Τα τελευταία χρόνια υπάρχει αυξανόμενη τάση στη χρησιμοποίηση από επενδυτές μη οικονομικών στοιχείων των εταιρειών, δηλαδή στοιχείων που σχετίζονται με τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και την Εταιρική Διακυβέρνηση, προκειμένου να αναλύσουν την απόδοση αυτών των εταιρειών και να πάρουν τις τελικές αποφάσεις τους.
Σημαντική παράμετρος είναι αυτά τα στοιχεία να είναι παρουσιασμένα με τρόπο συγκρίσιμο μεταξύ των εταιρειών ώστε οι επενδυτές, αναλυτές αλλά και πελάτες των εταιρειών να μπορούν να συγκρίνουν την απόδοση των επιχειρήσεων σε συγκεκριμένους τομείς. Επίσης οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι ποσοτικές, εκτός από ποιοτικές, και για αυτόν τον λόγο η χρήση μετρήσιμων κοινωνικών, περιβαλλοντικών και άλλων δεικτών θεωρείται επιβεβλημένη.
Σε έρευνα που διεξήχθη στο παρελθόν από τη Eurosif και το Association of Chartered Certified Accountants (ACCA) σε 18 ευρωπαϊκές χώρες έδειξε ότι το 92% των επενδυτών πάντα (ή πολύ συχνά) χρησιμοποιεί μη οικονομικές πληροφορίες για τη λήψη αποφάσεων, ενώ το 89% θεωρεί ότι οι Εκθέσεις Εταιρικής Υπευθυνότητας (εκθέσεις μη χρηματοοικονομικών στοιχείων) είναι «απαραίτητες» ή «υψηλής σημασίας».
Ομως τα παραπάνω δεν είναι τα μόνα οφέλη. Από έρευνα που υλοποίησε το 2017 το Κέντρο Αειφορίας (CSE) στην Ελλάδα σε εταιρείες που εκδίδουν ετησίως αναλυτικές εκθέσεις μη χρηματοοικονομικών στοιχείων διαπιστώνεται ότι οι μισές από τις 80 περίπου επιχειρήσεις που εκδίδουν έκθεση για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη είχαν βελτιωμένα οικονομικά αποτελέσματα. Η διαπίστωση αυτή, σε συνδυασμό με άλλες έρευνες που έχουν γίνει στην Αμερική από το Κέντρο Αειφορίας (CSE) και άλλους οργανισμούς, υποδεικνύει ότι η κουλτούρα διαφάνειας σε συνδυασμό με τη δημοσίευση μη χρηματοοικονομικών στοιχείων και στρατηγικών στόχων με βάση standards, όπως τα GRI, συμβάλλει ουσιαστικά στη βελτίωση της αξιοπιστίας των επιχειρήσεων στους επενδυτές, πελάτες, αναλυτές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά μπορεί και να οδηγήσει σε καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα.
Οι τρεις βασικοί τομείς ενδιαφέροντος είναι ο περιβαλλοντικός (KPIs που αφορούν την ενεργειακή αποδοτικότητα, τις εκπομπές GHG, τη χρήση νερού κ.λπ.), ο κοινωνικός (KPIs για επιπτώσεις στη φτώχεια και στην τοπική κοινωνία, διαχείριση εφοδιαστικής αλυσίδας κ.λπ.) και η εταιρική διακυβέρνηση (KPIs κώδικες δεοντολογίας, διαφάνεια, κ.λπ.) ως δείκτες μέτρησης της βιώσιμης και ηθικής επίπτωσης μιας επένδυσης. Tέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι στις ΗΠΑ οι κοινωνικά υπεύθυνες επενδύσεις (SRI) –επενδύσεις που είναι παράλληλα οικονομικά αποδοτικές και κοινωνικά ευεργετικές –έχουν αυξηθεί από 2 δισ. δολ. το 2005 σε 6,5 δισ. δολ. το 2015 και οι Εκθέσεις Εταιρικής Υπευθυνότητας είναι η κύρια πηγή πληροφοριών για τους επενδυτές.
Το πρόσφατο παράδειγμα γνωστής ελληνικής εταιρείας δείχνει, πέρα από την αποτυχία των ελεγκτικών μηχανισμών, ότι η έλλειψη διαφάνειας των μη χρηματοοικονομικών στοιχείων θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως έλλειψη αξιοπιστίας. Θα πρέπει λοιπόν να ισχύσει και στην Ελλάδα, όπως έχει συμβεί σε άλλες αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, κατάλληλη νομοθεσία για την ενίσχυση της αξιοπιστίας της και τη διευκόλυνση των επενδύσεων. Παρότι η χώρα μας έχει ήδη εναρμονιστεί με τον νόμο 3304/2016 που συνδέεται με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών στοιχείων, ήδη φαίνεται στην πράξη ότι η ένταξή του στα ελληνικά δεδομένα είναι ακόμα μη ολοκληρωμένη και ασαφής και χρειάζονται περισσότερα βήματα για τον εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου λειτουργίας των επιχειρήσεων στον τομέα αυτόν.
* Ο κ. Νίκος Αυλώνας είναι πρόεδρος του Κέντρου Αειφορίας (CSE) και επισκέπτης καθηγητής
στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο (iMBA).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ