Η θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας είναι μια ακόμη ιδιότητα στο ήδη πλούσιο βιογραφικό της Λίντας Καπετανέα. Διαθέτει, ακόμη, αρκετές: χορογράφος, χορεύτρια, συνιδρύτρια της ομάδας RootlessRoot από κοινού με τον σύζυγό της Γιόζεφ Φρούτσεκ, αλλά και μητέρα. Πώς τα προλαβαίνει; Ομολογεί ότι ο χρόνος δεν της φτάνει, θα ήθελε η ημέρα της να έχει 30 ώρες ώστε να χωρέσουν όλες οι δραστηριότητές της…
Η συνάντησή μας έγινε ένα απόγευμα σε γνωστό café του κέντρου της Αθήνας. Tη βρήκα να εργάζεται: απαντούσε σε e-mail για το Φεστιβάλ, τα οποία δεν σταμάτησαν να έρχονται καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας, που έγινε με αφορμή την εφετινή, 24η κατά σειρά, γιορτή του χορού στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα, αλλά επεκτάθηκε σε πολλά ακόμη θέματα.
Η Λίντα Καπετανέα κατάγεται από τη Μάνη και κάνει διακοπές από παιδί στην Καλαμάτα, αλλά δεν θεωρεί πως η εντοπιότητα έπαιξε κάποιον ρόλο στην επιλογή της για τη θέση. Ωστόσο, παραδέχεται πως είναι όμορφο να δημιουργεί κανείς κάτι στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Στο περιθώριο της κουβέντας μας μιλήσαμε για πολλά: την έλλειψη ελεύθερου χρόνου, την αγάπη της για τη μουσική, την έμπνευσή της από την εικαστική δημιουργία, αλλά και τη σχέση της με την επικαιρότητα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι αισιόδοξη για το εφετινό Φεστιβάλ και, ναι, εργάζεται ήδη για το επόμενο!
Τι σκέφτεστε τώρα που μπήκαμε πλέον στην τελική ευθεία για την επίσημη έναρξη του εφετινού Φεστιβάλ; «Εχω αγωνία να δω πώς θα πάει, αλλά γενικά είμαι αισιόδοξη. Αρχίσαμε να δουλεύουμε πολύ νωρίς, από τον περασμένο Οκτώβριο, οπότε τα πράγματα έχουν πλέον μπει στη σειρά. Εχω, βέβαια, κάποιο άγχος όπως είπα: αν θα έχει κόσμο, πώς θα το δεχτεί το κοινό, αν θα πάνε καλά τα σεμινάρια, αλλά είναι η πρώτη μου χρονιά, οπότε είναι λογικό να αισθάνομαι έτσι. Νιώθω όπως και πριν από μια παράσταση».
Αλήθεια, πώς αποφασίσατε να διεκδικήσετε τη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας; Ποιο ήταν το κίνητρό σας; «Εδώ και χρόνια περνούσε από το μυαλό μου ότι ήθελα να διοργανώσω κάτι. Δεν ήξερα, βέβαια, ότι θα είναι το Φεστιβάλ, σκεφτόμουν όμως ότι θα μου άρεσε να κάνω κάτι, έστω και για τρεις ημέρες. Παραστάσεις και σεμινάρια της δικής μου επιλογής. Οταν, λοιπόν, παραιτήθηκε η προηγούμενη καλλιτεχνική διευθύντρια, η Κατερίνα Κασιούμη, έκανα την αίτηση και προχώρησε».
Ποια είναι λοιπόν η φιλοσοφία του εφετινού προγράμματος; «Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβα τη θέση θέλησα να αποτελέσει το Φεστιβάλ ένα μικρό σχολείο για τους νέους ανθρώπους, οι οποίοι θα έρχονταν όχι μόνο στις παραστάσεις αλλά και στα σεμινάρια, στο εκπαιδευτικό κομμάτι δηλαδή. Αυτά τα δύο για εμένα αποτελούν ένα πράγμα. Ετσι στηρίχθηκα περισσότερο στους πολύπλευρους ερμηνευτές και στους καλλιτέχνες που δοκιμάζουν τα όρια του ανθρώπινου σώματος. Επέλεξα διαφορετικές ομάδες, σύγχρονο τσίρκο, street dancers, μεγαλύτερους σε ηλικία χορογράφους αλλά πολυσχιδείς καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα ο Γιόζεφ Νατζ, ο Ολιβιέ Σαγκαζάν, ο Βιμ Βαντεκέιμπους, με την ομάδα του οποίου έχω συνεργαστεί και η ίδια στο παρελθόν. Παράλληλα, επέλεξα και ανθρώπους νέους, οι οποίοι θα παρουσιάσουν σόλο ή ντουέτα».
Με δεδομένη τη δύσκολη συγκυρία για τη χώρα, κατά πόσο είναι εύκολο να αναλαμβάνει κανείς μια θέση ευθύνης; Σας απασχόλησε καθόλου αυτό; «Γενικά δεν τρομάζω, παρ’ όλο που ξέρω ότι μπορεί να είναι δύσκολο. Ηξερα πού βάδιζα, αλλιώς δεν θα έκανα καν αίτηση. Γνωρίζω την κατάσταση, γιατί και εγώ στην Ελλάδα ζω. Εχω επίγνωση των καταστάσεων –και των οικονομικών -, οπότε δεν ήταν κάτι που με φόβισε. Από τη στιγμή που αποφάσισα ότι θέλω να το κάνω και μου δόθηκε και η ευκαιρία, ξεκίνησα αμέσως χωρίς να σκέφτομαι ότι κάτι μπορεί να με σταματήσει. Γενικά, είμαι άνθρωπος που ξεπερνά τις δυσκολίες. Αν μου πει κάποιος «έχεις λιγότερα χρήματα», εντάξει, θα το κάνω με λιγότερα χρήματα. Δεν θα με σταματήσει αυτό».
Πέρα απ’ αυτό, πώς είναι να ασχολείται κανείς με τον χορό στην Ελλάδα σήμερα; «Αν σου αρέσει αυτό που κάνεις, είναι όμορφο. Αν όμως υποφέρεις ή το κάνεις γιατί δεν μπορείς να ασχοληθείς με κάτι άλλο, τότε είναι πράγματι δύσκολο. Εμένα μου αρέσει πολύ ο χορός, μου άρεσε από την αρχή που ξεκίνησα, παρ’ όλο που το πρώτο διάστημα, όταν τελείωσα την Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης, αντιμετώπισα κι εγώ αρκετές δυσκολίες. Ωσπου να βρω τι θέλω να κάνω και να συνεχίσω να εξελίσσομαι ως χορεύτρια, ήταν λίγο δύσκολα τα πράγματα».
Κάποιοι εντοπίζουν την «άνοιξη» του σύγχρονου ελληνικού χορού εκεί γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Πώς βλέπετε τη σημερινή εποχή σε σχέση με εκείνη; «Δεν θεωρώ ότι τότε ήταν καλύτερα από σήμερα. Ισως εκείνη την εποχή άρχισαν να γνωρίζουν λίγο περισσότερο τον σύγχρονο χορό. Και τώρα υπάρχει μια «άνοιξη», περισσότερος κόσμος έχει έρθει σε επαφή μαζί του. Τότε, στις παραστάσεις πήγαινε μόνο ο κόσμος του χορού. Επίσης, τα πάντα ήταν λιγότερα: τα θέατρα, οι ομάδες, οι παραγωγές… Τώρα τα ερεθίσματα είναι απείρως περισσότερα. Συνηθίζω να λέω στους μαθητές μου ότι και μόνο που έχουν πλέον τη δυνατότητα να βλέπουν τόσα πράγματα στο ΥouΤube είναι τεράστιο κέρδος. Υπάρχουν τόσες ευκαιρίες για σεμινάρια, μαθήματα, παραστάσεις, street festivals, διαφορετικά είδη σύγχρονου χορού. Τότε έπρεπε να περιμένουμε το Φεστιβάλ Αθηνών για να δούμε την Πίνα Μπάους ή το Nederlands Dans Theater στο Ηρώδειο».
Μπορεί να συντηρηθεί σήμερα μια ομάδα σύγχρονου χορού στη χώρα μας; «Μια ομάδα όχι, ένα πρότζεκτ συντηρείται. Τα τελευταία χρόνια με την κρίση, μάλιστα, διαρκεί όλο και λιγότερο. Παλαιότερα δούλευες για μια παραγωγή τρεις-τέσσερις μήνες, τώρα περίπου έναν. Περιμένεις να πάρεις λεφτά από κάπου ή μια ανάθεση από έναν οργανισμό, κάνεις πρόβες, παραστάσεις και τέλος. Τώρα που επανήλθαν οι επιχορηγήσεις, έδωσαν μια ωραία ώθηση –ήδη αυτοί οι τελευταίοι δύο μήνες είναι γεμάτοι με παραστάσεις. Ωστόσο, δεν ζεις από τον χορό, εκτός αν είσαι μεγάλο όνομα. Πρέπει να κάνεις κι άλλα πράγματα. Εγώ με τον Γιόζεφ, ας πούμε, διδάσκουμε πολύ. Από εκεί καλύπτεται το οικονομικό, όχι από τις παραστάσεις».
Πόσο διαφορετική είναι η διδασκαλία από την ερμηνεία; «Μου αρέσει να διδάσκω, να μεταφέρω ό,τι έχω μάθει στους μαθητές μου. Μέσα από αυτή τη διαδικασία μαθαίνω κι εγώ. Υπάρχει μια απευθείας αλληλεπίδραση. Δεν έχεις το κενό ανάμεσα, να είσαι εσύ στο σκοτάδι και να δείχνεις κάτι. Εδώ έχουμε άμεση επαφή. Και κάθε μάθημα είναι μια παράσταση».
Αλήθεια, οι μαθητές σας τι σας λένε; Τι τους απασχολεί; «Θέλουν να χορέψουν. Η συμβουλή που τους δίνω είναι να κάνουν υπομονή. Να συνεχίσουν να δουλεύουν ασταμάτητα. Ο χορευτής εξελίσσεται διαρκώς, μέχρι να γεράσει. Χρειάζεται σκληρή δουλειά ώστε να καταφέρεις να γίνεις διαφορετικός και να σε επιλέξουν. Προσωπικότητες χρειαζόμαστε. Τώρα σε μια ομάδα δεν μπαίνει αποκλειστικά ένας σύγχρονος χορευτής. Μπορεί να μπει και ένας ακροβάτης, ένας street dancer, ένας ηθοποιός που κινείται καλά και να φτιαχτεί έτσι ένα γκρουπ από ταλαντούχους ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν τελειώσει απαραιτήτως μια σχολή χορού. Εξαρτάται τι θέλει κανείς να κάνει. Αν θέλει να συνεργαστεί με το Nederlands Dans Theater, ας πούμε, τότε χρειάζεται την κλασική παιδεία, μπορεί όμως να θέλει να κάνει κάτι άλλο. Θα ήθελα οι μαθητές να έχουν όλα τα εφόδια».
Εσείς πώς ξεκινήσατε με τον χορό; «Τελείως τυχαία, και μάλιστα στην αρχή βαριόμουν απίστευτα. Εκανα ενόργανη, πρωταθλητισμό, μετά ψήλωσα πολύ και ο προπονητής μου με ενημέρωσε ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω. Ως παιδί μου άρεσε να κινούμαι πολύ. Ξεκίνησα να κάνω χορό στα 16 μου. Μια φίλη μού μίλησε για την Κρατική Σχολή Χορού. Πήγα στις εξετάσεις με ένα κορμάκι ενόργανης, χωρίς καλσόν και παπουτσάκια. Ημουν ένα ευλύγιστο κοριτσάκι, πολύ καλά γυμνασμένο, προφανώς κάτι διέκριναν σε εμένα και με πέρασαν. Στην αρχή δεν μου άρεσε καθόλου. Δεν μου άρεσε η αισθητική του μπαλέτου. Ωστόσο, όπως είπα, δεν τα παρατάω, και έτσι συνέχισα μέχρι να δω πού μπορεί να με οδηγήσει. Πήγαινα σε όλα τα μαθήματα, δεν έλειπα ποτέ και σιγά-σιγά άρχισε να μου αρέσει».
Και στη συνέχεια; «Οταν άρχισε να μου αρέσει, είπα: «Τέλος, αυτό θέλω να κάνω». Και από τότε έμεινα, δεν έχω κάνει κάτι άλλο. Μ’ αυτό ζω. Στη συνέχεια πήρα υποτροφία από το Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών, έφυγα για δύο χρόνια στη Νέα Υόρκη, έπειτα επέστρεψα για άλλα δύο χρόνια στην Ελλάδα και στη συνέχεια έκανα οντισιόν στην ομάδα του Βιμ Βαντεκέιμπους με την οποία συνεργάστηκα για τέσσερα χρόνια. Γνωριστήκαμε με τον Γιόζεφ, γυρίσαμε στην Ελλάδα, φτιάξαμε τους RootlessRoot και τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους».
Πώς αποφασίσατε να επιστρέψετε στην Ελλάδα; «Εμένα γενικά δεν μου αρέσει να φεύγω, θέλω να μένω στην ίδια βάση. Μου αρέσουν, όμως, και οι εκπλήξεις. Ακουσα π.χ. για την υποτροφία του ΙΚΥ και έκανα αίτηση. Μου είπαν οι φίλες μου: «Πάμε να δώσουμε εξετάσεις, να πάμε στην Αμερική». Η Νέα Υόρκη ήταν το κέντρο του χορού. Το τόλμησα και πέρασα. Λέω, λοιπόν, στους γονείς μου: «Φεύγω για Αμερική»».
Και πώς αντέδρασαν; «Στενοχωρήθηκαν, δεν το περίμεναν ότι θα φύγω για δύο χρόνια. Τότε δεν υπήρχε ούτε κινητό, ούτε Skype. Μόνο σταθερό τηλέφωνο υπήρχε. Ηξεραν ότι θα με δουν ύστερα από έναν χρόνο. Ομως, με άφησαν τελείως ελεύθερη να ακολουθήσω αυτό που αγαπώ. Το αγάπησαν και οι ίδιοι και το δέχτηκαν. Εκτοτε, δεν έχουν χάσει καμιά παράσταση».
Θα λέγατε πως είστε παραδοσιακή μαμά; «Είμαι αυστηρή μαμά. Εχω δύο παιδιά, μία κόρη δώδεκα ετών και έναν γιο πεντέμισι. Τις προάλλες ήμασταν στο αυτοκίνητο με την κόρη μου και μου λέει: «Μαμά, κατάλαβα ότι πρέπει να δουλέψω για να κάνω κάτι σωστά». Της το λέω συνέχεια: να δουλέψει για να πετύχει κάτι και ταυτόχρονα να το θέλει. Εγώ θα της προσφέρω πολλά ερεθίσματα: ζωγραφική, τραγούδι, χορό, για να δω τι θα μπορούσε να της αρέσει. Ισως και τίποτε από αυτά. Συνήθως τη φέρνω σε επαφή με πράγματα που αρέσουν σ’ εμένα. Κάποια στιγμή θα την αφήσω ελεύθερη, να δω τι θα επιλέξει. Προς το παρόν βλέπω ότι της αρέσει η ζωγραφική, οπότε θα τη βοηθήσω περισσότερο, με σεμινάρια κ.λπ. Οταν λέω ότι είμαι αυστηρή, εννοώ ως προς το πρόγραμμα. Ο μπαμπάς τους παίζει πολύ μαζί τους, εγώ τα «γειώνω» λίγο τα πράγματα…».
Είναι εύκολο να συνδυάσετε καριέρα και οικογένεια; «Οχι. Είναι δύσκολο να συνδυάσεις το πρόγραμμα των παιδιών με τη δουλειά και τα ταξίδια. Θέλω να είμαι μαζί τους. Αισθάνομαι ευθύνη για τα παιδιά και όταν λείπω για μεγάλο χρονικό διάστημα νιώθω άσχημα, θα ‘θελα περισσότερο χρόνο μαζί τους. Οταν, για παράδειγμα, η κόρη μου –μια και ο γιος μου δεν έχει αρχίσει ακόμη το σχολείο –έχει μια δυσκολία, λέω: «Είδες, δεν είμαι εκεί να τη βοηθήσω». Ευτυχώς, όμως, είναι με τους γονείς μου που τους αγαπούν πολύ και είναι σημαντικό να βρίσκονται με τη γιαγιά και τον παππού, γιατί αυτό σιγά-σιγά ξεχνιέται».
24ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας: 13-22 Ιουλίου. Περισσότερες πληροφορίες και πλήρες πρόγραμμα στο www.kalamatadancefestival.gr.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Ιουλίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ