Το φθινόπωρο του 2014, στις διοικήσεις των τραπεζών υπήρχε, για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης, διάχυτη αισιοδοξία ότι ο κλάδος είναι ξανά σε θέση να χρηματοδοτήσει την ελληνική οικονομία. Ο σχεδιασμός τους για την επόμενη χρονιά προέβλεπε νέες δανειοδοτήσεις που θα μπορούσαν να προσεγγίσουν ακόμη και τα 15 δισ. ευρώ.
Η ολοκλήρωση με επιτυχία του δεύτερου κύκλου ανακεφαλαιοποίησης αποκλειστικά με ιδιωτικούς πόρους, η ανάκαμψη των καταθέσεων που είχαν πλέον προσεγγίσει τα προ των εκλογών του 2012 επίπεδα, το άνοιγμα των αγορών με την έκδοση των πρώτων τίτλων χρέους από όλους τους συστημικούς ομίλους και η εξάλειψη του ELA, του δανεισμού δηλαδή από το έκτακτο εργαλείο στήριξης της Τράπεζας της Ελλάδος, δημιουργούσαν βάσιμες προσδοκίες ότι η ώρα που οι κάνουλες των δανείων θα άνοιγαν ξανά είχε φτάσει.
Ολα αυτά σε μια συγκυρία που η οικονομία ανέβαζε στροφές, φέρνοντας την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης, ύστερα από μια επταετία αρνητικών προσήμων, πιο κοντά από ποτέ.

Περίπατο οι σχεδιασμοί

Κανείς δεν μπορούσε τότε να προβλέψει ή μάλλον να φανταστεί αυτό που θα ακολουθούσε. Μέσα σε ένα εξάμηνο, μετά την πολιτική αλλαγή του 2015, ανατράπηκαν όλα τα προγνωστικά. Οχι μόνο ανακόπηκε η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, εκμηδενίζοντας την όποια ζήτηση για δανεισμό από επιχειρήσεις, αλλά οι τράπεζες δέχθηκαν απανωτά χτυπήματα. Η παροχή νέων πιστώσεων ήταν το τελευταίο ζήτημα με το οποίο θα μπορούσαν να ασχοληθούν εκείνο το διάστημα οι αρμόδιες γενικές διευθύνσεις. Η επιβίωση έγινε το νούμερο ένα στόχος.
Και αυτό διότι σε λίγους μήνες οι τράπεζες έχασαν το 40% της καταθετικής τους βάσης, η πόρτα των αγορών έκλεισε για μία ακόμη φορά, ενώ τα «κόκκινα» δάνεια, μετά τις τάσεις αποκλιμάκωσης που είχαν αρχίσει να διαφαίνονται, εμφάνισαν ξανά δυναμική ανόδου. «Κερασάκι στην τούρτα», το κλείσιμο των τραπεζών και τα capital controls μετά την εξαγγελία του δημοψηφίσματος τον Ιούνιο του 2015.
Ολοι οι σχεδιασμοί είχαν πάει… περίπατο. Αντί της επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής της τραπεζικής χρηματοδότησης, η ρευστότητα στην οικονομία περιορίστηκε δραματικά. Μέσα σε μία τριετία, από τις αρχές του 2015 έως και το τέλος του 2017, αφαιρέθηκαν πόροι από την οικονομία της τάξης των 8,7 δισ. ευρώ λόγω της απομόχλευσης των ισολογισμών των τραπεζών.

Η επόμενη μέρα

Πλέον η κατάσταση έχει ομαλοποιηθεί. Η εφαρμογή του Μνημονίου από την κυβέρνηση αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη. Εκτοτε, περί το 25% των καταθέσεων που διέρρευσαν έχει ανακτηθεί, ο ELA τείνει εκ νέου προς το μηδέν, οι τράπεζες διαθέτουν ισχυρούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και η στρατηγική τους στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Την ίδια στιγμή, η οικονομία εμφανίζει για πρώτη φορά από το 2008 θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης που προσεγγίζουν το 2%.

«Ο καιρός να αρχίσουμε να ασχολούμαστε ξανά με τις παραδοσιακές μας εργασίες έχει φτάσει» υποστηρίζει γενικός διευθυντής συστημικού ομίλου. Οπως επισημαίνει, οι τράπεζες είναι σε θέση αυτή τη στιγμή να ικανοποιήσουν την υγιή ζήτηση για δανεικά, κυρίως προς τις επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμά ότι το 2018 τα νέα δάνεια, συμπεριλαμβανομένων και των αναχρηματοδοτήσεων υφιστάμενων ανοιγμάτων που θα λήξουν, θα μπορούσαν να προσεγγίσουν τα επίπεδα των 10 δισ. ευρώ και ανάλογα με την πρόοδο στην οικονομία να αυξηθούν περαιτέρω τα επόμενα έτη.
Σημειώνει, ωστόσο, πως οι δυνατότητες χρηματοδότησης, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, δεν είναι απεριόριστες. Οπως εξηγεί, η προσφορά δανείων θα εξαρτηθεί από τον βαθμό ενίσχυσης των καταθετικών υπολοίπων, την επανασύνδεση των τραπεζών με τις αγορές, αλλά και την πορεία των μη εξυπηρετούμενων δανείων τα επόμενα χρόνια. Υπό αυτούς τους περιορισμούς, πιστεύει πως τουλάχιστον για τα επόμενα τρία χρόνια ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης θα παραμείνει στο μηδέν. Δηλαδή, όσα χρήματα αποπληρώνουν οι πελάτες των τραπεζών για παλαιά δάνεια τόσα θα δίνονται για νέες χορηγήσεις. Για παράδειγμα, εφέτος οι αποπληρωμές αναμένεται να διαμορφωθούν περί τα 2,5 δισ. ευρώ, αποτελώντας και το πλαφόν για τις νέες χορηγήσεις, επιπλέον των ανοιχτών ορίων που θα ανανεωθούν.

Ποιοι κλάδοι ανακάμπτουν

Θετικό είναι πάντως ότι η ζήτηση για δανεισμό από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έχει αυξηθεί τους τελευταίους μήνες και πως σημαντικό της μέρος ικανοποιείται από τις τράπεζες. Ως αποτέλεσμα, ο ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης προς τον εταιρικό τομέα διαμορφώθηκε στο μηδέν τόσο το 2017 όσο και τους πρώτους μήνες της εφετινής χρονιάς.
Ενδεικτική της βελτίωσης του κλίματος είναι η διαμόρφωση από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 μέχρι και σήμερα του ετήσιου ρυθμού μεταβολής των πιστώσεων στον κλάδο του εμπορίου (λιανικό, χονδρικό, εμπόριο αυτοκινήτων) σε θετικό έδαφος, ύστερα από σχεδόν 6 χρόνια συρρίκνωσης. Σημαντική συμβολή στα σχετικά μεγέθη, για τρίτο έτος κατά σειρά, είχαν επίσης ο κλάδος των μεταφορών, πλην της ναυτιλίας, και ο κλάδος του τουρισμού. Στον αντίποδα, συνεχίζεται η μείωση στα δάνεια προς τη βιομηχανία.

Μείωση σε στεγαστικά και καταναλωτικά

Σε αντίθεση με τα επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία αυξάνονται σε συγκεκριμένους κλάδους τα 7 τελευταία τρίμηνα, οι χορηγήσεις προς νοικοκυριά συνεχίζουν να εμφανίζουν αρνητικό πρόσημο, ενώ το βασικό σενάριο είναι ότι οι τάσεις αυτές θα συνεχιστούν έως και το 2019. Πρόκειται για έναν από τους βασικούς λόγους που ο ετήσιος ρυθμός της συνολικής πιστωτικής μεταβολής παραμένει ακόμη κοντά στο -2%.

Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ενδεικτικά. Τον περασμένο Μάιο ο ετήσιος ρυθμός μείωσης των υπολοίπων στη στεγαστική πίστη ήταν της τάξης του 3%, καθώς οι αποπληρωμές που κάνουν τα νοικοκυριά για τα παλαιά δάνεια ξεπερνούν σε μόνιμη βάση από το 2009 τις νέες εκταμιεύσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα υπόλοιπα της κατηγορίας από τα 80 δισ. ευρώ να έχουν πλέον υποχωρήσει κάτω από τα 59 δισ. ευρώ.
Ανάλογη είναι η πορεία των μεγεθών και στην καταναλωτική πίστη, με τα υπόλοιπα να έχουν υποχωρήσει κατά 30% περίπου από τα υψηλά τους, ενώ μόνο από τις αρχές του 2017 έχουν μειωθεί κατά 2,5 δισ. ευρώ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ