Ενας γηραιός άνδρας που μετατρέπεται σε υποζύγιο μιας νέας και όμορφης γυναίκας με χαλινάρια και μαστίγιο: εικόνα που παραπέμπει ευθέως σε ερωτικό παιχνίδι –και μάλιστα σε ερωτικό παιχνίδι όπου την εξουσία ασκεί η γυναίκα: στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ευειδής Ινδή Φυλλίς επί του πρύτανη των φιλοσόφων Αριστοτέλη. Το παραστράτημα του φιλοσόφου, εντυπωσιακό όσο και πικάντικο, δεν συνιστά εν τούτοις απεικόνιση πραγματικού επεισοδίου του βίου του, ούτε καν απόκρυφης ιστορίας ή αρχαίου λιβέλου, πρόκειται για αναπαράσταση επινοημένου μεσαιωνικού μύθου. Γαλλικής και γερμανικής αρχικά προέλευσης, «Το τραγούδι του Αριστοτέλη» γνώρισε πανευρωπαϊκή διάδοση μεταξύ 13ου και 17ου αιώνα, απαντάται ως μοτίβο σε περισσότερα από 200 έργα (μετάλλια, κιονόκρανα, μικρογραφίες, τοιχοπετάσματα, σχέδια, χαρακτικά, πίνακες) και επέχει θέση παραδειγματικής ιστορίας για τον κίνδυνο της ανδρικής υποταγής στα γυναικεία θέλγητρα με συνέπεια την ηθική καταρράκωση και τη δημόσια διαπόμπευση.
Ποιητική αλληγορία με ομοιοκατάληκτο στίχο συντεθειμένη μεταξύ 1215 και 1235, όπως γράφει στην εισαγωγή του έργου ο μεταφραστής του Νίκος Δασκαλοθανάσης, καθηγητής Ιστορίας της Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης στο Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, γράφτηκε από τον Ανρί ντε Βαλενσιέν, αυλικό του Βαλδουίνου Α’, πρώτου λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης μετά την άλωση του 1204. Η υπόθεση του ποιήματος αφορά τον παράφορο έρωτα του Μεγάλου Αλεξάνδρου για τη Φυλλίδα σε βαθμό που να παραμελεί τις κρατικές υποθέσεις. Ως δάσκαλός του ο Αριστοτέλης παρεμβαίνει για να τον επιπλήξει: «Μοιάζεις σα να ‘σαι στη βοσκή / ζεις σαν το ζώο στο παχνί / θα πρέπει να ‘χεις τρελαθεί / που για μια ξένη παρδαλή / ξέχασες πια ποιος είσαι συ». Προσωρινά, ο βασιλιάς συμμορφώνεται προκαλώντας την απογοήτευση της ερωμένης του, η οποία τελικά του εκμαιεύει το αίτιο της απουσίας από την κλίνη και αποφασίζει να εκδικηθεί. Περιφέρεται ελαφρώς ενδεδυμένη στον κήπο ξυπνώντας τον πόθο στον γηραιό φιλόσοφο. Οταν της ζητεί επίμονα να ενδώσει στις επιθυμίες του εκείνη δέχεται, προβάλλοντας όμως ένα δικό της αίτημα: «Γιατί η τρελή ιδέα μου ‘χει έρθει / να σας καβαλήσω για λίγο / πάνω στο χορτάρι αυτού του ωραίου κήπου. / Και θα ‘θελα, είπε η κόρη / να σας σελώσω πρώτα / για να γίνουν όλα με την πρέπουσα τιμή». Σελωμένος με τιμή ο Αριστοτέλης που «η Φύση τον είχε αποτρελάνει», γελοιοποιείται μπροστά στον Αλέξανδρο που τον εγκαλεί για τη συμπεριφορά του από τον πύργο. Η απάντηση που δίνει είναι ότι αφού εκείνος, ένας φιλόσοφος, εγκατέλειψε κάθε λογική μπροστά στα θέλγητρα μιας γυναίκας, ο βασιλιάς οφείλει να είναι διπλά προσεκτικός. Το τελικό συμπέρασμα είναι αφοριστικό: «Καλύτερη η μοναξιά από γυναίκας συντροφιά».

Το «ατελές ζώον»

Είναι ωστόσο και ηθελημένα παραπλανητικό, εφόσον το μήνυμα του ποιήματος δεν έχει να κάνει με την αποχή από το σεξ αλλά με την καθυπόταξη της γυναίκας. «Το γυναικείο φύλο θεωρούνταν ως το κατεξοχήν απείθαρχο στην πρώιμη νεότερη Ευρώπη. «Ενα ζώον ατελές, χωρίς πίστη, χωρίς νόμο, χωρίς φόβο, χωρίς σταθερότητα», διακήρυττε ένα γνωστό αξίωμα» έγραφε το 1975 η καθηγήτρια Ιστορίας και Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Τορόντο Νάταλι Ζίμον Ντέιβις στο πρωτοποριακό βιβλίο της «Society and Culture in Early Modern France» (εκδ. Stanford University Press / Polity Press). Για τους ανθρώπους του Μεσαίωνα και των πρώιμων νεότερων χρόνων (από τον 15ο ως τον 18ο αιώνα) η γυναικεία αταξία «θεμελιωνόταν στη φυσιολογία της». Πλάσμα αποτελούμενο από ψυχρούς και υγρούς χυμούς, αντί των θερμών και ξηρών του άνδρα, διακρινόταν από «άστατη, δόλια και ύπουλη ιδιοσυγκρασία».
Κυβερνιόταν από κατώτερα ένστικτα, κυριευόταν από το πάθος αντί της λογικής, γινόταν υστερική, και επιπλέον, κατά την Εκκλησία, ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, κατέληγε πρόθυμο σκεύος της μαγείας, υπήκοος του Σατανά. Εξ ου και χρειαζόταν τα όρια που έθεταν η καθιερωμένη κοινωνική ιεραρχία και η πατριαρχική οικογένεια. Η συμφωνία μάλιστα ήταν καθολική: από εχθρούς της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, όπως ο Καλβίνος, ως ορκισμένους αντιπάλους του δεσποτισμού, όπως ο Τζον Λοκ, η υποταγή στον άνδρα ως σύζυγο είχε τις ευλογίες όλων.

Αντιστροφή ρόλων

Ωστόσο, στη λόγια και στη λαϊκή κουλτούρα της περιόδου το στερεότυπο της «επικίνδυνης γυναίκας» που είναι ικανή να ιππεύσει ως και τον Αριστοτέλη δεν παρουσιαζόταν μόνο ως «παραδειγματική ιστορία» προς ανδρικό φρονηματισμό, κατά την Ντέιβις. Η στιγμιαία κυριαρχία της Φυλλίδος υποδεικνύει ότι εντάσσεται στην κειμενική παράδοση όπου η γυναίκα, έχοντας το πάνω χέρι, αποκτά την άδεια να ασκήσει κριτική στην κοινωνία: «Εδώ η νεότητα ανατρέπει τα γηρατειά, και το σεξουαλικό πάθος την ξερή φιλοσοφία· η φύση ιππεύει τη λογική και το θηλυκό το αρσενικό». Στην ίδια λογική, για παράδειγμα, σε μέρη της γαλλικής υπαίθρου οι γυναίκες σε ένα καρναβαλικού χαρακτήρα έθιμο εκδικούνταν τους συζύγους που τις έδερναν κάνοντάς τους να σκύβουν το κεφάλι ή εξαναγκάζοντάς τους σε διαπόμπευση διά της ιππασίας γαϊδάρου. Η προσωρινή αντιστροφή των ρόλων θηλυκού και αρσενικού σε αφηγήσεις, καρναβάλια και τοπικά έθιμα ήταν βαλβίδα απελευθέρωσης εντάσεων που επιβεβαίωνε την καθιερωμένη ιεραρχία, εφόσον μετά τη γιορτή τα πράγματα πάντα επέστρεφαν στην κανονικότητα, άφηνε όμως και υπόνοιες ότι τελικά στην τάξη του κόσμου σοβούσαν μεταξύ των δύο φύλων διαμάχες για την κατανομή της εξουσίας.
Ολο αυτό βέβαια το πλούσιο τελετουργικό, συμβολικό υπόβαθρο δεν αναδύεται άμεσα από το κείμενο για τον σημερινό αναγνώστη, όπως θα συνέβαινε με τους μεσαιωνικούς Ευρωπαίους που θα αναγνώριζαν το μοτίβο και τις συνδηλώσεις του από την πληθωρική παρουσία του στα μαζικά μέσα ενημέρωσης της εποχής –εικόνες, χαρακτικά, γνωμικά, φυλλάδια. Η ευσύνοπτη, κατατοπιστική εισαγωγή του Νίκου Δασκαλοθανάση αναδεικνύει πολλές από τις παραπάνω θεματικές προσθέτοντας και άλλες: τη διακωμώδηση του Αριστοτέλη, της κατεξοχήν φιλοσοφικής αυθεντίας του Μεσαίωνα, πιθανώς από ένα «»λαϊκό» θεολογικό ρεύμα […] που ασκεί κριτική στην αρχαία παγανιστική φιλοσοφία, η οποία υιοθετείται άκριτα από τους λόγιους θεολόγους του Πανεπιστημίου του Παρισιού», τη χρήση της ιστορίας από την Εκκλησία «για να καταδειχθούν τα ολέθρια αποτελέσματα της υποταγής του ανθρώπου –στην ουσία του άνδρα –στα πάθη της σάρκας», την επιβίωσή της στο «άλογο του Αριστοτέλη», παιχνίδι συναναστροφών του 19ου αιώνα όπου μια γυναίκα ιππεύει έναν άνδρα και «περιφέρεται στο δωμάτιο για να τη φιλήσουν όλοι όσοι συμμετέχουν». Ιδού, η Φυλλίς και ο Αριστοτέλης δείχνουν τον δρόμο από τη φιλοσοφία στο μπουντουάρ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ