Ο Ισπανός θεατρικός συγγραφέας Αλεχάντρο Κασόνα (Alejandro Casona, 1903-1965) είναι περισσότερο γνωστός για το έργο του «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια». Έχει, ίσως, λιγότερο εκτιμηθεί για το αριστούργημα «Βάρκα δίχως ψαρά» (La barca sin pescador).
Σε ένα από τα κορυφαία έργα θεατρικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα, ο Κασόνα εξετάζει το ζήτημα της ηθικής της πρόθεσης. Παραπέμπει στον Φάουστ αλλά «σκάβει» σε βαθύτερα και σκοτεινότερα ένστικτα του ανθρώπου. Εκείνα, ειδικά, που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν να αντλήσει όφελος από τον θάνατο συνανθρώπων με τους οποίους δεν έχει την παραμικρή προσωπική διαφορά. Ο δημιουργός ισορροπεί αριστουργηματικά ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, με την δεύτερη συνιστώσα να εκφράζεται με την αποθέωση του παράλογου: Ο ίδιος ο Διάβολος, σε ρόλο τέλειου ηθικολόγου, διδάσκει στον άνθρωπο το καλό και την αρετή, δίνοντάς του ένα ανεπανάληπτο μάθημα ηθικής!
Ο Κασόνα, όμως, επιλέγει να κλείσει το δράμα με ένα αισιόδοξο μήνυμα. Ότι, στο βάθος της ανθρώπινης συνείδησης υπάρχει πάντα – εν υπνώσει, έστω – το καλό. Και αυτό είναι που στο τέλος θριαμβεύει!
Θυμάμαι το “La barca sin pescador” κάθε φορά που η κοινή γνώμη αυτής της χώρας έρχεται αντιμέτωπη με την πολιτική αξιοποίηση τραγικών περιστατικών θανάτου. Ας θυμηθούμε μερικά σχετικά πρόσφατα παραδείγματα:
– Ως αντιπολιτευόμενοι και εν αναμονή εξουσίας, οι σημερινοί κυβερνώντες ασκούσαν «αντιμνημονιακή» πολιτική πατώντας πάνω σε πτώματα θυμάτων αυτοχειρίας, τα οποία χρέωναν στην «ανάλγητη» και «ενδοτική» πολιτική των «μνημονιακών» κομμάτων που τότε κυβερνούσαν.
– Τα ίδια αντιπολιτευόμενα, τότε, κόμματα δεν είχαν τον παραμικρό ενδοιασμό να εντάξουν στην αντιμνημονιακή ρητορεία τους τον θάνατο δύο φοιτητών στη Λάρισα το 2013, λόγω δηλητηρίασης από μαγκάλι.
– Το 2015, λίγο πριν την αναγκαστική (και σωτήρια) «μνημονιακή» στροφή του κόμματός της, κάποια κυβερνητική – πλέον – βουλευτής έφτασε να αποδώσει την φρικτή δολοφονία της μικρής Άννυ από τον ίδιο της τον πατέρα στον… καπιταλισμό και το μνημονιακό κράτος!
Κι ερχόμαστε στο σήμερα. Η πολύνεκρη τραγωδία της Ανατολικής Αττικής έχει συγκλονίσει, όπως είναι φυσικό, την ελληνική (και όχι μόνο) κοινή γνώμη. Παράλληλα, το φθηνό επικοινωνιακό σόου της νύχτας της 23ης Ιουλίου εξόργισε κάθε πολίτη που δεν φορά χρωματιστά κομματικά γυαλιά, άσχετα με τις όποιες πολιτικές συμπάθειες και εκλογικές προτιμήσεις του. Η ελληνική κοινωνία αναμφίβολα διαθέτει και αντίληψη και ευαισθησία!
Προς τι, λοιπόν, έχει γίνει σημαία της αντιπολίτευσης και αντικείμενο επίμονης ρητορείας της η προφανής κι αναμφισβήτητη αβελτηρία και η (ναι, απόλυτα ασυγχώρητη) υποκρισία των κυβερνώντων; Δεν θα κέρδιζε, άραγε, ηθικούς πόντους η αντιπολίτευση αν απλά σιωπούσε πολιτικά μπροστά στο μαζικό αυτό ανθρώπινο δράμα, μιλώντας μόνο για όλα εκείνα που πρέπει να γίνουν ώστε να μην ξαναβιώσει η χώρα παρόμοια τραγωδία; Και, τέλος, ποιος θα μπορούσε στ’ αλήθεια να κατηγορήσει έναν (έστω) κακοπροαίρετο που θα σκεφτεί πιθανόν ότι υπάρχουν άτομα στον αντιπολιτευτικό χώρο, τα οποία «τρίβουν τα χέρια τους» για τη φθορά που θα προκαλέσει στην κυβέρνηση η εκατόμβη των θυμάτων της φωτιάς;
Κάποιες φορές, μία παρεμφατική σιωπή λέει περισσότερα από εκατοντάδες «κατηγορώ» ενώ παράλληλα συνιστά δείγμα ηθικής ανωτερότητας. Αν, λοιπόν, υποτεθεί ότι η πολιτική ηθική απουσιάζει από την εξουσία, ας την επιδείξει, τουλάχιστον, η εν δυνάμει εξουσία. Εκτός πια κι αν τίποτα δεν αλλάζει σ’ αυτό τον τόπο. Προς διάψευση, δυστυχώς, του Κασόνα…