Η ελευθερία της έκφρασης, η ελεύθερη διακίνηση όλων των ιδεών βρισκόταν σταθερά στον πυρήνα των ιδεών και των παρεμβάσεων του. Είναι ενδεικτικό των απόψεών του το άρθρο που ακολουθεί και δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» στις 19 Μαΐου 2013.
Σε ποια βάση άραγε μπορεί μια φιλελεύθερη κοινωνία να απαγορεύσει τον μισαλλόδοξο λόγο χωρίς να αντιφάσκει με τη θεμελιώδη σημασία που αποδίδει στην ελευθερία της έκφρασης; Οχι ασφαλώς στη βάση ότι η πλειοψηφία διαφωνεί ριζικά με το περιεχόμενό του ή ότι αποτελεί μια βαθύτατα λανθασμένη ιδέα που διακηρύσσει μια αποκρουστική άποψη κοινωνικής οργάνωσης.
Η ελευθερία της έκφρασης συνεπάγεται την ελεύθερη διακίνηση όλων των ιδεών και των απόψεων ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους. Δεν νοείται ελεύθερος δημόσιος διάλογος αν αυτός προσληφθεί ως αποκαθαρμένος από τις λανθασμένες, εξωφρενικές ή απεχθείς ιδέες. Η ρήση ότι νομικά δεν υπάρχουν ορθές ή λανθασμένες απόψεις δεν σημαίνει ότι το «η γη είναι πιάτο» περιέχει την ίδια αλήθεια με το «η γη είναι στρογγυλή». Σημαίνει απλούστατα ότι και οι δύο απόψεις έχουν θέση στον δημόσιο διάλογο, ότι και οι δύο προστατεύονται εξίσου.
Τα επιχειρήματα για το πόσο κακός και λανθασμένος είναι ο μισαλλόδοξος λόγος είναι μεν ορθά, δεν βοηθούν όμως να απαντήσουμε στο ερώτημα που θέσαμε. Προσωπικά, δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι οι μισαλλόδοξες απόψεις, δηλαδή οι απόψεις που εκφράζουν μίσος προς άλλους ανθρώπους εξαιτίας κάποιων χαρακτηριστικών τους (της φυλής, του φύλου, των πεποιθήσεων ή των ερωτικών προτιμήσεων), αποτελούν βαθύτατα λανθασμένες ιδέες. Εφόσον εξ ορισμού αντιστρατεύονται την ίση αξία των ανθρώπων και διακηρύσσουν τον αποκλεισμό κάποιων από την κοινωνική οργάνωση, είναι ασυμβίβαστες με την ίδια την έννοια της κοινωνικής συμβίωσης.
Υπ’ αυτή την έννοια είναι ακόμη πιο διαστροφικές από τις αντιδημοκρατικές απόψεις, αφού δεν αρνούνται σε κάποιους την πολιτική συμμετοχή αλλά την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητά τους. Αλλά, όπως ακριβώς η διαφωνία ή το λανθασμένο των αντιδημοκρατικών ιδεών δεν αποτελούν επαρκή δικαιολογία για τον εξοβελισμό τους από τον δημόσιο διάλογο, το ίδιο ισχύει και με τον μισαλλόδοξο λόγο και αυτό δεν αλλάζει αν προσθέσουμε κάποιο επίθετο, αν π.χ. πούμε ότι είναι ιδιαίτερα κακός λόγος.
Σταθερή βάση για την απαγόρευση του μισαλλόδοξου λόγου μπορεί να αναζητηθεί μόνο όταν στοιχειοθετείται άμεσος και επικείμενος κίνδυνος επέλευσης κάποιου κακού. Αυτό συμβαίνει όταν υπάρχει άμεση υποκίνηση σε παράνομες πράξεις ή κατά πρόσωπο λεκτικές επιθέσεις κατά συγκεκριμένων προσώπων. Στις περιπτώσεις αυτές δεν ενδιαφέρει τόσο το περιεχόμενο του μηνύματος όσο μια συμπεριφορά που χρησιμοποιεί τον λόγο ως μέσο για να επιφέρει άμεση βλάβη. Τέτοιες συμπεριφορές, όμως, τιμωρούνται ούτως ή άλλως, ανεξαρτήτως αν ο λόγος (το μέσο) που χρησιμοποιείται είναι μισαλλόδοξος ή όχι.
Οσοι υποστηρίζουν την απαγόρευση του μισαλλόδοξου λόγου δεν έχουν, βέβαια, κατά νου το κακό που προκαλείται σε εξατομικευμένες περιπτώσεις. Περιγράφουν την οδύνη, τον τρόμο και την ανασφάλεια που αισθάνονται τα θύματα ως μέλη μιας ομάδας από την προπαγάνδιση μιας διεστραμμένης και βλαβερής ιδεολογίας και προσβλέπουν στην απαγόρευση για να τους απαλλάξει από αυτά τα δεινά. Πρόκειται, όμως, για δεινά που συνδέονται με τις επιπτώσεις του λόγου, με την επίδραση που έχει στην κοινωνική ζωή ο εκθειασμός της ανισότητας. Το πρόβλημα είναι ότι όσο πιο πολύ εντοπίζεται το κακό στον ιδεολογικό ρόλο του μισαλλόδοξου λόγου, τόσο πιο πολύ συγκρούεται με μια αντίληψη ισχυρής προστασίας της έκφρασης που επιβάλλει την προστασία κάθε μηνύματος, ακόμη και του πλέον απεχθούς.
Αν περιορίζουμε την έκφραση βάσει των πραγματικών ή εικαζόμενων επιπτώσεων που έχει το περιεχόμενο του μηνύματος σε κάποιους ανθρώπους, τότε προσυπογράφουμε την πιο άγρια λογοκρισία. Κάθε ιδέα, ακόμη και η πλέον «ευγενής», μπορεί να προκαλέσει πόνο, φοβία ή διάφορα άλλα ανεπιθύμητα συναισθήματα σε κάποιον άνθρωπο. Ακόμη και η εκδήλωση αγάπης, μια ερωτική εξομολόγηση, μπορεί να προκαλέσει αηδία, αποστροφή, οδύνη. Αν επιδιώξουμε να φιμώσουμε κάθε λόγο που έχει δυσάρεστες επιπτώσεις σε κάποιον, στην πραγματικότητα ανάγουμε τη σιωπή ως βασική αρχή της κοινωνικής οργάνωσης (κρείττον το σιγάν). Αντίθετα, αν συμφωνούμε με την αρχή της ελευθερίας της έκφρασης, τότε οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η διαφωνία, η εναντίωση, η προσβολή, η οργή, η αγανάκτηση, η ψυχική οδύνη δεν είναι θεμιτές δικαιολογίες περιορισμού του λόγου.
Γινόμαστε έτσι αναίσθητοι στο ιδεολογικό κακό που προκαλεί ο μισαλλόδοξος λόγος; Η απάντηση είναι ότι πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με τον μόνο ορθό και αποτελεσματικό τρόπο, που είναι ο αντίλογος. Ο αντίλογος στον μισαλλόδοξο λόγο δεν αποσκοπεί στην ανακάλυψη της αλήθειας αλλά στην ενδυνάμωση των δικών μας απόψεων, στην εξέταση των ζητημάτων σε βάθος, στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τη ζωή και την κοινωνία μας. Πριν από λίγα χρόνια βαυκαλιζόμασταν ότι ήμασταν οι μεγαλύτεροι αντιρατσιστές του κόσμου και η δυναμική εμφάνιση της Χρυσής Αυγής μάς προσγείωσε στην πραγματικότητα. Επιφανειακά ήμασταν αντιρατσιστές, όπως επιφανειακά ήμασταν χιλιάδες άλλα πράγματα. Δεν θα καταφέρουμε ποτέ να αποκτήσουμε ως κοινωνία συνείδηση της κακίας του μισαλλόδοξου λόγου, αν επιδιώξουμε να τον απαγορεύσουμε, αν θελήσουμε να τον αφήσουμε να λειτουργεί υπόγεια.
Τέλος, όσοι πιστεύουν ότι οι νομοθετικές απαγορεύσεις μπορούν αποτελεσματικά να υποκαταστήσουν τα επιχειρήματα, ας έχουν κατά νου ότι μπορεί να φέρουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Οι αντιρατσιστικοί νόμοι της Βαϊμάρης και οι διώξεις χιτλερικών χρησιμοποιήθηκαν προπαγανδιστικά από τον Χίτλερ και μάλλον ευνόησαν παρά απέτρεψαν την άνοδό του.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ