Ο Χρίστος Στυλιανού είναι σαφής όσον αφορά τον ήρωά του: «Ο Ορέστης στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη δεν έχει τίποτα από το ηρωικό του παρελθόν, ούτε από τον ηρωικό χαρακτήρα που του αποδίδει ο Αισχύλος. Ο Ευριπίδης νομίζω ότι τον κατεβάζει στα ανθρώπινα μεγέθη. «Θέλω να ζήσω» λέει. Και προκειμένου να ζήσει μπαίνει για τα καλά στον κύκλο του αίματος, γίνεται αιμοσταγής, και αυτό το αναδεικνύει η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα».
Παράλληλα, μέσα από την πορεία του έργου και του ήρωα, ακολουθούμε τον άνθρωπο και τα όριά του, κυρίως στην αναζήτηση ενός τρόπου επιβίωσης όταν φτάνει στο μη περαιτέρω. «Καλύτερα είναι οι άνθρωποι να μη φτάνουν στο ύστατο σημείο γιατί τότε παύουν να υπάρχουν η κοινωνία, οι νόμοι και οι κανόνες της» λέει ο ηθοποιός. Και ο Ορέστης αγγίζει την αυτοδικία, αλλά τον σώζει τελικά ο από μηχανής θεός.
Συμμετέχω σε κινήματα



«Είναι τρομακτικό να σκέφτεσαι ότι σήμερα οι διαφωνίες λύνονται με τη βία» επισημαίνει ο Χρίστος Στυλιανού συνδέοντας την τραγωδία με το σήμερα. «Το βλέπουμε σε περιστατικά όπως αυτό με την επίθεση στον Μπουτάρη ή σε κάποιον άλλον. Η βία σήμερα έχει πολλούς αποδέκτες. Και την ίδια στιγμή δεν υπάρχει πια από μηχανής θεός, κάτι που πριν από είκοσι-τριάντα χρόνια μπορεί να ήταν ο σεβασμός στο κράτος και στην πολιτεία, η εμπιστοσύνη στη διατήρηση της τάξης. Σήμερα δεν το βρίσκεις το δίκιο σου» τονίζει, χωρίς να συμφωνεί με αυτή τη «δικαιολογία» που γεννά τη βία. «Είναι παγκόσμιο το φαινόμενο. Κάποια πράγματα δύσκολα αλλάζουν, αλλά εγώ πιστεύω, και γι’ αυτό συμμετέχω σε συλλογικά κινήματα που μπορεί να επηρεάσουν κέντρα λήψης αποφάσεων. Ακούγεται ίσως ρομαντικό και δύσκολα εφαρμόσιμο στις μέρες μας, αλλά η κατά μόνας αντίδραση το μόνο που καταφέρνει είναι να δημιουργεί μια αίσθηση αδικίας, η οποία με τη σειρά της τον οδηγεί σε πράξεις βίας. Σήμερα οι ηρωικές πράξεις προέρχονται από την αυτοθυσία κάποιων ανθρώπων, όπως τώρα με τις καταστροφικές φωτιές».

Πιστεύει ότι το αρχαίο δράμα δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζεις τα άλλα είδη θεάτρου, χωρίς να θέλει να τα υποτιμήσει. «Πρέπει να μπεις στο σύμπαν του ήρωα, με μια θεματολογία που αποτελεί τη μήτρα για την υπόλοιπη δραματουργία. Και όλο αυτό ξεκινά από τους ανοιχτούς χώρους και τις απαιτήσεις που έχουν στον όγκο της φωνής, στην κίνηση. Προσπάθησα να προετοιμαστώ, να ετοιμάσω τον εαυτό μου σε εντάσεις και κινήσεις». Και αναγνωρίζει ότι η δουλειά του τού επιτρέπει «μια διέξοδο συναισθηματική, ψυχολογική. Εμείς οι ηθοποιοί κάνουμε τον αγώνα μας με αυτόν τον τρόπο. Αν καταφέρνουμε να ξυπνάμε και κάποιες συνειδήσεις, βάζοντας το πρόβλημα με έναν πλάγιο τρόπο, ακόμη καλύτερα. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι αυτή τη δυνατότητα. Θέλω να πιστεύω πως το θέατρο βοηθάει». Από την εμπειρία του σε έργα που καταπιάνονται με θέματα ταμπού και από την ανταπόκριση του κοινού κατάλαβε ότι «κάτι βρίσκει κι ο κόσμος μέσα σε αυτά».

Ο ρόλος του βασανιστή



Ο ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, που έτυχε να γεννηθεί στη Ρωσία, μεγάλωσε στην Κύπρο και ζει στη Θεσσαλονίκη. Προσέχοντας τις επιλογές του, προχωρεί βήμα-βήμα. Για την προσεχή σεζόν επέλεξε να παίξει στην παράσταση «Πυρκαγιές» που θα σκηνοθετήσει η Ιώ Βουλγαράκη στο ΚΘΒΕ. «Μου αρέσει το έργο στο οποίο θα συμμετέχω να έχει να πει κάτι από μόνο του, χωρίς την πρόταση του σκηνοθέτη, ο οποίος μεταφέρει μια δική του εικόνα. Στο συγκεκριμένο έργο ο ρόλος είναι μικρός αλλά αφάνταστα δύσκολος. Ερμηνεύω έναν βασανιστή στον πόλεμο, όπου όλα επιτρέπονται. Είναι απαιτητικός ρόλος. Διαβάζοντας τις «Πυρκαγιές» συγκλονίστηκα. Οπως μου συνέβη και στα προηγούμενα, το «Φέστεν» και «Τα ορφανά»».
Συμπληρώνει πως ποτέ δεν έκανε όνειρα για ρόλους, γι’ αυτό και ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για τον ίδιο τόσο το «Eπτά επί Θήβας» όσο και τώρα ο «Ορέστης». «Δεν θα έλεγα «όχι» σε τίποτα, αλλά ο Ορέστης είναι ένας από τους πιο σύνθετους ρόλους του αρχαίου δράματος, γιατί περνάει από πολλά συναισθηματικά και ψυχολογικά επίπεδα και καταστάσεις. Οι άλλοι ήρωες έχουν μια πίστη στα ιδανικά και τις αξίες τους, ενώ ο Ορέστης δεν διστάζει να γίνει ακόμη και γελοίος».

Αισθάνεται ότι πορεύεται με επιτυχία; «Το μόνο κριτήριο για εμένα σε σχέση με αυτό είναι η αναγνώριση, και με χαροποιεί. Προσπαθώ όμως να μη γίνεται σε βάρος της δουλειάς μου. Μπαίνω σε κάθε παράσταση όσο πιο καθαρός και αγνός μπορώ. Εχω ανάγκη τον σκηνοθέτη, θέλω να με κατευθύνει» εξηγεί.
Ξέρει ωστόσο ότι η προβολή που έχει ένας ηθοποιός στη Θεσσαλονίκη δεν συναγωνίζεται την αντίστοιχη της Αθήνας. Γι’ αυτό και βρίσκει θετικό να κάνει περιοδείες τα καλοκαίρια, γιατί έτσι τον γνωρίζει το ευρύτερο κοινό αλλά και το σινάφι του. «Εχω επιλέξει να ζω στη Θεσσαλονίκη αλλά χαίρομαι που έχουν μιλήσει για μένα με θερμά λόγια και στην Αθήνα».

Δεν υπάρχουν πειρασμοί
Δεν σκέφτεται να κατέβει στην πρωτεύουσα; «Θεωρητικά δεν υπάρχουν πειρασμοί που θα με έφερναν στην Αθήνα. Μόνον πρακτικά θα το σκεφτόμουν. Ωστόσο έχω βρει μια ισορροπία στη Θεσσαλονίκη, και στη δουλειά μου και με την οικογένειά μου. Δεν είμαι όμως κλειστός σε προτάσεις, ούτε βιάζομαι». Προς το παρόν έχει θέσει σε προτεραιότητα την οικογενειακή του ζωή, με τη γυναίκα του, την ηθοποιό Ελένη Θυμιοπούλου, και τις δύο κόρες του, επτάμισι και τρεισήμισι χρόνων.
Αλλωστε ο Χρίστος Στυλιανού έχει αποδείξει ότι όταν χρειαστεί ενδίδει σε προκλήσεις. Οπως όταν πριν από δεκαπέντε χρόνια χρειάστηκε να εγκαταλείψει τις πολιτικές επιστήμες για το θέατρο. «Στο μέτρο που μπορώ αφήνω ανοιχτά παράθυρα» λέει. Και έχει δίκιο: Μέσα στην τελευταία πενταετία έπαιξε τον Πέερ Γκιντ, τον Βόιτσεκ, τον Ετεοκλή και τώρα τον Ορέστη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ