Πρωτοσυστηθήκαμε με τον Μάνο Ελευθερίου πριν από είκοσι, περίπου, χρόνια στο «Party», το γνωστό, τότε, μπαράκι δίπλα στο Στάδιο. Θυμάμαι σε εκείνη την πρώτη συνάντηση, αναφωνεί κάποια στιγμή, χωρίς προφανή λόγο, ένα «Ωχ!». «Τι συνέβη;» του λέω. «Είδα τη φάτσα μου στον καθρέφτη» μου απάντησε με εκείνον τον αδυσώπητο αυτοσαρκασμό του. Αλλοτε πάλι μας διηγιόταν διάφορα περιστατικά χωρίς όμως να αναφέρει ονόματα, ποιος έκανε εκείνο ή το άλλο.
«Ενας λογοτέχνης, κάποιος συνθέτης» έλεγε. «Βρε αμάν, πες μας κάτι πιο συγκεκριμένο» επιμέναμε εμείς, τίποτα αυτός. «Αν σε πάνε στην Αστυνομία και σε πιέσουν να πεις ονόματα, θα έλεγες;» τον ρώτησα κάποτε. «Αμέσως!» ήταν η απάντησή του.
Αυτός ήταν ο Μάνος. Θα έλεγα ο τελευταίος σοφός. Ο τελευταίος από εκείνους τους ανθρώπους παλαιάς κοπής. Που εκλείπουν αφήνοντας πίσω τους ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Και μένει –στον χώρο της Τέχνης αλλά και παντού πιστεύω –το καρακατσουλιό που λυμαίνεται τα πάντα και επιβάλλει τα δικά του καθεστώτα. Είμαι λοιπόν πολύ περήφανος και θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά προνομιούχο που με αυτόν τον άνθρωπο είχα μια όχι απλώς φιλική αλλά οικογενειακή σχέση.
Βέβαια είναι μεγάλη μου τιμή το ότι συνεργάστηκα συστηματικά μαζί του τα τελευταία χρόνια. Το χαρακτηριστικό αυτής της συνεργασίας είναι ότι ποτέ, σαν να το είχαμε προσυνεννοηθεί, δεν κυνηγήσαμε την επιτυχία με την έννοια του σουξέ. Κάναμε κάποια λαϊκά τραγούδια όπως, για παράδειγμα, τα «Φάρμακα» που τραγουδήσαμε με τη Στανίση, αλλά συνήθως δουλεύαμε με δύσκολα ποιήματά του που δεν μελοποιούνται εύκολα. Το αποτέλεσμα ήταν ακόμη και δεκάλεπτα τραγούδια, σονάτες θα τα έλεγα πιο σωστά. Σαν το «Γεύμα με τον Φραντς Κάφκα». Αυτό ήταν για εμένα πρόκληση και συγχρόνως εξαιρετικά απελευθερωτικό.
Σε περιόδους στενής συνεργασίας είχε αγωνία για τη μελοποίηση των στίχων του. Με έπαιρνε κάθε πρωί τηλέφωνο, μου έλεγε «Σκέφτηκα αυτό, σκέφτηκα το άλλο», μου έκανε παρατηρήσεις. Σαν να σκηνοθετούσε τα τραγούδια. Και αυτό ήταν ευεργετικό για την ψυχή μου. Ο ίδιος πίστευε ότι αυτά τα τραγούδια κάποτε θα έβρισκαν τον δρόμο τους προς την αναγνώριση από το κοινό. Εγώ θεωρώ, απλά, ότι υπάρχουν γιατί πρέπει να υπάρχουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ