Η ρευστότητα και η σύγχυση περισσεύουν τούτη την περίοδο στις διεθνείς σχέσεις. Είναι η εποχή αναθεωρητική και για πολλούς ιδρυτική, με τις μεγάλες δυνάμεις σε διαδικασία επανατοποθέτησης και τις μικρές χώρες σε κατάσταση αναμονής και μεγάλης επιφύλαξης για το μέλλον.
Οι παλαιές συμμαχίες διαταράσσονται, οι μεταπολεμικές σταθερές τελούν υπό αίρεση και ο ευρύς κύκλος της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου που επικράτησε τα τελευταία είκοσι χρόνια δοκιμάζεται ποικιλοτρόπως.
Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, κυριαρχούμενος από το δόγμα του «πρώτα η Αμερική», διεκδικεί καλύτερους όρους εμπορίου για τις ΗΠΑ από την Κίνα και την Ευρώπη, δείχνει να θέλγεται από εκδοχές του προστατευτισμού, απαιτεί περισσότερους πόρους για την άμυνα της Δύσης από τους εταίρους του στην Ατλαντική Συμμαχία, επιτίθεται στους Γερμανούς και ταυτόχρονα γοητεύεται από αυταρχικούς ηγέτες όπως ο Πούτιν, ο Κιμ και ο Ερντογάν, χωρίς ωστόσο η αμερικανική διπλωματία και πολιτική να εγκαταλείπει στρατηγικούς στόχους για ενίσχυση της επιρροής της στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή και αλλού. Η ταλάντευση πάντως είναι εμφανής διά γυμνού οφθαλμού, επιτείνοντας την ατμόσφαιρα διαταραχής στο παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Την ίδια στιγμή η Ευρώπη, χωρίς ισχυρή ηγεσία και με τη Βρετανία πληγωμένη μετά το Brexit, προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ενοποίησης σε συνθήκες διχαστικές υπό την επίδραση και της πίεσης του διατηρούμενου μεταναστευτικού κύματος που ενισχύει τις ανθενωσιακές δυνάμεις και διογκώνει τις εθνικιστικές τάσεις στη Γηραιά Ηπειρο.
Σε αυτό το ασταθές και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον η κλονισμένη από την οικονομική κρίση Ελλάδα αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις, ισχυρά διλήμματα και πολλαπλές απειλές, τόσο από τους εχθρικούς και απρόβλεπτους ανατολικούς γείτονες όσο και από τη διατηρούμενη ένταση στην ευρύτερη ζώνη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα στα σχεδόν τέσσερα χρόνια της εξουσίας της «έπαιξε» με παλαιούς και νέους συμμάχους, κινήθηκε χωρίς μέτρο και σχέδιο μεταξύ Ανατολής και Δύσης και βρέθηκε να αλλάζει στρατηγική και στρατόπεδο ανάλογα με τα φεγγάρια. Στην άγουρη πρώτη της περίοδο αναζήτησε βοήθεια στη Μόσχα, στο Πεκίνο και στην Τεχεράνη, στη συνέχεια προσκύνησε την Ουάσιγκτον, για να παραδοθεί στο τέλος στο Βερολίνο και στο Παρίσι.
Ολα αυτά τα χρόνια η ελληνική διπλωματία υπήρξε ανερμάτιστη, κινήθηκε κοινώς, όπως λέει και ο λαός μας, όπου φυσάει ο άνεμος.
Τελευταία μάλιστα ο υπουργός Εξωτερικών κ. Κοτζιάς, με τον βοναπαρτισμό και τον μεγαλοϊδεατισμό που τον διακρίνουν, ενεργεί σαν άλλος Κίσινγκερ. Θεωρεί σχεδόν ότι κινεί την Ιστορία και αισθάνεται ότι πέραν των τοπικών προβλημάτων μπορεί να διαδραματίσει ρόλο και στην επίλυση των ευρύτερων παγκόσμιων προβλημάτων. Ετσι εξηγούνται και οι εξάρσεις, τα άλματα από τις Πρέσπες στη Μόσχα και πάλι πίσω.
Το δυστύχημα είναι ότι τόσο αυτός όσο και ο προϊστάμενός του αντιμετωπίζουν σε τούτη την τόσο ασταθή περίοδο περίπλοκα ζητήματα εθνικής στρατηγικής και συμφερόντων κατά μόνας, χωρίς τις δέουσες συνεννοήσεις και ενημερώσεις.
Γι’ αυτό και η ευθύνη τους πολλαπλασιάζεται.
Αυτή την ώρα η Ελλάδα οφείλει να χαράξει δρόμους, να κάνει μεγάλες εθνικές επιλογές, να ξεχωρίσει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει.
Να ορίσει κατ’ αρχάς την κατεύθυνση, να προσδιορίσει τον στόχο και εξ αυτών να αναδείξει τις προτεραιότητες, να εκτιμήσει τους κινδύνους και τις απειλές και έτσι να επιλέξει και να διαβαθμίσει συμμάχους, φίλους, εχθρούς και βεβαίως τα μέτωπα.
Μόνο που αυτό το έργο δεν μπορεί να είναι ενός ή έστω δύο προσωπικοτήτων.
Επειδή οι συνθήκες είναι ξεχωριστές και διακυβεύονται πολλά, επιβάλλεται οι κ.κ. Τσίπρας και Κοτζιάς να συγκροτήσουν τώρα Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, όπου σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο να χαραχθεί, κατ’ ελάχιστον, εθνική στρατηγική.
Ηδη τα τελευταία γεγονότα, η επικρατούσα ένταση στις ελληνορωσικές σχέσεις, μαρτυρούν ότι η χώρα είναι φτερό στον άνεμο, διερχόμενη Συμπληγάδες.
Και γι’ αυτό οφείλει να αποκτήσει τάχιστα εξωτερική πολιτική σύμφωνη με τα εθνικά της συμφέροντα. Αρκεί προηγουμένως βεβαίως να προσδιοριστούν…

ΤΟ ΒΗΜΑ