Η ιστορία της Ανίτα Ρατσβελισβίλι μοιάζει αρκετά με το παραμύθι της Σταχτοπούτας. Στην περίπτωσή της ο πρίγκιπας εμφανίστηκε στο πρόσωπο του σουπερστάρ Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ. Ο αργεντινοϊσραηλινός αρχιμουσικός δεν παντρεύτηκε, βέβαια, τη μεσόφωνο από τη Γεωργία, αλλά της άνοιξε την πόρτα μιας λαμπρής διεθνούς καριέρας. Το «γοβάκι», εν προκειμένω, δεν ήταν άλλο από τον ρόλο της Κάρμεν.

Η «απόλυτη» φλογερή Tσιγγάνα

Η 33χρονη, σήμερα, Ρατσβελισβίλι ήταν ακόμη σπουδάστρια στην Ακαδημία της Σκάλας του Μιλάνου όταν πέρασε από ακρόαση διεκδικώντας τον ρόλο της Μερθέδες στη νέα παραγωγή της θρυλικής όπερας του Μπιζέ, η οποία επρόκειτο να εγκαινιάσει τη σεζόν 2009-2010 στη Μέκκα του λυρικού θεάτρου. Εντυπωσιασμένος από τη φωνή της, ο Μπαρενμπόιμ –μαέστρος της παράστασης –αποφάσισε να της δώσει τον ρόλο της Κάρμεν και μάλιστα με συμπρωταγωνιστή τον περίφημο γερμανό τενόρο Γιόνας Κάουφμαν ως Δον Χοσέ. Η παραγωγή δίχασε, αλλά η ίδια κατάφερε να πείσει το δύσκολο ιταλικό κοινό ότι ήρθε για να μείνει. Εν μέσω της τηλεοπτικής μετάδοσης της παράστασης, μάλιστα, η 25χρονη τότε Ρατσβελισβίλι έγινε διάσημη και περιζήτητη σε όλον τον κόσμο. Η Νέα Υόρκη, το Βερολίνο, το Μόναχο, το Σιάτλ, το Σαν Φρανσίσκο, η Βερόνα, το Παρίσι, το Λονδίνο, η Ρώμη, είναι μερικές μόνο από τις πόλεις που έχει ερμηνεύσει τη φλογερή Tσιγγάνα, αφού θεωρείται η «απόλυτη» Κάρμεν των τελευταίων χρόνων.

Ανυπομονησία για την πρεμιέρα

«Εχω συμμετάσχει σε ό,τι είδους παραγωγές της όπερας αυτής μπορεί να φανταστεί κανείς, από τις πιο κλασικές ως τις πιο «τρελές», τις πιο προχωρημένες…» λέει χαμογελώντας πλατιά η Ρατσβελισβίλι. Είναι η πρώτη φορά που βρίσκεται στην Αθήνα, στην Ελλάδα γενικότερα, και δεν κρύβει τον ενθουσιασμό της. «Από μικροί στο σχολείο μαθαίνουμε τόσα πράγματα για τη χώρα σας και τον πολιτισμό της που είναι λογικό να ονειρευόμαστε κάποια στιγμή να βρεθούμε εδώ. Δυστυχώς το πιεστικό πρόγραμμα δεν το επέτρεψε μέχρι σήμερα και είμαι πραγματικά χαρούμενη που τα κατάφερα επιτέλους».
Ανάλογο ενθουσιασμό εκφράζει και για το Ηρώδειο όπου ανυπομονεί να εμφανιστεί σε λίγες ημέρες πρωταγωνιστώντας στην «Κάρμεν» σε σκηνοθεσία Στίβεν Λάνγκριτζ που αναβιώνει από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Την ώρα της κουβέντας μας είχε δει το ρωμαϊκό ωδείο μόνο σε φωτογραφίες και ανυπομονούσε για την πρώτη πρόβα κάτω από την Ακρόπολη. «Στην Ελλάδα νιώθω κιόλας σαν στο σπίτι μου» λέει αμέσως μετά. «Οι άνθρωποι μοιάζουν πολύ με τους συμπατριώτες μου. Είμαστε κι εμείς ζεστοί, συναισθηματικοί, θορυβώδεις κι ανθρώπινοι. Το ίδιο ακριβώς εισπράττω κι από τους Ελληνες».
Καθώς η συζήτηση επιστρέφει στην Κάρμεν, λέει πως αναμφίβολα είναι ο ρόλος που άλλαξε τη ζωή της. Θυμάται πάντα εκείνη τη βραδιά της 7ης Δεκεμβρίου 2009 όταν όλα τα μάτια και τα αφτιά ήταν στραμμένα επάνω της στο Μιλάνο αλλά και στον κόσμο ολόκληρο. «Ηταν ένα τεράστιο ρίσκο» θα πει. «Ολα εξαρτώνταν από εκείνο το βράδυ. Ευτυχώς, πήγαν όλα καλά και είμαι πάντα ευγνώμων στον Θεό, στη μοίρα, στον Μπαρενμπόιμ, στη σκηνοθέτιδα Εμα Ντάντε και φυσικά στον Κάουφμαν, ο οποίος ήταν πολύ γλυκός και υποστηρικτικός».
Αναφερόμενη στον ρόλο λέει ότι η Κάρμεν είναι μια γυναίκα φλογερή, δυναμική και ταυτόχρονα ευαίσθητη και εύθραυστη. «Οταν ερμηνεύω έναν ρόλο πάντα με ενδιαφέρει το παρασκήνιο, τι κρύβεται πίσω από αυτόν. Η Κάρμεν είναι μια γυναίκα με δύσκολα παιδικά χρόνια, έχει φίλους αλλά δεν είναι τόσο κοντά της, είναι, ας πούμε, μια παρέα που την πλαισιώνει. Στην πραγματικότητα είναι μόνη της. Εχει έναν δυναμισμό αλλά την ίδια στιγμή μοιάζει ευάλωτη».
Η ίδια έχει άραγε κοινά σημεία με την ηρωίδα; «Μόνο στο δυναμικό κομμάτι της πιστεύω. Κατά τα άλλα, η Κάρμεν είναι μια γυναίκα που κάνει συνέχεια λάθη, το ένα μετά το άλλο. Κάθε βήμα της είναι λάθος, δεν υπάρχει τίποτα σωστό. Από αυτή την πλευρά δεν νομίζω ότι της μοιάζω. Ολοι έχουμε κάνει τα λάθη μας, ασφαλώς, αλλά όχι ως αυτό το σημείο» λέει γελώντας.

Οι συνεργάτες μετρούν πιο πολύ

Παρ’ όλο που υπάρχουν ρόλοι τους οποίους προτιμά σε σχέση με άλλους, δεν θα έμπαινε στη διαδικασία να επιλέξει έναν από αυτούς. Ούτε καν την Κάρμεν με την οποία έχει ταυτιστεί τα τελευταία χρόνια. Λίγους μήνες νωρίτερα, θριάμβευσε στον βερντιανό «Τροβατόρε» της Μητροπολιτικής Οπερας της Νέας Υόρκης «παγώνοντας το αίμα του κοινού», σύμφωνα με τους «New York Times», στον ρόλο της Ατσουτσένα. Τον ίδιο ρόλο ερμήνευσε στο Παρίσι λίγο προτού έρθει στην Αθήνα ενώ αμέσως μετά το Ηρώδειο φεύγει και πάλι για τη Νέα Υόρκη και τη Μητροπολιτική Οπερα όπου θα πρωταγωνιστήσει στις παραγωγές «Σαμψών και Δαλιδά», «Αΐντα» και «Αντριάνα Λεκουβρέρ».
Τι είναι άραγε αυτό το οποίο μετράει για την ίδια περισσότερο σε μια συνεργασία; Ο ρόλος; Οι συνεργάτες; Η φήμη του θεάτρου; «Ολα είναι σημαντικά» λέει η Ρατσβελισβίλι. «Θα έλεγα, όμως, πως μετρούν περισσότερο οι συνεργάτες» συνεχίζει. «Το θέατρο μοιάζει πολύ με την οικογένεια. Είναι σημαντικό να αισθάνεσαι τους συνεργάτες σου κοντά σου, από τους τεχνικούς ως τον μαέστρο, τον σκηνοθέτη, τον συμπρωταγωνιστή. Ολοι θέλουμε να δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας για να βγει το επιθυμητό αποτέλεσμα».

Το όνειρο Ρικάρντο Μούτι

Ονειρα για την καριέρα της κάνει άραγε; Λέει πως το μεγαλύτερο πραγματοποιήθηκε κιόλας, οπότε όλα τα υπόλοιπα είναι μικρότερα από αυτό. «Ονειρευόμουν πραγματικά να συνεργαστώ με τον μαέστρο Ρικάρντο Μούτι. Τελικά έγινε και έχουμε και πολλά σχέδια για το μέλλον, πράγμα που μου δίνει μεγάλη χαρά. Δυστυχώς δεν τον πρόλαβα στη Σκάλα, όταν πήγα εγώ στην Ακαδημία εκείνος είχε κιόλας φύγει από το θέατρο. Ο καθένας θα ονειρευόταν να συνεργαστεί μαζί του, όλοι το ονειρεύονται».

Παρά τους γρήγορους ρυθμούς της ζωής της και τα συνεχή ταξίδια λέει ότι έχει ελεύθερο χρόνο. Δεν έχει όμως κάποιο ιδιαίτερο χόμπι. Εκτός δουλειάς δεν ασχολείται με τη μουσική. Της αρέσει, βέβαια, η τζαζ, με την οποία είχε ασχοληθεί μικρή, η ποπ και η ροκ μουσική, αλλά όταν δεν εργάζεται προτιμά τη σιωπή, την ηρεμία. Και τις εξορμήσεις στη φύση: στο βουνό ή στη θάλασσα την οποία λατρεύει. «Ετσι γεμίζω τις μπαταρίες μου. Οι πόλεις, αντίθετα, με κουράζουν. Δεν μπορώ το χάος τους».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ