Σοβαρούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία μετά το πέρας του τρέχοντος προγράμματος διαβλέπει το ΔΝΤ.
Αυτοί σχετίζονται με τη μεταρρυθμιστική κόπωση, τον εκλογικό κύκλο που ενδέχεται να οδηγήσει την κυβέρνηση σε αναστροφή ψηφισμένων παρεμβάσεων, την αρνητική επίδραση που θα έχει στη μεγέθυνση του εγχώριου ΑΕΠ η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης των εμπορικών εταίρων της Ελλάδος και την αντικειμενική αδυναμία επίτευξης πολύ υψηλών πλεονασμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα, πρόκληση η οποία επηρεάζει και τη βιωσιμότητα του χρέους.
Οι επισημάνσεις αυτές περιέχονται στην έκθεση του άρθρου 4 η οποία συζητήθηκε στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου το απόγευμα της Παρασκευής και θα δοθεί στη δημοσιότητα το μεσημέρι της ερχόμενης Τρίτης.
Στην έκθεση διατυπώνεται η πάγια θέση του ΔΝΤ για την ανάγκη εφαρμογής των περικοπών στις συντάξεις τον Ιανουάριο του 2019 και τη μείωση του αφορολογήτου το 2020, ενώ συνοδεύεται από ανάλυση βιωσιμότητας για το δημόσιο χρέος. Σημειώνεται ότι τα μέτρα ελάφρυνσης τα οποία ενέκρινε πρόσφατα το Eurogroup βελτιώνουν τη βιωσιμότητά του μεσοπρόθεσμα αλλά παραμένουν αβέβαιες οι μακροπρόθεσμες προοπτικές του.
Μπορεί ο ρόλος του Ταμείου στη μεταμνημονιακή εποχή να είναι «συμβουλευτικός», όμως οι δύο εκθέσεις που θα συντάσσει κάθε χρόνο για την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας θα έχουν βαρύνουσα σημασία καθώς τα συμπεράσματά τους επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις κινήσεις των ισχυρών διεθνών επενδυτών και ως εκ τούτου και την πορεία των επιτοκίων δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου.
Πιο αναλυτικά, στην έκθεση του άρθρου 4 γίνεται αναφορά στην εξάλειψη των μακροοικονομικών ανισορροπιών και στην επιστροφή σε αναπτυξιακούς ρυθμούς. Επισημαίνονται όμως και προκλήσεις –κίνδυνοι που μπορεί να ακυρώσουν τις έως τώρα θετικές επιδόσεις.
Ειδικότερα οι δύο πρώτοι κίνδυνοι είναι αλληλένδετοι καθώς σχετίζονται με τη μεταρρυθμιστική κόπωση αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις καθώς επί της ουσίας βρισκόμαστε σε μια άτυπη προεκλογική περίοδο. Οι αναλυτές του Ταμείου ανησυχούν ότι υπό αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση δεν θα ολοκληρώσει διαρθρωτικές αλλαγές (π.χ. απελευθέρωση αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών) ή θα πάρει πίσω ψηφισμένες παρεμβάσεις που αφορούν την αγορά εργασίας και τη συνταξιοδοτική δαπάνη (μειώσεις αποδοχών). Μάλιστα, συστήνουν η όποια αύξηση του κατώτατου μισθού να είναι σύμφωνη με την ενίσχυση της παραγωγικότητας ώστε να αποφευχθεί διάβρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας η οποία έτσι κι αλλιώς υστερεί σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ο τρίτος κίνδυνος έχει να κάνει με την εύθραυστη ανάπτυξη. Το Ταμείο εκτιμά πως εφέτος το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2% και το 2019 κατά 2,4%. Ομως η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης στην ΕΕ έπειτα από μια τριετία ισχυρής ανάκαμψης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά. Γενικότερα το ΔΝΤ είναι πιο επιφυλακτικό σε σχέση με την ευρωζώνη σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα της Ελλάδος να διατηρήσει επί μακρόν υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης.
Ο τέταρτος σχετίζεται με τη δέσμευση της Ελλάδας να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επί δεκαετίες. Οπως τονίζεται, είναι ανησυχητικό ότι η μελλοντική αποκλιμάκωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ συνδέεται με «φιλόδοξες» υποθέσεις σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδος να πραγματοποιεί μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα αλλά και τις υποθέσεις για σταθερή αύξηση του ΑΕΠ.
Με δεδομένη την απόφαση των ευρωπαίων εταίρων να λάβουν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους τη δεκαετία του 2030 το Ταμείο ζητεί αυτά να βασιστούν σε ένα νέο «ρεαλιστικό» μακροοικονομικό σενάριο όσον αφορά τα πλεονάσματα. Σημειώνει δε ότι η συμφωνία για πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 θα απαιτήσει διατήρηση της φορολογίας σε υψηλά επίπεδα και θα περιορίσει τις κοινωνικές δαπάνες καθώς και τις δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις.
Καμπανάκι
Δυσοίωνες προβλέψεις για την ελληνική οικονομία καταγράφει και η έκθεση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου που κατατέθηκε στο τελευταίο Eurogroup για το 2019. Σύμφωνα με την έκθεση, από τώρα έως το 2070 στην Ελλάδα αναμένεται να καταγραφεί η μεγαλύτερη περικοπή των συνταξιοδοτικών δαπανών ύψους 7% του ΑΕΠ.
Οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ότι η Ελλάδα θα πετύχει την τρίτη μικρότερη αύξηση μισθών στην ευρωζώνη μετά την Ιρλανδία και τη Γαλλία, της τάξης του 0,7%, και προειδοποιούν ότι η ελληνική οικονομία θα κινείται σημαντικά χαμηλότερα από τις δυνητικές αναπτυξιακές δυνατότητές της. Βαρίδια στην άνοδο του ΑΕΠ θα είναι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τα οποία έχει δεσμευθεί η ελληνική κυβέρνηση μέχρι το 2022 και η ανεργία που θα διατηρηθεί σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Οι «απαιτήσεις» των οίκων αξιολόγησης
Μακρύς και δύσβατος είναι ο δρόμος που πρέπει να διανυθεί ώστε η Ελλάδα να βρεθεί σε «επενδυτική βαθμίδα» αποδεκτή από τις αγορές. Με τα σημερινά δεδομένα θα χρειαστούν αλλεπάλληλες αναβαθμίσεις, τουλάχιστον κατά πέντε σκαλοπάτια, ώστε η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας να επιστρέψει εκεί όπου βρισκόταν στα τέλη του 2009 και στις αρχές του 2010, πριν δηλαδή από την «περιπέτεια» των μνημονίων.
Οι αναλυτές των διεθνών οίκων αξιολόγησης Moody’s, S&P και Fitch αναγνωρίζουν τη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών και την επιστροφή της οικονομίας σε αναπτυξιακούς ρυθμούς.
Θέτουν όμως συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την περαιτέρω βελτίωση της «βαθμολογίας» της Ελλάδος, όπως η μη αναστροφή των μεταρρυθμίσεων, η μείωση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος.
Η θετική προοπτική
Πιο αναλυτικά, η Moody’s βαθμολογεί την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδος με «Β3» και θετική προοπτική όταν τους πρώτους μήνες του 2010 (και έπειτα από αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις) η πιστοληπτική ικανότητα βρισκόταν πέντε σκαλιά υψηλότερα στο «Βα1».
Ο οίκος αξιολόγησης στην ετήσια έκθεσή του αναφέρει ότι η θετική προοπτική για την Ελλάδα βασίζεται στην ελάφρυνση χρέους που έδωσαν στη χώρα οι πιστωτές της ευρωζώνης, προσθέτοντας όμως ότι πιθανότατα θα χρειαστεί περαιτέρω ελάφρυνση μετά το 2030.
Η Moody’s εκτιμά ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση θα αναβαθμιστεί, αν το καλό ρεκόρ της κυβέρνησης στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων διατηρηθεί μετά το τέλους του προγράμματος, ενώ αντίθετα πτωτικές πιέσεις στην αξιολόγηση θα μπορούσαν να προκύψουν αν διαφοροποιηθεί από τις δεσμεύσεις της και ανατρέψει μεταρρυθμίσεις, ή εάν επανεμφανιστούν εντάσεις με τους πιστωτές.
Τις προηγούμενες ημέρες η S&P αναβάθμισε την προοπτική της Ελλάδος σε θετική από σταθερή διατηρώντας τη διαβάθμιση «Β+» η οποία απέχει τέσσερις βαθμίδες από το «ΒΒΒ-» στις αρχές του 2010.
Οπως σημειώνει η S&P, πιθανή αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας θα προκύψει εφόσον «η κυβέρνηση εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος», ενώ καταλύτη θα αποτελέσει και η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Προειδοποιεί πάντως πως η προοπτική μπορεί να υποβαθμιστεί σε σταθερή εάν, αντίθετα με τις προσδοκίες της, σημειωθεί αντιστροφή των εφαρμοσμένων μεταρρυθμίσεων ή αν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι τελικά πιο αδύναμος του αναμενομένου.
Η Fitch θα αξιολογήσει την ελληνική οικονομία στις 10 Αυγούστου. Σήμερα τη βαθμολογεί με «Β», πέντε βαθμίδες κάτω από το «ΒΒΒ-» του 2010.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ