«Πρόκειται για μια σύνθεση που ενώνει την ιστορία του Λαβδακιδών. Μια συρραφή όλων αυτών των τραγωδιών, που σε οδηγεί να καταλάβεις πώς το ένα έφερε το άλλο. Δεν είναι διασκευή η παράσταση. Αποτελείται από αποσπάσματα, ενώ έχει και έναν αφηγηματικό χαρακτήρα. Είμαι και ρόλος και ηθοποιός. Ολοι μαζί λέμε μια ιστορία, μέσα από την οποία καταλαβαίνουμε πώς έχουν επηρεαστεί όλοι οι μύθοι ενώ παράλληλα συνειδητοποιoύμε πόσα είναι τα κοινά χαρακτηριστικά που μοιράζεται με άλλους μύθους όπως η Μαχαμπαράτα.
Ερμηνεύω τον Οιδίποδα Τύραννο. Είναι ένας ρόλος-μήτρα, που διαθέτει και δραματουργικά στοιχεία, σαν αστυνομικό θρίλερ. Τον αφήνουμε όταν φεύγει για τον Κολωνό –και τον ξαναβρίσκουμε γέρο πια (σ.σ. τον ερμηνεύει ο Τάκης Χρυσικάκος) Τότε έρχεται ο Πολυνείκης ενώ μετά εμφανίζεται ο Ετεοκλής και εκεί εντάσσεται η σκηνή από τις «Φοίνισσες» με τα δύο αδέλφια και την Ιοκάστη. Ακολουθεί το «Επτά επί Θήβας» και η «Αντιγόνη».
Αντιμετωπίζω τον Οιδίποδα βήμα-βήμα. Οπως όταν τρέχεις Μαραθώνιο, σου λένε να τρέξεις χιλιόμετρο-χιλιόμετρο, γιατί δεν μπορείς να σκέφτεσαι το σύνολο. Κάπως έτσι προσπαθώ να αντιμετωπίσω την κάθε σκηνή εκείνη τη στιγμή. Σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να αντιληφθώ το όλο, δεν γίνεται.
Εχει μια φοβερή φράση ο Οιδίποδας που λέει «φωτίστηκαν τα πάντα», κι άλλη μία που μιλάει στο φως, και λέει «Φως που για τελευταία φορά σε βλέπω, δες κι εσύ τον άνθρωπο». Ο Σοφοκλής δείχνει τα μεγέθη ανάμεσα στο αιώνιο φως και στον άνθρωπο. Ποιος είναι ο Οιδίποδας; Ο ίδιος λέει: «Από αυτούς που δεν έπρεπε γεννήθηκε, αυτούς που δεν έπρεπε παντρεύτηκε κι αυτούς που δεν έπρεπε σκότωσε. Μόνον αυτό του πρέπει»… Και τυφλώνεται.
Για να προσεγγίσω τον ρόλο προσπαθώ συνεχώς να ξεχάσω ότι ξέρω την ιστορία. Δεν πρέπει να παίζω το αποτέλεσμα. Οπως λέει ο Στανισλάφσκι γι’ αυτόν που θα παίξει τον Οθέλλο, πρέπει να ξεκινήσει και να είναι Ρωμαίος. Σιγά-σιγά να γίνει Οθέλλος.
Στο θέατρο, η αλήθεια τελικά, ό,τι φόρμα και να χρησιμοποιήσεις, είναι το ζητούμενο. Κι εγώ αναρωτιέμαι πάντα γιατί κάνουμε θέατρο και γιατί υπάρχει το θέατρο».
Ο Δημήτρης Λάλος, που ξεκίνησε από το θέατρο Επί Κολωνώ και την Ελένη Σκόττη, δεν άργησε να ξεχωρίσει με τη δύναμη της ερμηνείας του (βραβείο Χορν, 2012). Εδώ και δύο χρόνια έστησε τον δικό του χώρο στο Γκάζι –θέατρο και εργαστήρι έρευνας και πειραματισμού για ηθοποιούς. Μήπως βιάστηκε; Οχι, δεν αισθάνεται έτσι. «Εχω δουλέψει πολύ, πολλές παραστάσεις, πολλές μέρες. Η υποκριτική μου παίρνει πολλή ενέργεια. Ηθελα να έχω χρόνο και για άλλα, με τη σκηνοθεσία και τα μαθήματα. Κι εκεί ολοκληρώνομαι υποκριτικά, μαθαίνω. Οπως και να έχω χρόνο να κάνω κινηματογράφο, που τόσα χρόνια δεν μπορούσα». Εφέτος γύρισε ήδη δύο ταινίες και τον περιμένουν άλλες δύο, τον προσεχή Οκτώβριο και τον Ιανουάριο του ’19. Κι έχει ήδη έτοιμο τον προγραμματισμό για το Tempus Verum – Εν Αθήναις, το θέατρό του…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ