Κοιτώντας πίσω, στο πρόσφατο παρελθόν, σήμερα αβίαστα μπορούμε να πούμε, ότι
1. Το δημοψήφισμα του 2015 δημιούργησε πρόσθετα και μεγάλα προβλήματα στην οικονομία, την κοινωνία, τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας και βάθυνε τον διχασμό των πολιτών.
Στόχος του, ήταν η διαχείριση των συναισθημάτων, κυρίως του θυμού των πολιτών, γι’ αυτό και το «Όχι» άθροισε και τα ακραία τμήματα του πολιτικού φάσματος.
2. Η ψήφιση του τρίτου μνημονίου από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, χωρίς καμία γραπτή δέσμευση της κυβέρνησης, για:
• Τον χρόνο των εκλογών
• Το περιεχόμενο του μνημονίου
ήταν μέγα λάθος για τη χώρα και την οικονομία, γιατί επέτρεψε στην κυβέρνηση να αιφνιδιάσει με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου και στη συνέχεια να κυβερνά με στενά κομματικό και αντιαναπτυξιακό τρόπο.
Κοιτώντας μπροστά, δυστυχώς δεν μπορούμε να συμμεριστούμε την αισιοδοξία, ούτε της κυβερνητικής ηγεσίας, ούτε της Νέας Δημοκρατίας, γιατί
1. Η τελευταία συζήτηση στη Βουλή έπεισε και τον πιο αφελή ότι ο κομματικός λόγος και η κομματική πρακτική, με βασική ευθύνη της κυβέρνησης, θα αγγίξει τα όρια σύγχρονου εμφυλίου και σε κάθε περίπτωση στην οικονομική και κοινωνική κρίση θα προστεθεί και η πολιτική με πρώτη έκφραση τη θεσμική παράλυση.
Δεν είναι αποδεκτό σε δημοκρατική χώρα και μάλιστα μέλους της ΕΕ να εκστομίζουν σε κάθε συζήτηση στη Βουλή, οι δύο βασικοί θεσμικοί παράγοντες του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, ύβρεις που διχάζουν την κοινωνία, απαξιώνουν τη δημοκρατία και διαπαιδαγωγούν αρνητικά – ιδιαίτερα τους νέους που δοκιμάζονται σκληρότερα από τους άλλους πολίτες.
Στο πρόβλημα αυτό η ευθύνη και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι μεγάλη.
Για την συμπεριφορά του κ. Καμένου δεν θα μιλήσω, γιατί βρίσκεται στο χώρο του παράλογου.
2. Είναι εμφανές ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τα θετικά λόγια των κοινοτικών αξιωματούχων και μερικών ηγετών των χωρών της ΕΕ, οι οποίοι θέλουν για δικούς τους λόγους, που αφορούν κυρίως το εθνικό τους ακροατήριο, να εμφανίζουν πάντα «μισογεμάτο το ποτήρι», αφού πλέον έχουν τον πλήρη έλεγχο των επιλογών της κυβέρνησης, αλλά και των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου.
Οι αντιδράσεις όμως των κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν πρέπει να είναι αντιφατικές και αποσπασματικές, με απλή κατάθεση τροπολογιών.
Η κυβέρνηση -αφού και πριν από ένα μήνα ψήφισε τη μείωση των συντάξεων, που δόθηκαν πριν από τον νόμο Κατρούγκαλου το 2016, επιβεβαιώνοντας την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς που ψήφισε η κ. Αχτσιόγλου το 2017, από 1/2/19- δημαγωγεί, χρησιμοποιώντας μια φράση του Μοσχοβισί με ελάχιστη αξία, μιλώντας για μεταφορά του χρόνου εφαρμογής της, προετοιμάζοντας την προεκλογική της ατζέντα.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα πρέπει να αποκαλύψουν ότι η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς είναι διαρθρωτικό μέτρο, που συμφώνησε η κυβέρνηση για να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες που παράγουν ελλείμματα, και δεν είναι τακτικός και βραχυχρόνιος δημοσιονομικός στόχος που μπορεί να αλλάξει ριζικά.
Αν συμφωνηθεί με τους εταίρους και δανειστές ότι θα βρεθεί άλλος τρόπος μόνιμης μείωσης των δαπανών ανάλογου ύψους, τότε μπορούν να κάνουν μια πιο δίκαιη πρόταση: να μοιραστούν το όφελος παλιοί και νέοι συνταξιούχοι με αναλογικό τρόπο.