Από τα τέλη Οκτωβρίου του 2015, όταν εκδηλώθηκε η γερμανική αναδίπλωση απέναντι στις προσφυγικές ροές, άρχισε να γίνεται φανερό ότι ήταν θέμα χρόνου το σφράγισμα του «βαλκανικού διαδρόμου» που θα είχε ως λογικό επακόλουθο να εγκλωβιστεί στην Ελλάδα ένας υπολογίσιμος, πλην όμως όχι θεόρατος, αριθμός ανθρώπων. Η συμφωνία της ΕΕ με την Τουρκία, τον Μάρτιο του 2016, εδραίωσε επισήμως αυτή τη δύσμορφη κατάσταση.
Σύμφωνα με την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, στην Ελλάδα σήμερα βρίσκονται κάτι λιγότερο από 60.000 πρόσφυγες και μετανάστες από αυτούς που ξεκίνησαν να έρχονται με τη μεγάλη ροή του 2015, ενώ 1.600 άτομα έχουν επιστρέψει στην Τουρκία δυνάμει της συμφωνίας της με την ΕΕ.
Από αυτούς τους 60.000 οι 16.000 στοιβάζονται στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και οι υπόλοιποι βρίσκονται καταμερισμένοι στην ενδοχώρα. Από τα τέλη του 2015, περίπου 50.000 έχουν υπαχθεί στο στεγαστικό πρόγραμμα της Υπατης Αρμοστείας (accomodation) – (σήμερα στεγάζονται 21.000), ενώ από το πρόγραμμα χρηματικής επιδότησης (cash) για το οποίο συνολικά έχουν δαπανηθεί πέντε εκατομμύρια ευρώ ωφελούνται σήμερα περίπου 50.000. Tο 1/3 των δικαιούχων είναι οικογένειες άνω των πέντε μελών. Αυτές επιδοτούνται με 550 ευρώ μηνιαίως, ενώ ένα μεμονωμένο άτομο λαμβάνει 90 ευρώ. Το 40% του πληθυσμού που λαμβάνει τα χρήματα βρίσκεται στην Αθήνα, το 26% στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου σε καθεστώς ελεύθερης διαμονής ή στα hot spots, και το υπόλοιπο ένα τρίτο στην υπόλοιπη επικράτεια.
Σύμφωνα με τον υπάρχοντα σχεδιασμό, η Υπατη Αρμοστεία σε σύντομο χρονικό διάστημα θα αποσυρθεί από τα ως άνω προγράμματα, η υλοποίηση των οποίων θα πραγματοποιείται από το 2020, υπό την αιγίδα του ελληνικού κράτους.
Τα προηγούμενα δεδομένα μάς θέτουν ενώπιον αναπόδραστων ερωτημάτων που αφορούν την επιχειρησιακή ετοιμότητα των ελληνικών αρχών και τη διοικητική βιωσιμότητα του όλου σχεδίου. Το μείζον ωστόσο – και το πιο δύσκολο – ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι συνολικά ο μεσο-μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός που αφορά το μέλλον των ανθρώπων που ήρθαν στην Ελλάδα από το 2015 και θα συνεχίσουν να έρχονται.
Τι θα γίνει με αυτούς; Τι θα κάνουν στην Ελλάδα; Τι θα κάνει η Ελλάδα μαζί τους; Θα διεκδικεί εσαεί ένα πρόγραμμα accomodation και cash; Τι θα βγει από αυτό; Το ερώτημα δεν αφορά κάποιους αόριστους μελλοντικούς χρόνους αλλά είναι απολύτως παρόν και φαντάζει ανυπέρβλητο. Εχει δε δύο ρίζες.

Η νοοτροπία του τράνζιτ

Η πρώτη ρίζα υπήρξε η αφελής πεποίθηση ότι η χώρα θα παρέμενε στο διηνεκές το ιδανικό τράνζιτ των ροών της Ανατολής προς τον ευρωπαϊκό Βορρά. Ακόμη κι όταν τα σημάδια ότι η Ελλάδα θα μετατρεπόταν από τον γενναιόδωρο τροχονόμο των ροών σε ταπεινό αποθηκάριό τους πλήθαιναν, η κυρίαρχη συνείδηση τόσο στην κοινωνία όσο και στην πολιτεία δεν έλεγε να το αντιληφθεί.
Αν η πολιτική ηγεσία της χώρας είχε εγκαίρως δει – ήδη στις αρχές του 2016 – ότι εφεξής, για ένα μη προβλεπτό χρονικό διάστημα, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες που έμπαιναν δεν θα έβγαιναν, θα μπορούσε να λάβει τα μέτρα της, με πρώτο και καλύτερο την επεξεργασία ενός έντιμου, αυστηρού και θαρραλέου πολιτικού μηνύματος, το οποίο, σε αδρές γραμμές, θα ήταν:
«Ηρθατε. Δεν βρίσκεστε στη χώρα που επιθυμούσατε, δεν ευθυνόμαστε εμείς γι’ αυτό, ωστόσο άπαξ είστε στην επικράτεια θα πρέπει να αντιληφθείτε ότι είναι μονόδρομος να μπείτε σε μια τροχιά ένταξης διότι δεν ξέρουμε πόσο καιρό θα μείνετε εδώ. Αν κάποια στιγμή καταφέρετε να υλοποιήσετε το αρχικό σας σχέδιο, θα σας ευχηθούμε “καλό ταξίδι”. Για την ώρα όμως, δεν έχει νόημα να τροφοδοτούμε αυτή την προοπτική. Θα ζήσουμε μαζί, θα μοιραστούμε δίκαια τη μικρή μας πίτα – διότι η χώρα έχει μεγάλα ζόρια – και θα κάνουμε ο καθείς από την πλευρά του αυτό που πρέπει ώστε να διασφαλίσουμε κοινωνική συνοχή».
Ομως η Ελλάδα δεν ήταν διατεθειμένη, δεν ήταν έτοιμη να περάσει αυτό το μήνυμα, το οποίο θα σήμαινε ενεργές δημόσιες πολιτικές ένταξης: υποχρεωτικά ενισχυτικά μαθήματα ελληνομάθειας για ανηλίκους και ενηλίκους, διά βίου εκπαίδευση, αρωγή για την είσοδο σε μια κατακερματισμένη αγορά εργασίας, μέτρα τα οποία πιθανώς να συνέβαλλαν και στην οικονομική αναζωογόνηση ενός τμήματος της υπαίθρου που ρημάζει και άλλα πολλά. Και αυτό διότι τέτοιες πολιτικές θα έρχονταν σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση ότι «οι άνθρωποι δεν θέλουν να μείνουν στην Ελλάδα» και επειδή η υπόσχεση της κοινωνικής ένταξης έρχεται σε αντίθεση με τον πολιτικό σχεδιασμό της ΕΕ, που είναι η αποτροπή των ροών και όχι η ενθάρρυνσή τους. Ετσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος, ενώ η ΕΕ που χρηματοδοτούσε αφειδώς λίγο νοιάζεται για το στοίχημα της ενσωμάτωσης. Αρκεί η Ελλάδα να βαστά τους ανθρώπους.

Η ιδρυματοποίηση

Μια δεύτερη ρίζα του προβλήματος αφορά, κατά την άποψή μου, τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε τον ρόλο τού de facto υπεργολάβου της ΕΕ η ίδια η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Αποδέχθηκε έναν ρόλο διεκπεραιωτή-μεσάζοντα στην υλοποίηση ενός πολιτικού σχεδιασμού στον οποίο πρωτεύοντα ρόλο δεν είχε η προστασία των προσφύγων, αλλά η αποτροπή των ροών μέσω της εγκατάστασης αναχωμάτων.
Γνωρίζω ότι η Ελλάδα, αφού δεν είχε ποτέ σχέδιο ένταξης μεταναστών δεν θα της ήταν εύκολο να αντιταχθεί στον κυνικό σχεδιασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ωστόσο όφειλε να είναι αυστηρότερη στους όρους της συνεργίας της. Αυτό δεν έγινε. Ετσι, υπό τις συνθήκες αυτές, το στεγαστικό και το χρηματοδοτικό πρόγραμμα που υλοποιεί η Υπατη Αρμοστεία έχουν ουσιαστικά λειτουργήσει ως ένας δυστοπικός μηχανισμός ιδρυματοποίησης των ανθρώπων ενώ ο χρόνος κυλάει σε βάρος της απεξάρτησής τους από τις παροχές στέγασης και ρευστού.
Δεν είναι και πολύ δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι το να πληρώνεις έναν άνθρωπο να κάθεται και μάταια περιμένει να φύγει από τη χώρα δεν οδηγεί πουθενά. Οσο συνεχίζεται αυτή η κατάσταση, τόσο εντείνεται η ομηρεία.
Με δύο λόγια, το κακό είναι πως ενώπιον του δισταγμού αντιμετώπισης ενός δυσεπίλυτου προβλήματος φτιάχτηκε ένα πρόβλημα που φαντάζει άλυτο.
Την ίδια στιγμή, τα μηνύματα από την ΕΕ είναι ολέθρια. Στο προβλέψιμο μέλλον η Ελλάδα θα κληθεί, αξιοποιώντας την οικονομική βοήθεια που θα της παρέχεται, να διαχειριστεί τον πληθυσμό αυτόν στην επικράτειά της, ενώ τα μεγέθη που θα επιστρέφουν στην Τουρκία ή θα συνεχίζουν το ταξίδι προς τον Βορρά δεν θα είναι κρίσιμα.
Η χώρα πρέπει να το πάρει απόφαση ότι έχει και αυτή την ανηφόρα μπροστά της. Για να τη διαβεί θα πρέπει πρώτα να διαγνώσει ορθά την κατάσταση και μετά να μετρήσει τις δυνάμεις της αξιοποιώντας στηρίγματα, τα οποία όμως δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την προσπάθειά της, ούτε μπορεί να λειτουργήσουν ως μηχανισμοί εναπόθεσης ή απώθησης του προβλήματος.
Ο γάλλος ιδρυτής της φιλοσοφίας της επιστήμης, ο Gaston Bachelard, έγραψε ότι ένα «άλυτο πρόβλημα είναι ένα πρόβλημα που έχει τεθεί κακώς». Το ελληνικό προσφυγικό πρόβλημα φαίνεται άλυτο διότι έχει τεθεί με λάθος όρους. Ουδείς αναμάρτητος εδώ. Η επίγνωση αυτή είναι η αφετηρία ώστε να θέσουμε το πρόβλημα ορθά με σύνεση και τόλμη.
Εχουμε ανταποκριθεί και σε δυσκολότερα.


Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ