Προκαλούσε αλγεινή εντύπωση όλες τις προηγούμενες ημέρες η συναισθηματική αναπηρία που χαρακτηρίζει συνολικά την κυβέρνηση και ιδιαιτέρως τα μέλη της.
Ηταν από την περασμένη Δευτέρα αντιμέτωποι με μια από τις πιο χειρότερες τραγωδίες στα χρόνια της Μεταπολίτευσης και συμπεριφέρονταν σαν εξουσιαστές από πέτρα ή καλύτερα σαν «άνθρωποι από μάρμαρο», όπως τους απέδωσε ο πολωνός σκηνοθέτης Αντρέι Βάιντα όταν θέλησε να περιγράψει τη σκληράδα του καθεστώτος της Βαρσοβίας στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Υπάρχουν περίπου 100 αδικοχαμένοι συμπολίτες μας και δεν ακούγεται από τα επίσημα κυβερνητικά χείλη ούτε ίχνος παρηγορητικού λόγου, ούτε μια λέξη συμπόνιας, καμία αποδοχή της όποιας ευθύνης, μόνο δικαιολογίες για την ταχύτητα του ανέμου, τις κακές καιρικές συνθήκες και μαζί υπονοούμενα και αναφορές για τους εμπρηστές που δήθεν ανακάλυψε η νεοσύστατη δορυφορική εταιρεία του Νίκου Παππά.
Και βεβαίως κατηγορίες προς τα ίδια τα θύματα για τα αυθαίρετα και την άναρχη δόμηση, την ώρα που οι ίδιοι, πριν από λίγους μήνες, διαφήμιζαν γενναιόδωρες ρυθμίσεις νομιμοποίησής τους σε όλη τη χώρα.
Ολα για τους κυβερνώντες ήσαν καλώς καμωμένα, άπαντες έδρασαν κατά τα προβλεπόμενα, δεν υπήρξαν ολιγωρίες, ούτε αβελτηρίες, αλλά τι να κάνουμε, μας ξεπέρασαν οι συνθήκες, γι’ αυτό και δεν υπάρχει συγγνώμη, ούτε παραίτηση, ούτε ίχνος ευθιξίας, παρά μόνο επίδειξη αναισθησίας, την οποία εντοπίζει ο λαός με την πρώτη ματιά, τη βλέπει, την αντιλαμβάνεται σχεδόν αυτόματα, παρατηρώντας τα αμήχανα βλέμματα και ακούγοντας τα αμήχανα λόγια του Πρωθυπουργού και των συνεργατών του σε εκείνη τη δημόσια συνεδρίαση του Συντονιστικού στο Κέντρο της Πυροσβεστικής στο Χαλάνδρι.
Χωρίς αμφιβολία, η όλη αντίδραση και προσπάθεια της κυβέρνησης από την πρώτη στιγμή στοχεύει στην άμβλυνση των δυσμενών εντυπώσεων, στη διαχείριση με απόλυτα κυνικό τρόπο του γενικευμένου κύματος αποδοκιμασίας που διαπερνά όλη την κοινωνία, με προφανή σκοπό να κερδηθεί χρόνος και να μεταφερθεί σταδιακά η συζήτηση σε άλλες ζώνες, λιγότερο προβληματικές για τον κ. Τσίπρα και την ομάδα που τον συνοδεύει.
Κατά κοινή ομολογία η κυβέρνηση επιδίδεται με τα πρώτα σημάδια του κακού σε επιχείρηση αμιγώς επικοινωνιακή και τίποτε άλλο.
Υπό το βάρος των ευθυνών και της εκπεμπόμενης οργής από σύμπασα την ελληνική κοινωνία ο Πρωθυπουργός επιχείρησε την Παρασκευή να επανατοποθετηθεί αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη της τραγωδίας και να διερωτηθεί με αυτοκριτική διάθεση «αν αντιδράσαμε σωστά στις κρίσιμες ώρες, αν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι παραπάνω, αν μπορούσαμε να σώσουμε έστω και μια ψυχή παραπάνω από όσους έφυγαν άδικα».
Ωστόσο παρά την όποια αυτοκριτική το γεγονός παραμένει βαρύ κι ασήκωτο. Και ως τέτοιο ανέδειξε όλες τις κρυμμένες διαχειριστικές αδυναμίες, τις προβληματικές κομματικές επιλογές προσώπων, την επάνδρωση σημαντικών υπηρεσιών με στελέχη χωρίς εμπειρίες, χωρίς γνώσεις και, το κυριότερο, χωρίς πόνο ψυχής για το έργο και την αποστολή τους.
Βλέποντας τους χειριστές της πυρκαγιάς στη συνέντευξη-παρωδία της περασμένης Πέμπτης ένιωθε ο καθείς το έλλειμμα, το κενό και την αδυναμία.
Αυτή την ώρα πνέει στη χώρα άνεμος αποδοκιμασίας για την κυβέρνηση. Από το 2015 έχουν πλέον συσσωρευθεί άπειρες εικόνες καταστροφής και έχουν καταγραφεί ακόμη περισσότερες εμπειρίες προβληματικής διαχείρισης των θεμάτων της χώρας που δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών για τις ικανότητες της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου.
Εχουν, με άλλα λόγια, εξαντληθεί πλέον τα όποια εναπομείναντα αποθέματα εμπιστοσύνης.
Και όσο οι κυβερνώντες επιμένουν σε επικοινωνιακού τύπου διαχείριση της τρέχουσας κρίσης τόσο το έλλειμμα εμπιστοσύνης θα διευρύνεται.
Αλήθεια, πώς θα πάει στη Θεσσαλονίκη ο Πρωθυπουργός να κηρύξει το τέλος των μνημονίων, πώς θα απευθυνθεί στον ελληνικό λαό, τι είδους ελπίδες μπορεί να μεταφέρει στους πολίτες ύστερα από όσα τραγικά συνέβησαν στην Ανατολική Αττική;
Το αδιέξοδο είναι προφανές. Εκείνο που απομένει στον κ. Τσίπρα είναι να οργανώσει την αποχώρησή του. Οσο ταχύτερα το αντιληφθεί τόσο καλύτερο για τον ίδιο και για τη χώρα βεβαίως…

ΤΟ ΒΗΜΑ

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ