Θα περίμενε κανείς να αποτελεί γενική παραδοχή το γεγονός ότι σε μια δημοκρατία ο ζωτικότερος για την ύπαρξή της διάλογος γίνεται στο Κοινοβούλιο –πόσω μάλλον όταν πρόκειται για μια δημοκρατία τόσο καλά θεμελιωμένη σε ένα σύστημα ελέγχων και ισορροπιών μεταξύ των εξουσιών της, όπως συμβαίνει με την αμερικανική. Κι όμως, αν πιστέψουμε όσα έγραφε ο διακεκριμένος αρθρογράφος Μάσιμο Καλαμπρέζι στο «Time» στις 28 Ιουνίου, «για χρόνια κάποιες από τις συζητήσεις με τις σημαντικότερες συνέπειες στην Αμερική» δεν γίνονταν στο Καπιτώλιο, αλλά «γύρω από ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι με θέα» προς αυτό. Πρόκειται για την αίθουσα του προσωπικού γραφείου του Αντονι Κένεντι, δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, όπου συγκεντρώνονταν αυτός και οι βοηθοί του κάθε χρόνο προκειμένου να αναθέσουν και να αναλύσουν τις υποθέσεις που θα εξετάζονταν στη διάρκεια του έτους. Και επειδή ο 81χρονος δικαστής με την έφεση στις σαιξπηρικές αναφορές, καρπό της αγάπης του για τον κορυφαίο κλασικό, αποτελούσε τον κρίσιμο μετριοπαθή ψηφοφόρο μεταξύ των τεσσάρων συντηρητικών και των τεσσάρων προοδευτικών δικαστών στη σύνθεση του συνταγματικού δικαστηρίου, η αιφνίδια ανακοίνωση της αποχώρησής του στις 27 Ιουνίου προξένησε σάλο –πανηγυρισμούς στη Δεξιά, θρήνους στην Αριστερά, καθώς και τη συνειδητοποίηση ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν έτοιμος, με την αναμενόμενη πρότασή του, αύριο Δευτέρα 9 Ιουλίου, για έναν υπερσυντηρητικό στη θέση του Κένεντι, να αλώσει τον θεσμό που ελέγχει τη νομοθεσία της χώρας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ δεν είναι ένας απλός δικαστικός θεσμός, ούτε ένα συνηθισμένο συνταγματικό δικαστήριο. Αποτελείται από εννέα ισόβιους δικαστές που σπάνια αποσύρονται, εφόσον έχουν σώας τας φρένας: ο τελευταίος που το έπραξε πριν από τον Κένεντι, ο Τζον Πολ Στίβενς, κατέβηκε από την έδρα το 2010, στα 90 του, έχοντας υπηρετήσει επί 35 έτη. Στη δικαιοδοσία του υποπίπτει οποιαδήποτε νομοθετική πράξη, εφόσον οποιοσδήποτε πολίτης στραφεί νομικά εναντίον της, κριθεί σε πρώτο βαθμό από ομοσπονδιακά ή πολιτειακά δικαστήρια και σε δεύτερο βαθμό από τα αντίστοιχα εφετεία. Κάθε χρόνο το Ανώτατο Δικαστήριο δέχεται κάπου 9.000-10.000 αιτήσεις, σύμφωνα με πρόσφατο επίσημο ενημερωτικό του δελτίο, από τις οποίες καταλήγει να αποδεχθεί προς συζήτηση 150 με 160 και τελικά να εκδικάσει γύρω στις 100. Καθώς το αγγλοσαξονικό δίκαιο είναι εθιμικό (βασίζεται δηλαδή στο δικαστικό προηγούμενο, το οποίο κάθε νέα απόφαση συμπληρώνει, επεκτείνει ή περιορίζει) και το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρείται ο τελικός ερμηνευτής της αμερικανικής νομοθεσίας, καθεμία από αυτές τις υποθέσεις μπορεί δυνητικά να αναπροσαρμόσει ολόκληρο το νομικό πλαίσιο της χώρας για δεκαετίες. Δύο συμπεράσματα απορρέουν από τα δεδομένα αυτά: το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ένας θεσμός πολιτικοποιημένος στον έσχατο βαθμό και τα μέλη του συνιστούν, κατά μία έννοια, τους πραγματικούς νομοθέτες του κράτους.
Ως προς το πρώτο ζήτηµα, δεν έχει κανείς παρά να θυμηθεί τη διαμάχη που ξέσπασε τον Μάρτιο του 2016, όταν μετά τον θάνατο του συντηρητικού δικαστή Αντονιν Σκάλια ο Μπαράκ Ομπάμα επιχείρησε να διορίσει στη θέση του τον μετριοπαθή Μέρικ Γκάρλαντ. Οι Ρεπουμπλικανοί ξεσηκώθηκαν με το αμφίβολης συνταγματικότητας επιχείρημα ότι ένας απερχόμενος πρόεδρος θα όφειλε να αφήσει το δικαίωμα αυτό στον νικητή των επερχόμενων εκλογών, οι Δημοκρατικοί θεωρώντας ότι αυτός θα ήταν η Χίλαρι Κλίντον έδωσαν μια μάχη οπισθοφυλακής για τα μάτια του κόσμου και εγκατέλειψαν το πεδίο. Η αναγνώριση της πολιτικής υπεραξίας του ανώτατου δικαστικού θεσμού αποδείχθηκε στην κάλπη: η Αμπιγκεϊλ Τρέισι έγραφε στο «Vanity Fair» στις 28 Ιουνίου ότι «για πολλούς [Ρεπουμπλικανούς] η ιδεολογική κλίση του δικαστηρίου ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό τρόπαιο των εκλογών του 2016 και ένας από τους λόγους που πλήθος ευαγγελικών ψηφοφόρων έκλεισαν τις μύτες τους και ψήφισαν Ντόναλντ Τραμπ».
Οσον αφορά το δεύτερο θέμα, μια ματιά στις γνωμοδοτήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου δείχνει πως ελάχιστοι νομοθετικοί τομείς δεν έχουν δεχθεί τη δραστική παρέμβασή του. Η υπόθεση «Ντρεντ Σκοτ κατά Σάντφορντ» το 1857 αποδεχόταν ότι οι νέγροι, δούλοι ή απελεύθεροι, όπως και οι απόγονοί τους δεν μπορούσαν να λογίζονται αμερικανοί πολίτες, συμβάλλοντας καταλυτικά στον ολισθηρό δρόμο προς τον Αμερικανικό Εμφύλιο. Το 1954, η απόφαση «Μπράουν κατά Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» έθεσε τέλος στον φυλετικό διαχωρισμό των μαθητών και την ψευδεπίγραφη αρχή ότι τα χωριστά σχολεία εγγυώνταν παρ’ όλα αυτά την ισότητα. Το δικαίωμα στην άμβλωση υπήρξε αποτέλεσμα της απόφανσης του Δικαστηρίου στην ιστορική υπόθεση «Ρόου κατά Γουέιντ» του 1973. Το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στον γάμο καρπός της απόφασης στην υπόθεση «Ομπεργκέφελ κατά Χότζες» του 2015.
Ακριβώς αυτή η μακρά σειρά των προηγούμενων παρεμβάσεων έχει σημάνει καμπανάκι συναγερμού για τους liberals. «Ο Κένεντι ήταν ένας κεντροδεξιός δικαστής και ο πρόεδρος προτίθεται να προτείνει για τη θέση του έναν ακροδεξιό» τόνιζε στο «Vanity Fair» ο Νιλ Κάτιαλ, πρώην γενικός εισαγγελέας στην κυβέρνηση Ομπάμα. Συνοψίζοντας τα δεδομένα σε λίγες προτάσεις, ο Νόα Φέλντμαν έλεγε στο «New York Review of Books» Ιουλίου ότι, αν η επιλογή του Ντόναλντ Τραμπ περάσει από τη Γερουσία, «το Ανώτατο Δικαστήριο θα αποκτήσει μια σταθερή συντηρητική πλειοψηφία για πρώτη φορά από τον καιρό πριν από το New Deal. […] Μια επιθετική συντηρητική νομολογία θα μεταμόρφωνε το αμερικανικό δίκαιο και την αμερικανική πολιτική. Θα προχωρούσε σε επανερμηνεία θεμελιωδών ζητημάτων ατομικών δικαιωμάτων και δικαιωμάτων της ιδιωτικής ζωής, της υγείας, της εργασίας, της εθνικής ασφάλειας και του περιβάλλοντος».
Σε αυτό το εξαιρετικά φιλικό προς τον Τραμπ νομικό περιβάλλον, οι Ρεπουμπλικανοί θα μπορούσαν να θέσουν ως στόχο, και πιθανότατα να πετύχουν, είτε απευθείας είτε διά της μεθόδου της σαλαμοποίησης, τον δραστικό περιορισμό ή την κατάργηση του μεγαλύτερού τους νομικού φετίχ –της αποδοχής των αμβλώσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση, τουλάχιστον 20 συντηρητικές πολιτείες θα απαγόρευαν τις αμβλώσεις, αίροντας τους σημερινούς όρους και περιορισμούς, ενώ οι λεγόμενες «Κλινικές Οικογενειακού Προγραμματισμού» σε πιο προοδευτικές περιοχές των ΗΠΑ θα γίνονταν ξανά στόχος οργίλων διαδηλώσεων όπως στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Και ο άνθρωπος-κλειδί για την εφαρμογή ή μη ενός παρόμοιου αντιδραστικού προγράμματος, όπως σημείωνε πρόσφατα στη «Washington Post» o Ρόμπερτ Μπαρνς, δεν είναι ο μέχρι σήμερα «άγνωστος Χ» νέος δικαστής, αλλά ο σημερινός πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Τζον Γκλόβερ Ρόμπερτς.
Ο 63χρονος Τζον Ρόμπερτς θεωρείται αριστοτέχνης της νομικής χειρουργικής. Χειρίζεται με ακρίβεια το νυστέρι της εργαλειοθήκης του δικαίου για να διατηρήσει επιφανειακά άθικτες αποφάσεις στις οποίες ο ίδιος αντιτίθεται πολιτικά, καταργώντας ταυτόχρονα θεμελιώδεις διατάξεις του πυρήνα τους. Με την αποχώρηση του Αντονι Κένεντι, ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου γίνεται ξαφνικά η μεσαία ψήφος –ο πιο μετριοπαθής μιας τετράδας αφοσιωμένων συντηρητικών. Για τον Γκρέγκορι Γκαρ, πρώην γενικό εισαγγελέα των ΗΠΑ (εκπρόσωπο της κυβέρνησης στο Ανώτατο Δικαστήριο) επί Τζορτζ Μπους υιού, o Ρόμπερτς καθίσταται έτσι «ένας από τους ισχυρότερους προέδρους στη σύγχρονη Ιστορία […], αυτός που θα ορίζει πού, πόσο μακριά και πόσο γρήγορα θα πηγαίνει το Δικαστήριο».
Για να αντιληφθεί κανείς τα δεδομένα της πορείας του οχήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου με τον Τζον Ρόμπερτς οδηγό από τούδε και στο εξής, αρκεί να ρίξει μια ματιά στα έως τώρα πεπραγμένα του. Γιος ενός ζευγαριού από την Ιντιάνα, με πατέρα στέλεχος σε εταιρεία παραγωγής χάλυβα και μητέρα νοικοκυρά, γεννήθηκε στο Μπάφαλο το 1955, φοίτησε σε καθολικά σχολεία, σπούδασε Ιστορία ως προπτυχιακός φοιτητής, αρίστευσε στην περίφημη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ λίγο πριν από τον Μπαράκ Ομπάμα, μαθήτευσε δίπλα στον προηγούμενο πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Γουίλιαμ Ρένκουιστ. Οταν μετά τον θάνατο του τελευταίου το 2005 επελέγη από τον Τζορτζ Μπους υιό για τη θέση του προέδρου, ήταν γνωστό ότι το αξίωμα αναλάμβανε ένας οπαδός της σχολής του λεγόμενου «strict constructionism» –των νομικών εκείνων που θεωρούν πως η ερμηνεία του αμερικανικού συντάγματος οφείλει να βασίζεται αυστηρά στην ορολογία του κειμένου και να λαμβάνει υπ’ όψιν τις προθέσεις των ιδρυτικών πατέρων, όχι την τρέχουσα διαμορφωμένη κοινωνική πραγματικότητα.
Ωστόσο, ο σημερινός πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παρότι δεν διστάζει να δηλώνει ξεκάθαρα δημοσίως τις πεποιθήσεις του (ο θεσμός σήμερα βλέπει «ποια τα κείμενα των διατάξεων, τι ελέγχουν τα δικαστικά προηγούμενα»), το κάνει με εκλεπτυσμένη προσοχή. «Οι δικαστές είναι σαν τους διαιτητές» έλεγε στη διάρκεια των ακροάσεων της Γερουσίας για την επικύρωση του διορισμού του. «Οι διαιτητές δεν επινοούν τους κανόνες. Τους εφαρμόζουν. Ο ρόλος του διαιτητή και του δικαστή είναι κρίσιμος. Διασφαλίζει ότι όλοι παίζουν υπακούοντας στους κανόνες. Ο ρόλος τους, όμως, είναι περιορισμένος. Κανείς ποτέ στον κόσμο δεν πήγε σε αγώνα για να δει τον διαιτητή». Ως πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου δήλωνε, τότε, πως θα εφάρμοζε τη νομολογία με τον ίδιο τρόπο που στην ίδια χρονική συγκυρία θα εφάρμοζε την πολιτική ο Κώστας Καραμανλής –ήτοι «με σεμνότητα και ταπεινότητα». Η παρουσία του στις ακροάσεις κέρδισε συντηρητικούς και προοδευτικούς. Η πρακτική του, όμως, όπως έγραφε τον Μάιο του 2009 στον «New Yorker» ο Τζέφρι Τούμπιν, υπήρξε διαφορετική: «Ο Ρόμπερτς ευνοεί μια οπτική που θέλει το Δικαστήριο να συμμορφώνεται σχεδόν πάντα με τις υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας στην κοινωνία». Σε όλες τις σημαντικές υποθέσεις ο πρόεδρος «τασσόταν πάντοτε με την Εισαγγελία, ποτέ με τον κατηγορούμενο, πάντοτε με το κράτος, ποτέ με τον καταδικασμένο, πάντοτε με την εκτελεστική εξουσία, ποτέ με τη νομοθετική και πάντοτε με την υπεράσπιση όταν εκπροσωπούσε εταιρικά συμφέροντα, ποτέ με την κατηγορούσα αρχή όταν αντιπροσώπευε άτομα».
Ολα τα παραπάνω υποδεικνύουν ότι πιθανότατα ο Τζον Ρόμπερτς θα εξακολουθήσει να είναι αυτό που ήταν –ο προσεκτικός συντηρητικός που σφάζει με το βαμβάκι τηρώντας τα προσχήματα. Υπάρχει ωστόσο και η άλλη γνώμη, αυτή που εκφράζει στη «Washington Post» ο Μάικλ Μακόνελ, πρώην ομοσπονδιακός δικαστής με ρεπουμπλικανικές ρίζες, νυν επικεφαλής του Κέντρου Συνταγματικού Δικαίου του Στάνφορντ: «Αν ο δικαστής Κένεντι αντικατασταθεί με έναν ενδιαφέροντα, σχετικά μη δογματικό συντηρητικό (όπως είναι κάποια από τα καλύτερα ονόματα στη λίστα του Τραμπ), αυτό θα μπορούσε να προοιωνίζεται ένα πιο ρέον δικαστήριο με πιο συμπαγή μεσαίο χώρο και λιγότερα οριακά αποτελέσματα της τάξης του 5-4». Επιπλέον, η νέα δυναμική θα μπορούσε να επηρεάσει τη στάση ορισμένων με τρόπο διαφορετικό από ό,τι φοβούνται οι Δημοκρατικοί: «Κάθε δράση προκαλεί μια αντίστοιχη αντίδραση. Δεν θα με εξέπληττε αν κάποιοι συντηρητικοί δικαστές τάσσονταν συχνότερα με τους φιλελεύθερους συναδέλφους τους. Ως θεσμός το Δικαστήριο δεν επιθυμεί να θεωρεί τον εαυτό του όργανο ενός ιδεολογικού κινήματος». Ασχετα αν πλέον βαίνει πλησίστιο προς αυτή την κατεύθυνση.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Ιουλίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ