Ηταν το 1993 όταν οι «Βάκχαι» του Ιάννη Ξενάκη παρουσιάστηκαν στο Λονδίνο για πρώτη και μοναδική φορά. Με δεδομένο (και) το ότι εκείνη την εποχή η υγεία του πρωτοπόρου συνθέτη (1922-2001) ήταν ήδη βεβαρημένη, το έργο δεν ηχογραφήθηκε ποτέ. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, η πανελλήνια πρεμιέρα του με τη μορφή παράστασης στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και στο πλαίσιο του κύκλου «Ημέρες Μουσικού Θεάτρου» φιλοδοξεί να δώσει την ευκαιρία στο ελληνικό κοινό να έρθει σε επαφή με μια δημιουργία αδιανόητης δυσκολίας. Πρόκειται πραγματικά για ερμηνευτικό άθλο: σκηνική μουσική για 16μελή γυναικεία χορωδία, έναν βαρύτονο που ερμηνεύει τον ρόλο του Διονύσου και 9μελή ορχήστρα αποτελούμενη αποκλειστικά από πνευστά και κρουστά όργανα –εν προκειμένω, ανεβαίνει σε μουσική διεύθυνση Νίκου Βασιλείου και σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα.

«Η συνεργασία προέκυψε μέσω της σχετικής πρότασης του διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής Αλέξανδρου Ευκλείδη αφού πρώτα είδε την παράσταση του έργου «Ο αδαής και ο παράφρων» του Τόμας Μπέρνχαρντ που σκηνοθέτησα. Ισως η ενασχόλησή μου με αυτό το έργο, που έχει να κάνει με τις δυσκολίες του κόσμου της όπερας, τον έκανε να μου προτείνει ένα τέτοιο δύσκολο, ακατόρθωτο θα ‘λεγα, εγχείρημα» εξηγεί ο Γιάννος Περλέγκας.
Παρ’ όλο που οι «Βάκχαι» τού ήταν κάτι άγνωστο, τον κέντρισε αμέσως και δέχτηκε. Η ίδια η δυσκολία, το «στοίχημα» με τα βιολογικά όρια των ερμηνευτών που συμμετέχουν του πρόσφεραν το κίνητρο. Αλλωστε και τη δουλειά του στο θέατρο του αρέσει να την προσεγγίζει μουσικά. «Εν προκειμένω, μάλιστα, το έργο του Ξενάκη μου έδωσε πολλά κλειδιά σχετικά με το πώς θα μπορούσα να προσεγγίσω και την τραγωδία του Ευριπίδη» λέει και πάλι ο σκηνοθέτης.

Ανυπέρβλητο εμπόδιο

Ο ίδιος αποδίδει το γεγονός ότι οι «Βάκχαι» παρουσιάστηκαν μόνο μία φορά στην εγγενή δυσκολία του έργου. Ο συνθέτης, εξηγεί, έχει κρατήσει μόνο τα χορικά και μόνο μια στιχομυθία μεταξύ Διονύσου και Χορού. «Ο Ξενάκης ζητεί το ακατόρθωτο: να μιλήσουν οι γυναίκες χορωδοί στα ερασμιακά. Σε έναν γλωσσικό κώδικα, δηλαδή, που δυσκολεύει απίστευτα τους ελληνόφωνους, πόσω μάλλον τους αγγλόφωνους τραγουδιστές». Επιπλέον, επιβάλλει στους πνευστούς ερμηνευτές οργάνων μια εξαντλητική διαδικασία: το μουσικό κείμενο των πνευστών αποτελείται από ατελείωτους κρατημένους φθόγγους οι οποίοι, όσο μεγάλη κι αν είναι η αναπνευστική εκγύμναση των μουσικών, η απόδοση του έργου δεν παύει να αποτελεί γι’ αυτούς μια οριακή βιολογική διαδικασία.
Ωστόσο, όπως υπογράμμιζε ο ίδιος ο συνθέτης, το ζήτημά του δεν ήταν να προκαλέσει τον ακροατή, αλλά τον ίδιο τον εαυτό του. «Αυτό είναι το πιο δύσκολο πράγμα, που πρέπει να κατανοήσει και να κάνει κάποιος, και όχι να άγεται και να απορροφάται από την επιτυχία του, από την πιθανή σκέψη της επιτυχίας ή του πλουτισμού από την επιτυχία της μουσικής που κάνει» εξηγούσε.

Διπλή παρακαταθήκη


«Από τη στιγμή που καλείσαι να παρουσιάσεις μια παραστάσιμη φόρμα του έργου και όχι απλώς μια συναυλία, αρχίζεις και ψάχνεις πώς θ’ αποδώσεις σκηνικά τη βασική σύγκρουση του έργου, φυσικά μέσα από «ξενακικούς» όρους και όχι με τους λεκτικούς όρους του θεάτρου» σημειώνει από την πλευρά του ο Γιάννος Περλέγκας. Για να προσθέσει στη συνέχεια: «Οι «Βάκχαι» ήταν το τελευταίο έργο για τον Ευριπίδη και ένα από τα τελευταία του Ξενάκη. Μια διπλή παρακαταθήκη, μια διπλή υπόμνηση της χαμένης πίστης». Ο Γιάννος Περλέγκας και οι συνεργάτες του δουλεύουν επί τέσσερις μήνες για το εγχείρημα. «Αρχικά έπρεπε να δουλέψουμε με τον Ευριπίδη» εξηγεί. «Μέχρι να μπορέσουμε από μια πρόχειρη ηλεκτρονική ηχογράφηση του Νίκου Βασιλείου ν’ ακούσουμε τον Ξενάκη, έπρεπε ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί δεν υπάρχει το υπόλοιπο έργο, αλλά και στο πώς θα γίνει κατανοητό χωρίς βασικά επεισόδια».
Η προσπάθεια επικεντρώθηκε στην εικονοποίηση τριών κόσμων. «Ο ένας κόσμος είναι αυτός της νέας θρησκείας: νέας όσο και παλιάς. Είναι ο κόσμος των 16 Βακχών και του Διονύσου. Μια παλιά, ξεχασμένη πίστη, όπως κάθε πίστη που έχει εξοριστεί από τον ασπόνδυλο, σύγχρονο κόσμο μας και υπενθυμίζει την αδήριτη, αναπότρεπτη επιστροφή της» σημειώνει ο σκηνοθέτης. Ο δεύτερος κόσμος είναι αυτός της Θήβας και του Πενθέα. Στην παράσταση, ο κόσμος αυτός εκπροσωπείται από τους μουσικούς και τον ίδιο τον διευθυντή ορχήστρας. «Ο μαέστρος είναι ο Πενθέας μας. Ενας Πενθέας που φιλοδοξεί να βάλει τάξη στο χάος, να χαλιναγωγήσει τα ένστικτα, τα δικά του, των μουσικών του και της χορωδίας του και να επιβληθεί πάνω σε αυτό το τόσο σοφά οργανωμένο χάος του Ευριπίδη και του Ξενάκη» σημειώνει ο ίδιος στη συνέχεια.
Με την έλευση του Διονύσου, ο Πενθέας έχει να αντιμετωπίσει επί της ουσίας έναν δεύτερο μαέστρο. «Ο τρίτος κόσμος είναι καθαρά δικής μας επινόησης. Είναι δυο γυναίκες, δυο κορίτσια που θα μπορούσαμε να πούμε ότι συμβολίζουν τον κόσμο του ασυνείδητου, του ονείρου και του εφιάλτη. Καθεμιά από αυτές είναι κοντά στους δυο πρωταγωνιστές, στον Διόνυσο και στον Πενθέα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι οι μητέρες τους, η Σεμέλη και η Αγαύη αντίστοιχα. Ταυτοχρόνως, όμως, επιτελούν και άλλους ρόλους τους οποίους θέλουμε να αφήσουμε ανοιχτούς στην ανάγνωση του κοινού, χωρίς να τους προσδιορίσουμε φιλολογικά» εξηγεί ο Γιάννος Περλέγκας.
Στην ανάγνωσή του είναι διακριτή μια διαπίστωση: οι «Βάκχαι» αρχίζουν μ’ έναν γιο ο οποίος επιστρέφει στη γενέθλια πόλη του υποστηρίζοντας πως η νεκρή μητέρα του είναι ακόμα ζωντανή για τον ίδιο και τελειώνουν με μια μητέρα να κρατάει το κομμένο κεφάλι του νεκρού γιου της, τον οποίο η ίδια σκότωσε, διαπιστώνοντας πως είναι οριστικά και αμετάκλητα νεκρός. Κατά τη διάρκεια του έργου, δυο αγόρια προσπαθούν να διαχειριστούν τον βίαιο αποχωρισμό τους από τη μητέρα τους.
Ο Γιάννος Περλέγκας χαρακτηρίζει το επικείμενο ανέβασμα δύσκολο και μεγάλο στοίχημα, το οποίο ωστόσο του δίνει χαρά. Το αντιμετωπίζει με ελεύθερη και δημιουργική διάθεση καθώς βγαίνει από τους θεατρικούς κώδικες τους οποίους έχει συνηθίσει. Θα ήθελε, άραγε, να καταπιαστεί περισσότερο στο μέλλον με την όπερα; «Δεν ξέρω… μακάρι να βρεθεί ένας τρόπος να γίνει κάτι γιατί το αγαπώ πολύ και μου ανοίγει δρόμους. Θα πρέπει όμως να βρεθεί κάτι για το οποίο θα έχω κάτι να πω. Εν προκειμένω, δεν μπορώ να διαχωρίσω τις «Βάκχαι» από τη συγκεκριμένη στιγμή και τις συνθήκες. Με ενδιαφέρουν κάποια έργα, αλλά θα πρέπει να υπάρχει λόγος για να συνδεθώ με κάτι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ