Την είδε να παίζει ντραμς στο στούντιο του σπιτιού της στο Κάμντεν του Λονδίνου. Την είδε να τραγουδάει όλο συναίσθημα σε συναυλία στο Παρίσι. Την είδε τελικά να ξεκουράζεται στις πολύμηνες διακοπές της στο νησάκι της Σάντα Λουτσία στην Καραϊβική, απαλλαγμένη από την περσόνα της περφόρμερ. Χωρίς το εμβληματικό ποστίς της και με τα φυσικά σγουρά μαλλιά της να τα παίρνει ο αέρας και να χαίρεται τον ήλιο, τη θάλασσα και την ιππασία. Δυστυχώς και το πολύ ποτό, καθώς εκείνη την περίοδο η Γουάινχαουζ ήταν μεν καθαρή από ουσίες αλλά παρέμενε σταθερά εξαρτημένη από το αλκοόλ. Ο Μπλέικ Γουντ επέλεγε να μην εστιάσει σε αυτή την πλευρά της και να μη διανθίσει το σκοτεινό αφήγημα περί καταραμένης καλλιτέχνιδας, όπως παρουσιάστηκε ευρέως όσο εκείνη ζούσε αλλά και μετά τον θάνατό της. «Ηταν μια υπέροχη ψυχή γεμάτη αγάπη που πετύχαινε αξιοθαύμαστους προσωπικούς θριάμβους και αυτές οι φωτογραφίες το αποτυπώνουν» δήλωσε πρόσφατα στον βρετανικό Τύπο. «Η Εϊμι που υποφέρει είναι κάτι που έχουμε δει και απαθανατίσει επανειλημμένα ως κοινωνία, τουλάχιστον όπως το βλέπω εγώ. Ισως άλλοι άνθρωποι έχουν ανάγκη να συνδέονται με αυτό το κομμάτι της ζωής της και θέλουν να βλέπουν περισσότερες εικόνες. Αλλά όσον αφορά εμένα, δεν το χρειάζομαι. Με αυτές τις φωτογραφίες θέλω να αλλάξω τη συζήτηση που γίνεται σχετικά με την Εϊμι».
Το Γιν και το Γιανγκ
Ποιος ήταν όμως αυτός ο Μπλέικ Γουντ, ο συνονόματος με τον μακιαβελικό όσο και βαθιά δυστυχισμένο και πληγωμένο σύζυγο της Εϊμι, Μπλέικ Φίλντερ-Σίβιλ; Ο απαραίτητος άγγελος απέναντι στον διάβολο που ρουφούσε το αίμα της, το Γιν και το Γιανγκ της σύντομης ζωής της. Γνωρίστηκαν στο Λονδίνο το 2007, στο σπίτι της Κέλι Οσμπορν, κόρης του Οζι. Εκείνη ήταν 24 ετών και μία από τις πιο διάσημες τραγουδίστριες του κόσμου, με τα φώτα διαρκώς στραμμένα επάνω της χάρη στα πέντε Grammy για το επικό άλμπουμ «Back to Black» (2006) και την καταστροφική σχέση της με τον Μπλέικ Φίλντερ-Σίβιλ. Εκείνος, ο άλλος Μπλέικ, ήταν μόλις 22 και άρτι αφιχθείς από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αναζήτηση συγκινήσεων στη συναρπαστική μητρόπολη. Η σχέση τους ήταν καρμική ή έτσι ήθελαν τέλος πάντων να πιστεύουν.
Η Εϊμι προσφέρθηκε να διαβάσει το μέλλον του αμερικανού νεαρού πάνω σε κάρτες ταρό. Σε ένα γύρισμα των χαρτιών τράβηξε ένα φύλλο με έναν άσο κούπα – παρεμπιπτόντως, ένα σύμβολο όμοιο με εκείνο που είχε ζωγραφίσει ως τατουάζ στο δάχτυλο όπου βρισκόταν η βέρα της. Στο σύμπαν της χαρτομαντείας των ταρό αυτό σήμαινε το ξεκίνημα μιας δυνατής σχέσης, για την οποία όπως αποδείχθηκε ήταν και οι δύο έτοιμοι να τα δώσουν όλα. Πολύ σύντομα ανέπτυξαν έναν βαθύ δεσμό, μια πλατωνική σχέση με όλες τις εκφάνσεις μιας φρέσκιας, νεανικής φιλίας. Βόλτες σε παμπ, συζητήσεις μέχρι αργά μπροστά από μια οθόνη τηλεόρασης, αμοιβαίες εκμυστηρεύσεις ζωής. Οσα λένε οι νέοι μεταξύ τους δηλαδή, με μια πρόσθετη λεπτομέρεια ειδική στην περίπτωσή τους: έπρεπε διαρκώς να εφεύρουν κατεργαριές για να αποφύγουν τους πανταχού παρόντες παπαράτσι. Η Εϊμι ενθάρρυνε τον Μπλέικ να φωτογραφίζει γιατί διέκρινε ένα ταλέντο σε αυτόν. Εκείνος ακολούθησε τη συμβουλή της και την έκανε, εύλογα, το μοντέλο του. Μετά τη Σάντα Λουτσία γύρισε στην Αμερική αποφασισμένος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη φωτογραφία.
Ευτυχώς ο φωτογράφος Μπλέικ δεν είχε καμία σχέση με τον συνήθως ανεπάγγελτο σύζυγο Μπλέικ, ο οποίος ως γνωστόν έριξε την επιρρεπή στο ποτό Εϊμι στα βαριά ναρκωτικά. Ηταν ο φίλος της Εϊμι, άλλη μία χαμένη ψυχή αλλά με πολύ πιο συγκροτημένο πυρήνα και αυτοέλεγχο, δεδομένου ότι είχε μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον με εξαρτημένα άτομα και είχε εμπεδώσει από νωρίς ποιες παγίδες θα ήταν καλύτερο να αποφεύγει στη ζωή. Αυτό που τον διαφοροποιεί απ’ όλους τους άλλους σημαντικούς άνδρες στη ζωή της είναι ότι δεν έσπευσε να την εκμεταλλευτεί, να στραγγίξει παρασιτικά τη φήμη και την περιουσία της. Οχι εντελώς απροκάλυπτα, τέλος πάντων. Γιατί ως γνωστόν ο μεν λατρεμένος πατέρας της Εϊμι, Μιτς, έπαιξε έναν αποφασιστικό ρόλο στην καταπόνηση της κόρης του προς το τέλος της ζωής της, πιέζοντάς την να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του συναυλιακού προγράμματός της. Εδώ και χρόνια, δε, προσπαθεί να κάνει καριέρα ως crooner, εξαργυρώνοντας την αναγνωρισιμότητα και τη συναισθηματική βαρύτητα που αποπνέει το άκουσμα και μόνο του ονόματός του. Ο Μπλέικ Φίλντερ-Σίβιλ, από την άλλη, εξακολουθεί να διεκδικεί ψίχουλα διασημότητας από τα βρετανικά tabloids κάνοντας δηλώσεις ακόμη και σήμερα για την Εϊμι.
Αν μη τι άλλο, ο Μπλέικ Γουντ περίμενε επτά χρόνια μετά τον θάνατό της για να βγάλει αυτό το λεύκωμα. Οσο αυτοαναφορικό κι αν γίνεται κατά τόπους, και όσο και να προβάλλει τον άγνωστο μέχρι πρότινος φωτογράφο, δεν παύει να είναι και ένα γράμμα αγάπης σε αυτό το αδικοχαμένο κορίτσι. Γιατί ο φωτογράφος των πιο μύχιων στιγμών της ενδιαφερόταν εξαρχής για τη φωτεινή Εϊμι. «Νομίζω ότι και τότε που ήμουν συνέχεια μαζί της, ανάμεσα σε όλον εκείνο τον αρνητικό Τύπο, και την κριτική που ασκούσε σε βάρος της, πάντα προσπαθούσα να αναδείξω ποια ήταν στον πυρήνα της ύπαρξής της. Οπως επίσης να επιστήσω την προσοχή στο ότι η κατάστασή της δεν ήταν ένα καπρίτσιο αλλά ένα σοβαρότατο πρόβλημα υγείας. Ηταν μια νεαρή γυναίκα που υπέφερε από την εξάρτησή της και από προβλήματα ψυχικής υγείας και όλοι κοιτούσαν να το εκμεταλλευτούν όλο αυτό αντί να πουν: «Για στάσου, αυτός ο άνθρωπος χρειάζεται βοήθεια». Αντί να την τραβάμε φωτογραφίες εκατό άτομα ταυτόχρονα, μήπως θα έπρεπε να τη ρωτήσουμε αν είναι καλά και αν χρειάζεται βοήθεια; Μου ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να χειριστώ την έλλειψη της ανθρωπιάς στον τρόπο που την αντιμετώπιζαν εκείνο τον καιρό. Σήμερα, ακόμη περισσότερο από τότε, πιστεύω ότι πρέπει να εστιάζουμε στα δυνατά σημεία των ανθρώπων και να σταματήσουμε να κρίνουμε αλλήλους τόσο ανελέητα»