Η φυγή των νέων, και ειδικότερα η «εκροή εγκεφάλων», έλαβε δραματικές διαστάσεις στην Ελλάδα μετά το 2010. Σύμφωνα με υπολογισμούς μελέτης της Eurobank, πάνω από 450.000 άτομα ηλικίας κάτω των 45 ετών, κατά μεγάλο ποσοστό υψηλού μορφωτικού επιπέδου και τεχνικής κατάρτισης, βρέθηκαν εκτός Ελλάδας (brain drain), με την ετήσια συμμετοχή στο ΑΕΠ των χωρών υποδοχής από Ελληνες να ανέρχεται σε 12,9 δισ. ευρώ, το φορολογικό αποτέλεσμα να ξεπερνά τα 9 δισ. ευρώ, την ώρα που τα κόστη της εκπαίδευσής τους για το ελληνικό κράτος ανέρχονταν σε 8 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ εξάλλου, μετά την κρίση (από το 2009 και έπειτα) τα ποσοστά ανεργίας των πτυχιούχων υπερδιπλασιάστηκαν καθώς η μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των ανέργων σημειώθηκε μεταξύ των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης (179,1%), ενώ η Ελλάδα καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ των 28 όσον αφορά την απασχόληση αποφοίτων της ανώτατης εκπαίδευσης.
Μείωση πληθυσμού
Η ανάσχεση αυτής της τάσης (του brain drain) αλλά και ο επαναπατρισμός αυτού του ανθρώπινου δυναμικού αναμφισβήτητα θα πρέπει να αποτελέσει εθνικό στόχο, τη στιγμή που διάφορες μελέτες υπολογίζουν πως ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί στα 9,9 εκατομμύρια ως το 2030, στα 8,9 εκατομμύρια ως το 2050 και στα 7,7 εκατομμύρια ως το 2080, από περίπου 10,6 εκατομμύρια σήμερα. Με δείκτη ολικής γονιμότητας 1,33 (ο προβλεπόμενος μέσος αριθμών παιδιών ανά γυναίκα), η Ελλάδα έχει εξάλλου σήμερα σχεδόν τη χαμηλότερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, διατηρώντας έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη, καθώς πάνω από το ένα πέμπτο των κατοίκων της (το 21%) είναι άνω των 65 ετών.
Ωστόσο, για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών, που η Adecco Ελλάδας διερευνά το θέμα της Απασχολησιμότητας στην Ελλάδα, το brain drain εμφανίζει πτωτική πορεία, καθώς η τάση αναζήτησης εργασίας στο εξωτερικό δείχνει να υποχωρεί. Ειδικότερα, το ποσοστό των υποψηφίων που εξετάζουν το ενδεχόμενο εργασίας στο εξωτερικό υποχώρησε στο 22%, ενώ το 2017 το αντίστοιχο ποσοστό άγγιζε το 33%.
Εν τω μεταξύ, το πρώτο και βασικό εύρημα της έρευνας της Adecco Ελλάδας με τον τίτλο «Η Απασχολησιμότητα στην Ελλάδα» που διερευνά τον τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι και οι υποψήφιοι αντιλαμβάνονται την κατάσταση στην αγορά εργασίας το 2018, αποτελεί η διαχρονικά αυξητική τάση του ποσοστού των απασχολημένων που έχουν βρεθεί εκτός αγοράς τουλάχιστον μία φορά στην επαγγελματική τους ζωή. Συγκεκριμένα, το 64% των ερωτωμένων, που αυτή τη στιγμή εργάζονται, δήλωσε ότι έχει βρεθεί εκτός αγοράς εργασίας τουλάχιστον μία φορά, σε σύγκριση με το 58% που δήλωνε το ίδιο το 2017. Οι περισσότεροι από αυτούς (32%) ανέφεραν ότι χρειάστηκαν διάστημα μικρότερο των 6 μηνών για να επανατοποθετηθούν στην αγορά, ενώ το 15% των συμμετεχόντων στην έρευνα χρειάστηκε 6-11 μήνες. Σε αρκετές περιπτώσεις, η επανένταξη στην αγορά εργασίας καθυστερεί.
Η διατήρηση επαφής των υποψηφίων με την αγορά καθώς και οι στοχευμένες ενέργειες αναζήτησης αποτελούν τα κλειδιά για τη μείωση του χρόνου αναμονής. Οσο περισσότερο παραμένουν εκτός αγοράς εργασίας, τόσο αυξάνεται η δυσκολία επανένταξης.
Η κινητικότητα στην αγορά επιβεβαιώνεται ως τάση και από το γεγονός ότι υποψήφιοι για τις ανοικτές θέσεις εργασίες δεν είναι μόνο τα άτομα που είναι εκτός αγοράς, αλλά και μεγάλη μερίδα απασχολούμενων που δεν είναι ικανοποιημένοι από την τρέχουσα εργασία τους. Συγκεκριμένα, το 2018 ποσοστό 66% των ερωτωμένων στην έρευνα δηλώνουν ότι βρίσκονται σε ενεργή αναζήτηση εργασίας.
Διαπιστώσεις
Από την έρευνα προκύπτουν και οι εξής διαπιστώσεις:
l Η «διά βίου θέση εργασίας» ανήκει εδώ και καιρό στο παρελθόν. Οι συχνές εναλλαγές θέσεων εργασίας αποτελούν τη νέα πραγματικότητα. Ο υποψήφιος/εργαζόμενος πρέπει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένος για να παραμείνει παραγωγικός και να εξελίσσεται μέσω των εναλλαγών καριέρας.
l Οι εταιρείες και οι οργανισμοί ανταγωνίζονται για τα «ταλέντα», για να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να παραμείνουν κερδοφόρες και καινοτόμες. «Ταλέντα» θεωρούνται οι υποψήφιοι/εργαζόμενοι με το κατάλληλο μείγμα ικανοτήτων, γνώσεων και δεξιοτήτων για την εκάστοτε θέση και εταιρεία/οργανισμό.
l Η συνεχής διεύρυνση και ανάπτυξη δεξιοτήτων είναι απαραίτητες στη διαρκώς και ταχύτατα εξελισσόμενη αγορά εργασίας. Είναι αναγκαίο οι υποψήφιοι/εργαζόμενοι να μπορούν να αναγνωρίσουν σε ποια σημεία χρειάζονται ανάπτυξη για να επιδιώξουν τη σχετική «εκπαίδευσή» τους.
l Σε μια αγορά όπου ο ανταγωνισμός για τη διεκδίκηση των «ταλέντων» είναι υψηλός, οι εταιρείες πρέπει να δημιουργήσουν πολιτικές και να επενδύσουν σε πρακτικές που θα τις κάνουν περισσότερο ελκυστικές στους ταλαντούχους υποψηφίους/εργαζομένους.
l Οι συνεχείς αλλαγές είναι η νέα κανονικότητα. Σε αυτό το περιβάλλον, για να παραμένει μια εταιρεία ανταγωνιστική απαιτείται προσαρμοστικότητα και ευελιξία, ικανότητα διαχείρισης αλλαγής και καινοτομία. Νέες στρατηγικές προσέλκυσης ταλέντων χρειάζεται να υιοθετηθούν, οι οποίες θα βάζουν στο επίκεντρο την αξιολόγηση των επιδόσεων και τη συνεργατικότητα και θα αγκαλιάζουν τη διαφορετικότητα ως βασικά συστατικά της καινοτομίας.
HeliosPlus