Τι γυρεύουν, άραγε, μερικές δεκάδες χαρτοπετσέτες ανάμεσα σε παρτιτούρες, προγράμματα συναυλιών, τιμητικές διακρίσεις, διατριβές και μελέτες; Πώς ένα απλό, χρηστικό αντικείμενο λειτουργεί ως «διασώστης» της μνήμης και του συναισθήματος συνδέοντας τον ερευνητή απευθείας με τον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού; Την απάντηση δίνει η Στεφανία Μεράκου, διευθύντρια της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής «επιστρέφοντας» στο αρχείο του Μίκη Θεοδωράκη: το πρώτο που υποδέχθηκε η Βιβλιοθήκη και μάλιστα την ίδια εκείνη χρονιά της έναρξης της λειτουργίας της, το 1997. Η εξιστόρησή της αποκτά ειδική επικαιρότητα αφού σήμερα ο συνθέτης, ο οποίος γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925, γιορτάζει τα 93α γενέθλιά του.
«Ο Μίκης Θεοδωράκης δώρισε το αρχείο του στη Μουσική Βιβλιοθήκη με προτροπή του Χρήστου Λαμπράκη και μερικών κοινών φίλων, μεταξύ των οποίων ο Βύρων Σάμιος και ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος» εξηγεί η Στεφανία Μεράκου. «Το αρχείο ήρθε από δύο μεριές: το εξοχικό σπίτι του στο Βραχάτι, όπου υπήρχε η συλλογή αποκομμάτων Τύπου, αφίσες, αλληλογραφία και διάφορα άλλα πράγματα. Τα μουσικά, όμως, χειρόγραφα βρίσκονταν στην Αθήνα, στην οδό Επιφάνους. Το υλικό από το Βραχάτι ήρθε με ένα μεγάλο φορτηγό. Αμεσα έγινε μια συνοπτική καταγραφή του υλικού αυτού στη Βιβλιοθήκη. Ωστόσο, το μουσικό υλικό καταγραφόταν στο σπίτι της οδού Επιφάνους επί 3-4 μήνες και σιγά-σιγά μεταφερόταν στη Βιβλιοθήκη βάσει ενός πρακτικού παραλαβής το οποίο συνόδευσε και τη σύμβαση δωρεάς η οποία έγινε τελικά με τον συνθέτη. Αυτή η μεταφορά ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1998».
Μελωδίες, ύμνοι, πιστεύω
Με την ταξινόμηση, καταγραφή και τακτοποίηση του αρχείου ασχολούνται αρκετοί άνθρωποι: μουσικολόγοι για τη μουσική, ιστορικοί για τα γραπτά κείμενα. Μέσα στο τεράστιο από πλευράς όγκου υλικό υπάρχουν και 100, περίπου, χαρτοπετσέτες από την περίοδο κατά την οποία ο συνθέτης ήταν κρατούμενος της δικτατορίας των συνταγματαρχών στο στρατόπεδο του Ωρωπού (Οκτώβριος 1969 – Απρίλιος 1970). Στις χαρτοπετσέτες αυτές, τις οποίες έπαιρνε από την τραπεζαρία, ο Μίκης Θεοδωράκης ξεδιπλώνει τις σκέψεις του ελλείψει άλλου χαρτιού. «Επιστρέφει στο «Αξιον Εστί» και στο πλαίσιο της ανάλυσης που κάνει αποφασίζει να αντιπαραβάλει τις μελωδίες του έργου με τις μελωδίες βυζαντινών ύμνων, πράγμα που κάνει και για άλλα τραγούδια του, το «Ροδόσταμο», για παράδειγμα. Στις ίδιες πάντα χαρτοπετσέτες αναπτύσσει και το καλλιτεχνικό του «πιστεύω», τη γενικότερη αντίληψή του για τη μουσική» λέει η Στεφανία Μεράκου.
Ωστόσο η ίδια στην πρώτη εκείνη καταγραφή του αρχείου και μέσα στην ποσότητα του υλικού δεν έτυχε να αντιληφθεί τις χαρτοπετσέτες αυτές. Τακτοποιούνται από την ομάδα των κειμένων στα ειδικά αντιόξινα κουτιά και φυλάσσονται εκεί. Οταν κάποια στιγμή αναζητεί κάτι και ανατρέχει στο αρχείο, ανοίγει τα κουτιά, τις βλέπει, αντιλαμβάνεται τι είναι και όπως χαρακτηριστικά λέει, μένει με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη.
«Αυτό που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα δεν ήταν τόσο το γεγονός ότι έγραφε σε αυτό το μέσο, άλλωστε υπήρχαν και σημειώσεις σε κουτιά από τσιγάρα, όσο το πώς σώθηκε το υλικό αυτό» λέει η διευθύντρια της Μουσικής Βιβλιοθήκης. «Υπάρχει, βέβαια, και παρτιτούρα η οποία σώθηκε από τη Μακρόνησο όπου οι συνθήκες ήταν ακόμη πιο δύσκολες. Εχουν περάσει περιπέτειες τα χειρόγραφα αυτά».
Τα προ και μετά του Ωρωπού είναι, βεβαίως, γνωστά. Ο Μίκης Θεοδωράκης συλλαμβάνεται από το δικτατορικό καθεστώς τον Αύγουστο του 1967 και παραμένει για δύο μήνες κρατούμενος στην Ασφάλεια Αθηνών. Στη συνέχεια, θα μεταφερθεί στις φυλακές Αβέρωφ και από τον Ιανουάριο του 1968 ως τον Δεκαπενταύγουστο της ίδιας χρονιάς θα τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό στο εξοχικό του στο Βραχάτι. Θα ακολουθήσει η εξορία του στη Ζάτουνα της Αρκαδίας ώσπου το φθινόπωρο του 1969 θα οδηγηθεί στο στρατόπεδο του Ωρωπού. Εκεί, παρά τις δύσκολες συνθήκες, δεν θα σταματήσει να εργάζεται. Οι χαρτοπετσέτες δεν είναι το μοναδικό τεκμήριο.
Στις 19 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου ως εκπρόσωπος των κρατουμένων θα απευθύνει επιστολή στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό η οποία, όμως, δεν θα φτάσει ποτέ στους αποδέκτες. Θα επιστραφεί από τη διοίκηση του στρατοπέδου με τη φράση: «Δεν υποβάλλονται διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις, όπως ατομικώς έκαστος υποβάλλει τα αιτήματά του και ουχί ομαδικώς».
Διότι δεν συνεμορφώθη
Αργότερα ο συνθέτης θα πει για αυτό το περιστατικό: «Σαν εκπρόσωπος των κρατουμένων είχα πάει στον διοικητή και του είχα δώσει τις αιτήσεις όλων για τον Ερυθρό Σταυρό. Η γραμμή της διοίκησης ήταν ότι ο καθένας έπρεπε να πάει μόνος του να κάνει την αίτηση, μήπως εκεί ο διοικητής μιλώντας του τον καταφέρει να κάνει δήλωση. Εμείς θέλαμε να είμαστε όλοι μαζί. Και έτσι ο ανθυπασπιστής μπήκε μέσα και μου ‘φερε όλο τον πάκο με τις αιτήσεις και πάνω έγραφε: «Επιστρέφονται διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις». Λοιπόν, είμαστε έτοιμοι να βγούμε έξω, αλλά τα μεγάφωνα είπαν ότι σήμερα απαγορεύεται η έξοδος. Είχα λοιπόν μπροστά μου τους στίχους αυτούς, τον πρώτο στίχο γραμμένο από τον διοικητή, έγραψα το τραγουδάκι «διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει μες στο σύρμα περπατώ». Και το μεσημέρι, το βράδυ, κατεβαίνουμε στο εστιατόριο, τους τραγούδησα το καινούργιο τραγούδι και μάλιστα εμήνυσα στον διοικητή ότι έχει και πνευματικά δικαιώματα, γιατί ο πρώτος στίχος είναι δικός του…».
Λίγο αργότερα, στις 15 Ιανουαρίου 1970, στις φυλακές του Ωρωπού θα ολοκληρώσει το «Raven» σε στίχους Γιώργου Σεφέρη το οποίο αφιερώνει στον συνθέτη Γιάννη Χρήστου που είχε σκοτωθεί σε τροχαίο ατύχημα μία μόλις εβδομάδα ενωρίτερα, ανήμερα στα γενέθλιά του. «Και πάλι καταλήγω στον Σεφέρη» σημειώνει ο συνθέτης. «Στις 15 Γενάρη 1970 τελειώνω το Raven. Με τον Πέτρο, τον αχώριστο σύντροφο, οργανώνουμε την πρώτη εκτέλεση μέσα στην έρημη κουζίνα. Απάνω στο τραπέζι με τη λαμαρίνα, ένα μπουκάλι μπίρα. Θα την απολαύσουμε μετά τη μουσική…».
Στον Ωρωπό η υγεία του συνθέτη θα επιδεινωθεί. Στο εξωτερικό θα ξεσπάσει θύελλα διαμαρτυριών. Στις 13 Φεβρουαρίου 1970 περισσότερες από 300 προσωπικότητες από τον χώρο της διανόησης και της τέχνης ζητούν την απελευθέρωση του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Σοστακόβιτς, ο Αρθουρ Μίλερ, ο Λόρενς Ολίβιε κ.ά. θα συγκροτήσουν επιτροπή. Θα αποφυλακιστεί, τελικά, κάτω από τη διεθνή πίεση στις 13 Απριλίου 1970 και θα φύγει για το Παρίσι.
«Το πιο ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση είναι το συναισθηματικό υπόβαθρο το οποίο, σε σχέση με τις χαρτοπετσέτες, είναι πολύ συγκεκριμένο» λέει η Στεφανία Μεράκου. «Δεν είναι τόσο το να διαβάσεις το κείμενο, ίσως και να μην μπορείς καν να το διαβάσεις. Το κύριο είναι ότι συνειδητοποιείς πως η σκέψη του ήταν τόσο έντονη, τόσο «πιεστική» ώστε είχε την ανάγκη να τη μεταφέρει οπωσδήποτε, ας είναι και στη χαρτοπετσέτα, το μόνο χαρτί που έχει διαθέσιμο. Κι από άλλα χαρακτηριστικά τεκμήρια του αρχείου στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει κανείς: ο Θεοδωράκης οτιδήποτε σκέφτηκε, το κατέγραψε. Εχει κάθε είδους σημειώσεις σε μπλοκάκια από ξενοδοχεία, κουτιά τσιγάρων, χαρτί, πολλά χειρόγραφα είτε με πολιτιστικό είτε με πολιτικό περιεχόμενο, σημειώματα σχετικά με εκτελέσεις έργων, επικοινωνία για οργάνωση συναυλιών, συνεννοήσεις με καλλιτέχνες… Πολλά ντοκουμέντα τα οποία δεν έχουν ακόμη αναζητηθεί σε όλη τους την έκταση από ερευνητές. Γενικά, η ενέργεια και η δραστηριότητα του Θεοδωράκη εντυπωσιάζουν. Αξίζει να πω στις παρτιτούρες από τις όπερες, στις επιμελώς καθαρογραμμένες παρτιτούρες, βρίσκει κανείς στο περιθώριό τους σημειώσεις σημαντικών γεγονότων: θανάτους, πορείες, επισκέψεις, συναυλίες στο εξωτερικό. Ενα δεύτερο ημερολόγιο».
Μίκης Θεοδωράκης: «Η εξορία είναι συνθήκη περισυλλογής»
«Θεωρώ την απόφασή μου να δωρίσω όλο το Αρχείο μου στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας «Λίλιαν Βουδούρη» ως μία από τις πιο σημαντικές αποφάσεις της ζωής μου γιατί έτσι όλο αυτό το υλικό μπορεί να συντηρηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αλλά και να μελετηθεί και να γίνει κτήμα όλων των ενδιαφερομένων» λέει στο «Βήμα» ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο συνθέτης θέλει να ευχαριστήσει δημόσια όλους εκείνους που κατά καιρούς εργάστηκαν επάνω στο αρχείο του, με πρώτες τη διευθύντρια Στεφανία Μεράκου και την υπεύθυνη του Αρχείου Ελληνικής Μουσικής Βάλια Βράκα «για την αγάπη, το ενδιαφέρον και την πραγματικά καταπληκτική δουλειά που έχουν κάνει» όπως χαρακτηριστικά σημειώνει.
Επιστρέφοντας στις χαρτοπετσέτες και στο περιεχόμενό τους, πώς σκέφτηκε στη διάρκεια της κράτησής του στον Ωρωπό να «επανέλθει» στο «Αξιον Εστί» κάποια χρόνια μετά τη σύνθεσή του και να το συνδέσει με τους βυζαντινούς ύμνους; «Κάποιος από τους συγκρατούμενούς μου ήταν ψάλτης» θυμάται ο Μίκης Θεοδωράκης. «Θεώρησα λοιπόν ότι αυτό ήταν μια καλή ευκαιρία για μένα να καταγράψω και να μελετήσω τους βυζαντινούς ύμνους. Κάθε φορά που είχαμε ευκαιρία, του ζητούσα να ψάλλει κάποιους ύμνους και εγώ τους κατέγραφα. Η βυζαντινή μου «παιδεία» ήταν οι ύμνοι που άκουγα να ψέλνει η μικρασιάτισσα γιαγιά μου (η μητέρα της μητέρας μου) και οι ύμνοι που άκουγα στην εκκλησία όπου έψελνα κι εγώ στην παιδική και εφηβική μου ηλικία. Στον Ωρωπό απλά σκέφτηκα να κωδικοποιήσω τα βυζαντινά μου ακούσματα, αφού μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία.
Το «Αξιον Εστί» έχει σχέση με τη διαμόρφωση του όλου μουσικού μου χαρακτήρα, που δεν έχει να κάνει μόνο με τους βυζαντινούς ύμνους αλλά και με όλα τα ακούσματα της παιδικής και νεανικής μου ηλικίας. Αυτά ήταν οι ύμνοι που άκουγα από τη γιαγιά μου ή στην εκκλησία όπου έψελνα εγώ, τα «ελαφρά» τραγούδια που τραγουδιόνταν τότε, οι καντάδες κ.λπ. Επίσης ο ίδιος ο Οδυσσέας Ελύτης μου είχε πει ότι βλέπει το έργο σαν έναν «εκκλησιαστικό ύμνο», οπότε κι εγώ όταν το συνέθεσα, του έδωσα φόρμα «εκκλησιαστικής μουσικής» με τον ψάλτη, τον παπά, τον αναγνώστη. Αυτά δεν είχαν να κάνουν με τη βυζαντινή μου παιδεία. Απλά στον Ωρωπό αξιοποίησα την ευκαιρία που μου δόθηκε με τον συγκρατούμενό μου ψάλτη. Οπως νωρίτερα στη Ζάτουνα, βρήκα την ευκαιρία συνομιλώντας με τον ιερέα του χωριού να ασχοληθώ περισσότερο με βυζαντινά βιβλία, να σπουδάσω τη βυζαντινή γραφή, ακριβώς τότε που έγραφα το έργο «Επιφάνια Αβέρωφ»».
Στις ίδιες χαρτοπετσέτες ο συνθέτης καταγράφει και το καλλιτεχνικό του «πιστεύω». Πώς περιγράφει σήμερα το πλαίσιο βάσει του οποίου διαμορφώθηκε; «Οι συνθήκες εξορίας είναι και συνθήκες περισυλλογής. Πρόκειται για μια αναγκαστική παύση, ένα αναγκαστικό διάλειμμα. Βεβαίως εξακολουθούσα να συνθέτω πάντα είτε τραγούδια είτε έργα πιο σύνθετης μορφής όπως το «Raven» του Γιώργου Σεφέρη, όμως φυσικά είναι άλλο αυτό και εντελώς διαφορετική η ως τότε δραστηριότητά μου με τις συναυλίες, τις περιοδείες κ.λπ. Ετσι, το κείμενο αυτό, «Το Καλλιτεχνικό μου Πιστεύω» δεν λειτουργεί μουσικά αλλά είναι μια απόπειρα αυτοανάλυσης. Το ίδιο συνέβη και στην Ικαρία και στη Ζάτουνα με άλλα κείμενά μου παρόμοιου περιεχομένου».
Τελικά πώς διασώθηκαν οι χαρτοπετσέτες αυτές; «Φεύγοντας από τον Ωρωπό δεν πήρα σχεδόν τίποτα μαζί μου, γιατί με μετέφεραν στο νοσοκομείο και πίστευα ότι μετά τη νοσηλεία μου εκεί θα ξαναγυρνούσα στον Ωρωπό» λέει ο Μίκης Θεοδωράκης. «Τις άφησα σε κάποιον συγκρατούμενό μου, που δυστυχώς δεν θυμάμαι το όνομά του, ο οποίος τις φύλαξε και προφανώς αργότερα τις παρέδωσε στον πατέρα μου και έτσι σώθηκαν. Αλλωστε σε κάθε φυλακή ή εξορία μου, επειδή ποτέ δεν ήξερα τι με περιμένει, έλεγα πάντα στους συγκρατουμένους μου, αν συμβεί οτιδήποτε, να προσπαθήσουν να παραδώσουν κάποια μέρα τα πράγματά μου (και ανάμεσα σε αυτά κυρίως τα γραπτά μου) στο σπίτι μου, στην τάδε διεύθυνση…». ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ