Μόδα, η αμαρτωλή

Από τα τέλη του περασμένου χρόνου η μόδα έχει καθίσει στο εδώλιο και, όπως όλα δείχνουν, δεν πρόκειται να βγει εύκολα από αυτή τη θέση.

Από τα τέλη του περασμένου χρόνου η μόδα έχει καθίσει στο εδώλιο και, όπως όλα δείχνουν, δεν πρόκειται να βγει εύκολα από αυτή τη θέση. Το κατηγορητήριο εναντίον της είναι βαρύ –η πρόσφατη αποκάλυψη ότι ο οίκος Burberry’s έκαψε προϊόντα αξίας 30 και πλέον εκατομμυρίων ευρώ είναι μόνο μια πτυχή του –και όσο οι ειδικοί το ψάχνουν φαίνεται να γίνεται ακόμη βαρύτερο. Κατασπαταλά πολύτιμους πόρους του πλανήτη και επιβαρύνει το περιβάλλον σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι άλλες, πιο «αναγκαίες» δραστηριότητες –όλα αυτά μόνο και μόνο για να τροφοδοτήσει τις ολοένα και αυξανόμενες ανάγκες μας για ολοένα και περισσότερα ρούχα.
Σύμφωνα με μεγάλη έκθεση η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου από το Ιδρυμα Ελεν Μακ Αρθουρ στη Βρετανία, κάθε χρόνο η βιομηχανία της μόδας εκπέμπει πάνω από 1,2 δισεκατομμύρια τόνους αερίων του θερμοκηπίου –περισσότερα από όσα οι διεθνείς αερομεταφορές και η ναυτιλία μαζί -, καταναλώνει 93 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού μόνο για την καλλιέργεια φυτών για την παραγωγή ινών όπως το βαμβάκι, δημιουργεί σοβαρή χημική ρύπανση από την επεξεργασία και τη βαφή των υφασμάτων και στέλνει στις θάλασσες πάνω από μισό εκατομμύριο τόνους μικροπλαστικών με τις μικροΐνες που παράγονται κατά το πλύσιμο των ρούχων.
Παράλληλα, τόσο η βιομηχανία της μόδας αυτή καθαυτή όσο και εμείς οι ίδιοι ως καταναλωτικό κοινό παίρνουμε μηδέν στην ανακύκλωση. Μόνο το 1% των υλικών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ρούχων ανακυκλώνεται ενώ η τάση στους καταναλωτές είναι η λεγόμενη «fast fashion»: στις ανεπτυγμένες και στις ταχέως αναπτυσσόμενες χώρες, ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές, αγοράζουν συνεχώς ρούχα, ως επί το πλείστον φθηνά, τα οποία φοράνε μόνο μερικές φορές και μετά τα πετάνε. Ως αποτέλεσμα, εκτιμάται ότι σε όλον τον πλανήτη ένα φορτηγό γεμάτο ρούχα καταλήγει στα σκουπίδια κάθε δευτερόλεπτο.
Θέμα νοοτροπίας
Αρχίζοντας να συνειδητοποιεί το μέγεθος του προβλήματος η βιομηχανία της ένδυσης αναζητεί τώρα τρόπους για να γίνει περισσότερο «πράσινη». Αρκετά επιστημονικά εργαστήρια αλλά και μεγάλες εταιρείες και σχεδιαστές διερευνούν την ανάπτυξη πρώτων υλών και μεθόδων παραγωγής που θα είναι φιλικότερες προς το περιβάλλον, όμως προς το παρόν οι περισσότερες προσεγγίσεις του είδους έχουν υψηλό κόστος ή δεν είναι εύκολα υλοποιήσιμες. Πέραν αυτών ωστόσο όλοι οι ειδικοί συμφωνούν στο ότι η ρίζα του κακού βρίσκεται κυρίως σε αυτή τη νέα νοοτροπία που έχει καλλιεργηθεί και μας κάνει να αντιμετωπίζουμε τα ρούχα μας ως προϊόντα αν όχι μιας, τουλάχιστον περιορισμένων χρήσεων.
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα είναι καθαρά και μόνο η ποσότητα των ρούχων που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι» λέει στο «Βήμα» ο επίκουρος καθηγητής Ρίτσαρντ Μπλάκμπερν, ειδικός στα υφάσματα και επικεφαλής της Ομάδας Ερευνας Βιώσιμων Υλικών του Πανεπιστημίου του Λιντς στη Βρετανία. «Εμείς ως επιστήμονες προσπαθούμε να παρέμβουμε σε όλο το φάσμα της παραγωγής της ένδυσης, να αλλάξουμε τη διαδικασία της βαφής των υφασμάτων, να αλλάξουμε την επεξεργασία, ακόμη και να αναπτύξουμε νέα υλικά. Αυτή είναι η συνεισφορά της επιστήμης, όμως δεν αρκεί. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της βιομηχανίας της μόδας αυτή τη στιγμή είναι η σπατάλη. Μόνο αν ο κόσμος μάθει να αγοράζει λιγότερα ρούχα και να τα κρατάει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θα δούμε άμεσα αποτελέσματα».
Εκτός από τη μόδα της… «γρήγορης μόδας» ο καθηγητής θεωρεί ότι μέρος της ευθύνης για αυτή τη σπατάλη φέρει και η ελλιπής ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με το πώς παράγονται τα ρούχα που αγοράζουν. «Σε μεγάλο βαθμό ο κόσμος δεν γνωρίζει πραγματικά τα ζητήματα που προκύπτουν» επισημαίνει. «Στα υφάσματα, για παράδειγμα, όλοι θεωρούν ότι το φυσικό είναι και καλό, οπότε πιστεύουν ότι τα βαμβακερά υφάσματα είναι φιλικά για το περιβάλλον. Ωστόσο το βαμβάκι αυτή τη στιγμή αποτελεί τη λιγότερο βιώσιμη ίνα στον πλανήτη». Οι βαμβακερές «πράσινες» αμαρτίες είναι όπως προσθέτει πολλές, ξεκινούν από την ίδια την καλλιέργεια του φυτού από το οποίο παράγονται οι ίνες και επεκτείνονται σε όλα τα στάδια, στη βαφή και στην επεξεργασία των υφασμάτων.
«Υδροφάγο» βαμβάκι
Οι βαμβακοκαλλιέργειες επιβαρύνουν το περιβάλλον με ποικίλους τρόπους, από την αποψίλωση των δασών και τη χημική ρύπανση έως την απορρόφηση τεράστιου όγκου υδάτινων πόρων. «Η καλλιέργεια βάμβακος χρησιμοποιεί το 25% των παρασιτοκτόνων και εντομοκτόνων που χρησιμοποιούνται σε όλον τον κόσμο ενώ για να παραχθεί ένα κιλό βαμβακερό ύφασμα χρειάζεται 20.000 έως 40.000 λίτρα νερού. Για να σας δώσω μια ιδέα, ένα κιλό βαμβακερού υφάσματος βγάζει περίπου δύο παντελόνια τζιν και το νερό που χρειάζεται είναι όσο νερό θα πιείτε σε όλη τη ζωή σας» αναφέρει ο κ. Μπλάκμπερν. «Επίσης, επειδή αναπτύσσεται μόνο σε συγκεκριμένα κλίματα και επειδή υπάρχει μεγάλη ζήτηση, σε πολλές χώρες παρατηρείται αποψίλωση των δασών για να δημιουργηθούν βαμβακοφυτείες» Σε κάποια κράτη όπου υπάρχει εντατική καλλιέργεια, υπογραμμίζει, η γη φθάνει να χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για αυτόν τον σκοπό με αποτέλεσμα να υπάρχει έλλειψη τροφίμων και νερού ενώ παράλληλα καταστρέφονται οι υποδομές: «Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι το Ουζμπεκιστάν, όπου η λίμνη Αράλη έχει καταστραφεί, έχει σε μεγάλο βαθμό αποξηρανθεί και η αλιεία δεν είναι πλέον δυνατή σε αυτήν».
Οσο και αν ακούγεται οξύμωρο, η βιολογική καλλιέργεια όχι απλώς δεν βελτιώνει την κατάσταση αλλά μάλλον την επιβαρύνει. «Ο κόσμος νομίζει ότι το βιολογικό βαμβάκι είναι καλύτερο, όμως αυτό δεν ισχύει» τονίζει ο καθηγητής. «Βεβαίως δεν χρησιμοποιεί παρασιτοκτόνα και λιπάσματα, αλλά χρειάζεται και πάλι τεράστιες ποσότητες νερού, για την ακρίβεια χρειάζεται περίπου 40% περισσότερο νερό από ό,τι στη συμβατική καλλιέργεια». Οσον αφορά δε το τελικό προϊόν, η βιολογική προέλευση χάνεται στην επεξεργασία και καταλήγει να μην είναι παρά ένας κενός τίτλος. «Αν πάρω δύο δείγματα ινών, ένα από συμβατικό βαμβάκι και ένα από βιολογικό, και τα εξετάσω στο εργαστήριο εδώ στο πανεπιστήμιο, όσα τεστ και να κάνω δεν θα μπορέσω να ξεχωρίσω το ένα από το άλλο» μας λέει. «Ο κόσμος νομίζει ότι το βιολογικό βαμβακερό είναι πιο καλό π.χ. για το δέρμα, αλλά δεν έχει καμία διαφορά».
Η βαφή, η οποία είναι ακριβώς ίδια για το συμβατικό και το βιολογικό βαμβάκι, είναι το επόμενο αμαρτωλό στάδιο. «Και από αυτή την άποψη το βαμβάκι είναι η πιο προβληματική ίνα γιατί ο κύριος τρόπος βαφής του είναι με χρώματα αντίδρασης, τα οποία χρειάζονται μεγάλες ποσότητες νερού και αλάτων» λέει ο κ. Μπλάκμπερν, εξηγώντας ότι σε πολλές περιπτώσεις η διαδικασία αυτή απαιτεί ίση ποσότητα αλάτων με το βαμβάκι που πρόκειται να βαφεί. «Για κάθε κιλό βαμβάκι μπορεί λοιπόν να χρησιμοποιηθούν ένα κιλό άλατα. Και αυτά δεν καθαρίζονται, με αποτέλεσμα να περνάνε στο νερό. Υπάρχουν σε όλον τον κόσμο παραδείγματα όπου το νερό έχει αλλοιωθεί με άλατα εξαιτίας των βαφείων υφασμάτων».
Ενεργοβόρο πολυέστερ

Η πιο διαδεδομένη συνθετική ίνα, το πολυέστερ, είναι λίγο πιο «καθαρή» από το βαμβάκι αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση αθώα. «Το πολυέστερ παράγεται από μια μη ανανεώσιμη πηγή, τα πετροχημικά, όμως αν δείτε τη γενική εικόνα η σύνθεσή του αποτελεί μια πολύ καθαρή διαδικασία, δεν δημιουργεί ιδιαίτερη ρύπανση» εξηγεί ο κ. Μπλάκμπερν. «Καταναλώνει όμως πάρα πολλή ενέργεια. Μια στατιστική πρόσφατα έδειξε ότι η παγκόσμια παραγωγή πολυέστερ για υφάσματα χρησιμοποιεί ετησίως σχεδόν όση ενέργεια καταναλώνει σε έναν χρόνο όλη η Βρετανία». Το πολυέστερ είναι ενεργοβόρο και στο στάδιο της βαφής του, αλλά καθώς χρειάζεται λιγότερα άλατα, προκαλεί λιγότερη ρύπανση από το βαμβάκι.Γενικώς στον τομέα των συνθετικών ινών γίνονται προσπάθειες για την ανάπτυξη μεθόδων βαφής φιλικότερων για το περιβάλλον. «Κάποιες χρησιμοποιούν πραγματικά υψηλής τεχνολογίας διαλυτικά, ένα σύστημα μάλιστα βασίζεται στο διοξείδιο του άνθρακα σε υπερκρίσιμη κατάσταση» αναφέρει. «Πρόκειται για πραγματική καινοτομία, τη χρησιμοποιούν η Nike και η Adidas. Το πρόβλημα είναι ότι τα μηχανήματα είναι πάρα πολύ ακριβά, οι περισσότερες βιομηχανίες υφασμάτων δεν μπορούν να αντέξουν το κόστος. Ακόμη όμως και αν μπορούσαν όλες να επενδύσουν σε αυτή την τεχνολογία, το όφελος θα ήταν πάρα πολύ μικρό σε σχέση με το γενικό πρόβλημα της βαφής των υφασμάτων».
Αν και λιγότερο ρυπογόνο από το βαμβάκι, το πολυέστερ φέρει σημαντικό μερίδιο ευθύνης για ένα άλλο είδος ρύπανσης, τη θαλάσσια ρύπανση από μικροπλαστικά. «Αυτή τη στιγμή υπάρχει τεράστιο ζήτημα με τις μικροΐνες» υπογραμμίζει ο καθηγητής. «Υπολογίζεται ότι το ένα τρίτο από τα μικροπλαστικά που υπάρχουν στις θάλασσές μας προέρχεται από τα υφάσματα. Κάθε φορά που πλένουμε τα ρούχα μας απελευθερώνονται μικροΐνες οι οποίες καταλήγουν στους ωκεανούς. Και δυστυχώς προς το παρόν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για αυτό». Η λύση των φίλτρων στα πλυντήρια αποκλείεται αφού, όπως εξηγεί, για να συγκρατήσουν τόσο μικροσκοπικές ίνες τα φίλτρα αυτά θα πρέπει να είναι τόσο πυκνά ώστε το πλυντήριο δεν θα λειτουργεί. Η ανάπτυξη ειδικών απορρυπαντικών είναι επίσης αμφίβολο εγχείρημα, αφού το πρόβλημα είναι μηχανικό –οι ίνες «φεύγουν» καθώς τα ρούχα τρίβονται με το πλύσιμο. «Το μόνο που μένει πραγματικά είναι να μειώσουμε γενικά την ποσότητα των συνθετικών ινών που χρησιμοποιούμε στα υφάσματα, αλλά και να δούμε την ίδια την ίνα» λέει. «Πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε τρόπους για να μειώσουμε τον σχηματισμό μικροϊνών στο πλύσιμο, και αυτή είναι μια έρευνα που έχουμε ξεκινήσει αυτή τη στιγμή».
Ινες, αλλά ποιες;

Μια άλλη διαδεδομένη ίνα, το βισκόζ, αν και φυσική είναι επίσης προβληματική από περιβαλλοντικής απόψεως. «Το βισκόζ φτιάχνεται από ξύλο από δάση στα οποία δεν γίνεται διαχείριση, αυτό σημαίνει ότι για την παραγωγή του κόβονται δέντρα αδιακρίτως» λέει ο κ. Μπλάκμπερν. «Αντιθέτως όμως το lyocell –θα το δείτε και ως Tencel –είναι κατά τη γνώμη μου η πλέον βιώσιμη ίνα που υπάρχει αυτή τη στιγμή. Φτιάχνεται και αυτό από ξύλο, αλλά αποκλειστικά από δάση στα οποία γίνεται διαχείριση ώστε να παραμένουν βιώσιμα, κατά κύριο λόγο στη Νότια Αφρική. Το παράγουν από δέντρα τα οποία φυτεύουν αποκλειστικά για αυτή τη χρήση, καταλαμβάνουν περίπου το ένα τέταρτο του εδάφους που θα χρειαζόταν για να παραχθεί το αντίστοιχο βαμβάκι, απορροφούν πολύ λιγότερο νερό, περίπου το 4% σε σχέση με το βαμβάκι, και δεν χρειάζονται λιπάσματα και εντομοκτόνα. Ουσιαστικά πρόκειται για βιολογική καλλιέργεια αλλά, επειδή είναι δασική, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τέτοια στην αγορά». Σχεδόν εξίσου «πράσινο» είναι το modal, ένα είδος ρεγιόν που παράγεται επίσης από δέντρα υπό δασική διαχείριση –κυρίως οξιές.
Για άλλη μια φορά ο ειδικός υπογραμμίζει ότι, στα υφάσματα, το φυσικό δεν σημαίνει απαραίτητα οικολογικό. «Υπάρχουν αρκετές ίνες που ο κόσμος νομίζει ότι είναι «καθαρές» αλλά στην ουσία δεν είναι» τονίζει. «Ενα καλό παράδειγμα είναι το μπαμπού. Θεωρητικά ακούγεται εξαιρετικά βιώσιμο, φυτρώνει παντού στην Ασία, αλλά το πρόβλημα είναι ότι η επεξεργασία του είναι πολύ άσχημη, είναι παρόμοια με του βισκόζ και χρησιμοποιεί ένα βλαβερό διαλυτικό το οποίο δημιουργεί μεγάλη ρύπανση». Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν «καλά» φυσικά υφάσματα. «Υπάρχουν αρκετές ίνες οι οποίες μοιάζουν με το βαμβάκι, από την άποψη ότι έχουν παρόμοια χημεία, αλλά δεν τις χρησιμοποιούμε τόσο» λέει. Αυτές είναι το λινό, η βιομηχανική κάνναβη, η γιούτα, η κνίδη (τσουκνίδα) και άλλες ίνες που προέρχονται από τον κορμό των φυτών και οι οποίες με την κατάλληλη επεξεργασία μπορούν να προσφέρουν καλής ποιότητας υφάσματα και οικονομικό όφελος. «Είναι εξαιρετικές ίνες, πολύ περισσότερο βιώσιμες από την άποψη της καλλιέργειας των φυτών» επισημαίνει. «Ευδοκιμούν σχεδόν παντού και θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε ευκαιρία για τη γεωργία της Ευρώπης. Θα μπορούσε π.χ. να έχει καλλιέργειες σε εδάφη τα οποία είναι φτωχά για να καλλιεργηθούν τρόφιμα, έτσι και τα εδάφη αυτά θα βρουν μια χρήση και δεν θα χρειάζεται να κόβονται τα τροπικά δάση για να καλλιεργηθεί βαμβάκι».
Ανακύκλωση προβλημάτων!

Η βιομηχανία της μόδας κατηγορείται ότι δεν ανακυκλώνει τα υλικά της, αλλά η ανακύκλωση στον συγκεκριμένο τομέα δεν είναι απλή υπόθεση. «Θεωρητικά μπορεί να γίνει, υπάρχουν κάποιες μέθοδοι ανακύκλωσης για κάποια υλικά, αλλά το πρόβλημα είναι ότι το υλικό που προκύπτει είναι πάντα κατώτερης ποιότητας» εξηγεί ο κ. Μπλάκμπερν. «Πραγματική ανακύκλωση υπάρχει όταν το υλικό που παίρνεις είναι ίσης ποιότητας με το αρχικό. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, και αυτό είναι μέρος του προβλήματος». Για παράδειγμα, εξηγεί, αυτή τη στιγμή μπορεί να γίνει ανακύκλωση στο πολυέστερ, όμως οι ίνες που βγαίνουν δεν είναι ίδιας ποιότητας με τις ίνες πολυέστερ που συντίθενται απευθείας από πετροχημικά. «Τελευταία ωστόσο κάποιοι επιστήμονες έχουν αρχίσει να εξετάζουν τη χημική ανακύκλωση, κυρίως στις συνθετικές ίνες, οι οποίες μπορούν να διασπαστούν στα αρχικά συστατικά τους και να ξανασυντεθούν από την αρχή» αναφέρει. «Θεωρητικά σε αυτή την περίπτωση δεν θα πρέπει να υπάρχει το πρόβλημα απωλειών όσον αφορά την ανθεκτικότητα και την ποιότητα, και εδώ όμως οι έρευνες βρίσκονται ακόμη στην αρχή τους».
Προς το παρόν λοιπόν ο μόνος τρόπος «ανακύκλωσης» των ρούχων μας είναι να τα δωρίζουμε, να τα επιδιορθώνουμε, να τα μεταποιούμε και γενικώς να βρίσκουμε μια χρήση για αυτά μέχρι… τελικής πτώσεως. «Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: μην τα πετάτε, δεν υπάρχει λόγος, κρατήστε τα για περισσότερο διάστημα» υπογραμμίζει ο καθηγητής. «Ξέρετε, οι άνθρωποι δεν επιδιορθώνουν πια τα ρούχα τους. Στη γενιά της μητέρας μου, της γιαγιάς μου, επιδιόρθωναν τα ρούχα τους και τα κρατούσαν περισσότερο. Σήμερα οι περισσότεροι δεν το κάνουν πια. Δεν ξέρουν να το κάνουν, το οποίο είναι ένα ακόμη πρόβλημα». Ισως η ανάγκη να ξαναμάθουμε την ξεχασμένη αυτή τέχνη γίνει σύντομα επιτακτική, αφού οι προβλέψεις των επιστημόνων που εξετάζουν τη μελλοντική υγεία της βιομηχανίας της μόδας υποστηρίζουν ότι αν συνεχίσουμε να τα αγοράζουμε και να τα πετάμε με αυτόν τον ρυθμό τα φθηνά ρούχα θα οδηγηθούν στην εξαφάνιση. «Κάποιοι μελλοντολόγοι προβλέπουν ότι στο μέλλον ίσως δεν θα μπορούμε να έχουμε στην ιδιοκτησία μας αρκετά ρούχα –επειδή θα είναι πολύ ακριβά θα τα δανειζόμαστε» λέει. «Οταν έχουμε π.χ. να πάμε κάπου πιο επίσημα, θα πηγαίνουμε σε δανειστικά βεστιάρια, θα δανειζόμαστε τα ρούχα που θα φορέσουμε και μετά θα τα επιστρέφουμε».
Fashion victims

Παρά το γεγονός ότι η αλλαγή της στάσης μας απέναντι στα ρούχα μας θεωρείται η κύρια πηγή του προβλήματος, ο κ. Μπλάκμπερν πιστεύει ότι το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για αυτή τη στροφή δεν το φέρουμε εμείς, αλλά η βιομηχανία της μόδας. «Η ίδια η βιομηχανία της μόδας δημιουργεί το πρόβλημα και γι’ αυτό θα πρέπει να πάψει να αγνοεί τους επιστήμονες και να αναλάβει πρωτοβουλίες για τη λύση του» τονίζει. «Γιατί πρέπει να έχουμε έξι διαφορετικές σεζόν σε μια χρονιά; Γιατί η βιομηχανία της μόδας μάς ενθαρρύνει να είμαστε σπάταλοι και να αγοράζουμε συνεχώς καινούργια πράγματα; Γιατί δεν λέει «πάρτε αυτό το ρούχο που φορέσατε πέρυσι και ανανεώστε το, φορέστε το διαφορετικά, συνδυάστε το με άλλα αξεσουάρ, βάλτε δίπλα του ένα άλλο χρώμα, θα συνεχίσει να είναι στη μόδα»; Ποιος υπαγορεύει ποια είναι η μόδα; Η βιομηχανία της μόδας. Οχι ο καταναλωτής. Αρα αυτή είναι υπεύθυνη».
Το επιχείρημα του κέρδους κατά την άποψή του δεν πείθει. «Ξέρετε, πολλοί θα σας πουν είναι οικονομικό το ζήτημα, πρέπει να αυξήσουμε τα έσοδά μας ή να τα διατηρήσουμε πουλώντας έναν συγκεκριμένο αριθμό προϊόντων. Αυτά είναι ανοησίες» λέει. «Αν φτιάχνουν ένα μπλουζάκι που το πουλάνε δύο ευρώ και εσείς το αγοράζετε και το πετάτε, σχεδόν αμέσως ξοδέψατε δύο ευρώ για κάτι που δεν άντεξε και πολύ ενώ θα μπορούσατε να αγοράσετε με δέκα ευρώ ένα μπλουζάκι που θα κρατούσε πέντε φορές περισσότερο. Ετσι ξοδεύονται λιγότεροι πόροι και η εταιρεία έχει το ίδιο κέρδος».
Ανεξαρτήτως τού ποιος έχει την ευθύνη η τάση πάντως είναι γενικώς στο… πέταμα, ιδιαίτερα στα πλούσια κράτη. Αν και πρόσφατα οι έρευνες έδειξαν ότι στο πρώτο εξάμηνο του 2018 οι Αμερικανοί ξόδεψαν λιγότερα χρήματα για ρούχα, σε άλλες χώρες η μόδα γίνεται όλο και πιο… γρήγορη. «Υπάρχει ένας ταχύτατα αυξανόμενος αριθμός καταναλωτών στη Ρωσία, στην Κίνα, στην Ινδία, στη Βραζιλία, γενικώς σε χώρες όπου υπάρχει ανάπτυξη και αυξάνονται οι μισθοί» καταλήγει ο καθηγητής. «Η βιομηχανία της μόδας και οι κατασκευαστές ρούχων θα πρέπει να κάνουν κάτι για αυτό. Δεν αρκεί η καινοτομία στα υλικά ή στον τρόπο με τον οποίο φτιάχνονται τα ρούχα. Η πραγματική καινοτομία θα είναι στο να κάνουμε τον κόσμο να αγοράζει λιγότερα ρούχα και να πετάει λιγότερα. Κάτι τόσο απλό μπορεί να κάνει τεράστια διαφορά».

Καλές και κακές ίνες

Στα υφάσματα το φυσικό δεν είναι απαραίτητα και φιλικό για το περιβάλλον. Το κατά τα άλλα αγνό βαμβάκι επιβαρύνει σε τεράστιο βαθμό τον πλανήτη ενώ άλλες, «περιφρονημένες», ίνες είναι πολύ πιο οικολογικές και θα μπορούσαν να αποφέρουν μεγαλύτερο κέρδος. Ιδού ένας μικρός «πράσινος» οδηγός για τα υφάσματα.

Βαµβάκι: Με διαφορά η πιο διαδεδομένη φυσική ίνα, είναι και η πιο επιβαρυντική για το περιβάλλον. Είναι πανταχού παρούσα, από τα σεντόνια και τις πετσέτες ως τα ρούχα μας – φορέματα, πουκάμισα, T-shirs, τζιν παντελόνια κ.ά. – αλλά η καλλιέργεια του φυτού από το οποίο παράγεται χρησιμοποιεί τεράστιες ποσότητες νερού και εντομοκτόνων ενώ η αυξανόμενη ζήτηση οδηγεί σε πολλές χώρες στην αποψίλωση των δασών για να δημιουργηθούν βαμβακοφυτείες. Επίσης η βαφή του ρυπαίνει το έδαφος και το νερό με άλατα.
Βιοµηχανική κάνναβη: Από τις ίνες της παραγόταν παραδοσιακά το τσουβάλι, το καναβάτσο και το καραβόπανο, σήμερα όμως με την κατάλληλη επεξεργασία δίνει λεπτότερα και μαλακότερα υφάσματα που χρησιμοποιούνται στα ρούχα. Η καλλιέργειά της δεν απαιτεί μεγάλες ποσότητες νερού, ούτε εντομοκτόνα και λιπάσματα, δεν αφαιρεί θρεπτικά συστατικά από το έδαφος, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα, ενώ η συγκομιδή της είναι εύκολη.
Βισκόζ: Αν και φυσική, η συγκεκριμένη ίνα δεν θεωρείται οικολογική. Ανήκει στα ρεγιόν (ίνες με βάση την κυτταρίνη) και παράγεται από πολτό ξύλου «ροκανίζοντας» τα δάση του πλανήτη. Επίσης για την κατασκευή της χρησιμοποιούνται ισχυρά (και βλαβερά) διαλυτικά.
Γιούτα: Προέρχεται από τροπικά φυτά που ευδοκιμούν στην Ασία, στην Αφρική και στη Νότια Αμερική. Η καλλιέργειά της είναι εύκολη, δεν χρειάζεται πολύ νερό, λιπάσματα και εντομοκτόνα και θεωρείται μια πολύ πιο φιλική για το περιβάλλον εναλλακτική από το βαμβάκι.
Λινό: Οι ίνες του είναι πιο στιλπνές και ισχυρές από το βαμβάκι αλλά ελαφρώς δυσκολότερες στη βαφή. Από όλες τις υφαντικές ύλες, είναι ο καλύτερος αγωγός της θερμότητας, κάτι το οποίο σημαίνει ότι είναι με διαφορά η πιο δροσερή. Η καλλιέργειά του είναι επίσης «καθαρή» από λιπάσματα και εντομοκτόνα, ενώ δεν είναι απαιτητική σε νερό, γι’ αυτό και από την άποψη της βιωσιμότητας υπερέχει σε σχέση με το βαμβάκι.
Lyocell (ή Tencel): Ο «πράσινος» ανταγωνιστής των βαμβακερών παράγεται από δέντρα που φυτεύονται για αυτόν τον σκοπό σε δάση που τελούν υπό καθεστώς βιώσιμης διαχείρισης, κυρίως στη Νότια Αφρική. Ανήκει στην κατηγορία των ρεγιόν και αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1970, όμως έχει αρχίσει να κατακτά την υφαντουργία μόλις την τελευταία δεκαετία.
Modal: Μία ακόμη ίνα ρεγιόν η οποία παράγεται από πολτό οξιάς, από δάση τα οποία σε μεγάλο βαθμό βρίσκονται σε βιώσιμη διαχείριση. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι δεν χρησιμοποιεί επιβλαβή διαλυτικά, όπως η βισκόζη, την καθιστούν φιλική για το περιβάλλον.
Μπαµπού: Θεωρητικά θα μπορούσε να είναι απολύτως οικολογικό, αφού φύεται παντού στην Ασία και μπορεί να καλλιεργηθεί πολύ εύκολα. Παράγεται όμως με τον ίδιο τρόπο με το βισκόζ, με ένα ακόμη ισχυρότερο διαλυτικό το οποίο επιβαρύνει το περιβάλλον.
Πολυέστερ: Η πιο διαδεδομένη ίνα μαζί με το βαμβάκι είναι συνθετική και παράγεται από πετροχημικά. Χρησιμοποιείται σε κάθε είδους ρούχα, είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλες. Αν και η πηγή της είναι «βρώμικη», δεν είναι τόσο επιβαρυντική για το περιβάλλον όσο το βαμβάκι, καθώς δεν απορροφά τόσο νερό και δεν παράγει μεγάλη ρύπανση, ενώ η βαφή του δεν επιβαρύνει τόσο το έδαφος και το νερό. Ωστόσο καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ενέργειας και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη θαλάσσια ρύπανση από μικροπλαστικά, με αποτέλεσμα να «πέφτει» στην πράσινη κατάταξη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.