαία, με τον πολύ ελλειπτικότερο λόγο που σου αρέσει να χρησιμοποιείς στα δικά σου κείμενα;
«Δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα, ίσως γιατί δεν χρειάζεται απαραίτητα να ακούει κανείς τον ίδιο λόγο με αυτόν που αρθρώνει. Και από την άλλη, δεν είναι και τόσο μακριά, αν το σκεφτεί κανείς. Θα μπορούσα να άκουγα, για παράδειγμα, νορβηγικό μέταλ και να έγραφα επιθεωρήσεις. Που και πάλι οκέι θα ήταν».
Γιατί αγαπάς τόσο τον Μητροπάνο;
«Η φωνή του όταν τραγουδούσε είχε μια πολύ οικεία σ’ εμένα χροιά. Κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα όταν τον άκουγα να τραγουδάει να καταλαβαίνω πολύ πιο εύκολα αυτό που θέλει να πει. Τρέχα γύρευε. Ευκολία κατανόησης ήταν δηλαδή αυτό που με γοήτευε. Επίσης ο ίδιος ήταν ένας πολύ συμπαθής και κανονικός άνθρωπος, χαρακτηριστικά και τα δύο εκτιμητέα».
Εχει «υποχρεώσεις» ένας καλλιτέχνης; Εννοώ πως αρκετοί υποστηρίζουν ότι έχεις υποχρέωση απέναντι στην εποχή σου, στους σύγχρονούς σου, στα μεγάλα ζητήματα της συγκυρίας, να τα εκφράσεις, να πάρεις θέση. Αυτή είναι η «πρώτη υποχρέωση» ενός καλλιτέχνη;
«Κατ’ αρχάς νομίζω ότι μπορεί να υπάρχουν συγκυρίες εποχικές, σύγχρονα προβλήματα, νέες απειλές κ.λπ., αλλά αυτό το κλισέ της Ιστορίας που επαναλαμβάνεται και της βαρετά ίδιας ανθρώπινης φύσης μέσα στους αιώνες κάνει τα αίτια διαχρονικά. Αρα σημερινός θα πρέπει να θεωρείται ο κάθε καλλιτέχνης που μιλάει για κάτι που δεν είναι σημερινό ή δεν είναι μόνο σημερινό. Τώρα, όσον αφορά το αν πρέπει να παίρνει θέση ένας καλλιτέχνης ή όχι, δεν θα το έλεγα υποχρέωση, πιο πολύ δικαίωμα θα το έλεγα. Και εξίσου σημαντική, επίσης, θεωρώ τη θέση που παίρνει ο αποδέκτης του καλλιτεχνικού έργου, ο θεατής ή ο αναγνώστης. Ισως αυτό είναι και πιο σημαντικό τελικά και από τη θέση του δημιουργού».
Εγώ εκείνο που περιμένω τώρα από εσένα –από όσο γνωριζόμαστε –είναι μια σπουδαία κωμωδία. Θα περιμένω πολύ;
«Κωμωδίες είναι σχεδόν όλες οι ταινίες με τις οποίες έχω εμπλακεί. Για σπουδαία κωμωδία μπορεί και να χρειαστεί να περιμένεις πολύ».
Τι θα μπορούσε να μας συμβεί σε αυτή την εποχή που θα ήταν πραγματικά μια ευχάριστη έκπληξη;
«Να αποκτήσουμε ξανά πίστη στον λόγο, τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό. Εχει υψωθεί το φλάμπουρο της κίνησης και της αίσθησης πολύ ψηλά, που έχουμε φτάσει στο σημείο να λες στον άλλο «όχι» κι αυτός να μη σε πιστεύει γιατί εκείνη την ώρα έτρωγες τα νύχια σου κι αυτό σημειολογικά, π.χ., σημαίνει ότι αμφιταλαντεύεσαι! Ασε που η γλώσσα του σώματος είναι μια γλώσσα που οι λέξεις της δεν έχουν ακόμη συγκεκριμένη ορθογραφία, οπότε η ίδια κίνηση ή το ίδιο βλέμμα μπορεί να εκληφθεί από διαφορετικούς ανθρώπους τελείως διαφορετικά, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Να αποκτήσουμε ξανά πίστη στις ιδιότητες, στους ρόλους και σε αυτό που ο καθένας ξέρει να κάνει καλά. Δικηγόροι υποδύονται τους γιατρούς, φτωχοί υποδύονται τους πλούσιους, μαθητές υποδύονται τους δασκάλους, ανήλικοι υποδύονται τους ενήλικες κ.λπ. Χάλια».
Σ’ εσένα προσωπικά τι θα μπορούσε να είναι;
«Δύσκολη ερώτηση πολύ. Δεν ξέρω».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Ιουλίου 2018.