Αlvaro Εnrigue
Ξαφνικός θάνατος
Μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2018
σελ. 312, τιμή 15,90 ευρώ
Βρισκόμαστε στη Ρώμη, κατά το σωτήριον έτος 1599, και παρακολουθούμε έναν απίθανο αγώνα τένις. Από τη μια πλευρά έχουμε τον Καραβάτζο, τον θρύλο της ιταλικής ζωγραφικής, και από την άλλη τον πολυσχιδή ισπανό ποιητή Φρανθίσκο δε Κεβέδο. Φανταστείτε, ας πούμε, ένα μπαλάκι που είναι καμωμένο από τις τροφαντές πλεξούδες μιας αποκεφαλισμένης βασίλισσας της Αγγλίας και, μεταξύ άλλων, τον Γαλιλαίο Γαλιλέι να διαιτητεύει.
Η σύγκρουση αυτή, πάντως, δεν είναι και τόσο αθλητική. Το όλο σκηνικό παραπέμπει πιο πολύ σε κλασική μονομαχία δίχως τα διασταυρούμενα ξίφη, μοιάζει περισσότερο με ένα ιδιότυπο ξεκαθάρισμα, και πραγματοποιείται την επομένη μιας αχαλίνωτης νύχτας. Προτού όμως επέλθει στην τελευταία σελίδα ο «Ξαφνικός θάνατος» (όπως είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος του Αλβαρο Ενρίγκε που το 2013 τιμήθηκε με το σημαντικό Βραβείο Herralde) η αγωνία έχει φτάσει στο απόγειό της, δηλαδή στο έκτο γκέιμ του τρίτου σετ. Πρόκειται για ένα παράξενο όσο και εκλεπτυσμένο ανάγνωσμα, ένα λογοτεχνικό σχέδιο που κορυφώνεται ως συμπλήρωση ενός διανοητικού παζλ, ως απρόβλεπτη σύγκλιση του χώρου και του χρόνου, της γεωγραφίας και της ιστορίας.

Εικόνα του Καραβάτζο

Ο 48χρονος μεξικανός συγγραφέας βρέθηκε πρόσφατα στην Αθήνα, στο πλαίσιο του 10ου Ιβηροαμερικανικού Φεστιβάλ ΛΕΑ, και «Το Βήμα» συνομίλησε μαζί του. «Ηθελα ανέκαθεν να γράψω για τον Καραβάτζο, αλλά δεν ήξερα από πού να τον αδράξω, πώς να τον μετατρέψω σε επίκεντρο μιας αφήγησης, πώς να πω κάτι που δεν έχει ήδη ειπωθεί στις χιλιάδες σελίδες της βιβλιογραφίας που έχει παραχθεί γι’ αυτόν τα τελευταία 25 χρόνια. Στην εποχή του ήταν σελέμπριτι, θα λέγαμε σήμερα ένας ροκ σταρ. Υστερα από πολλά χρόνια έρευνας ανακάλυψα, διαβάζοντας πιο προσεκτικά μια βιογραφία του, ότι έπαιζε τένις –εν πάση περιπτώσει, ένα άλλο είδος τένις, όπως ήταν τότε! Το μυθιστόρημα ξεπήδησε απ’ την εικόνα του Καραβάτζο ως μοναχικού παίκτη του τένις. Και για να το γράψω, στη συνέχεια, έπρεπε να μάθω τα πάντα επειδή είχα απόλυτη άγνοια για το αντικείμενο. Και μάλλον εξακολουθώ να μην έχω την παραμικρή ιδέα για το τένις. Ξέρω όμως σχεδόν τα πάντα για τον 17ο αιώνα!» είπε γελώντας ο Αλβαρο Ενρίγκε.
«Η συγγραφή ενός μυθιστορήματος έχει, νομίζω, και μια διάσταση τρυφηλότητας: είναι κάτι που σου αρέσει να κάνεις επειδή καταλαβαίνεις ότι θα περάσεις αρκετό χρόνο μαζί του. Πιστεύω, επίσης, ότι έχει και μια παιδιάστικη ή παιγνιώδη διάσταση ή, τουλάχιστον, έτσι το είδα εγώ ασχολούμενος με τον Καραβάτζο. Τι προσωπικότητα! Ηταν πολλά διαφορετικά πράγματα συγχρόνως: ο πρώτος μοντέρνος καλλιτέχνης αλλά κλέφτης και εγκληματίας» συμπλήρωσε ο ίδιος.

Η ποίηση του Κεβέδο

Πώς όμως επέλεξε, τον ρωτήσαμε, τον ιδανικό του αντίπαλο; «Με παρόμοια αφέλεια εμφανίστηκε στο βιβλίο και ο Κεβέδο. Θαυμάζω την ποίησή του –ειδικά αυτήν που δημοσίευσε όσο ζούσε χωρίς να την υπογράφει –με τον ίδιο τρόπο που θαυμάζω τα έργα του Καραβάτζο. Και έχω την αίσθηση ότι αποδεικνύονται φοβερό ζευγάρι. Ο Κεβέδο, ως χαρακτήρας, είναι ταιριαστός επειδή είναι ο πλέον απεχθής, το απόλυτο κάθαρμα. Από την άλλη, ο Καραβάτζο έχει και μια ευαίσθητη πλευρά, ίσως αθώα. Λόγω της ρευστής σεξουαλικότητάς του αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα, το να είσαι λ.χ. ανοιχτά ομοφυλόφιλος ήταν ένα σοβαρό θέμα στην τότε ρωμαϊκή κοινωνία, παρά το γεγονός ότι υπήρξε πολύ πιο φιλελεύθερη απ’ όσο πιστεύουμε. Κοντολογίς, διέφεραν μεταξύ τους σε πολλά επίπεδα αλλά, την ίδια στιγμή, ήταν και οι δύο όχι μόνο σπουδαίοι καλλιτέχνες στα πεδία τους αλλά και δολοφόνοι… Ο Κεβέδο ήταν η επιτομή της κακίας, της μοχθηρίας. Ο Καραβάτζο ήταν περισσότερο μια χαμένη ψυχή» εξήγησε ο Αλβαρο Ενρίγκε.
Τον ίδιο τον γοητεύει πολύ αυτό το πέρασμα από τον 16ο στον 17ο αιώνα. «Πρώιμη Μοντέρνα Περίοδο, έτσι έχουν ονομάσει οι ιστορικοί εκείνη τη μεταβατική εποχή. Και πράγματι, αν την αποδεχθούμε ως την πρώτη παγκοσμιοποίηση, καταλαβαίνουμε ότι είναι θεμελιώδης η σημασία της για οτιδήποτε ανήκει στον νεότερο δυτικό πολιτισμό, χωρίς ασφαλώς να αγνοούμε την κληρονομιά της αρχαιότητας. Μιλάμε πάντως για μια ιστορική στιγμή κατά την οποία αρχίζουν να επινοούνται όσα σήμερα κάνουν τη ζωή μας δύσκολη, ενίοτε ανυπόφορη, μεταξύ αυτών και το διεθνές τραπεζικό σύστημα. Η κυκλοφορία του «Ξαφνικού θανάτου» συνέπεσε με την όξυνση της οικονομικής κρίσης στις χώρες της Μεσογείου. Τότε ζούσα ήδη στη Νέα Υόρκη, στη Μέκκα του χρηματοπιστωτικού κόσμου, και η όλη λογική πίσω από τα PIGS, τις χώρες-γουρούνια που ευθύνονται για όλες τις κακοδαιμονίες, με έκανε έξαλλο. Είναι ειρωνικό, αλλά ό,τι κι αν είναι σήμερα η Ευρώπη, για καλό ή για κακό, το οφείλει σε πράγματα που επινοήθηκαν στις χώρες του Νότου, στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Ιταλία. Το γεγονός ότι ο Βορράς φαίνεται να κάνει κουμάντο με μια τέτοια αλαζονεία μού φαίνεται τελείως γελοίο. Κοιτάξτε, ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, αλλά τα τραπεζικά ιδρύματα είναι μεσογειακή πατέντα» υπογράμμισε αστειευόμενος ο μεξικανός πεζογράφος.

Και ο Ερνάν Κορτές

Χρειαζόταν ωστόσο, οπωσδήποτε, και ο Ερνάν Κορτές στην ιστορία του; «Η συγγραφέας σύζυγός μου, όταν της ανακοίνωσα την παρουσία του στην αφήγησή μου, τη χαρακτήρισε «υπερβολή» επίσης. Πάντως οι βασικοί πρωταγωνιστές στο βιβλίο δεν είναι οι διασημότητες αλλά τα αντικείμενα, αυτά οργανώνουν την πλοκή του μυθιστορήματος, οι χαρακτήρες απλώς φωτίζουν τις διαφορετικές πορείες που ακολουθούν αυτά τα δύο (το μπαλάκι που είναι φτιαγμένο από τα μαλλιά της Αν Μπολέιν και το φυλαχτό του κονκισταδόρ) προτού συναντηθούν στο γήπεδο και κουμπώσουν εντέλει τη σύνθεση που διαβάσατε. Μέσα από την έρευνα διαπίστωσα ότι ήταν αλήθεια το εξής: η σύζυγος του αφεντικού του Κεβέδο υπήρξε εγγονή του Ερνάν Κορτές, που σημαίνει ότι ο μισθός του ποιητή πληρωνόταν με μεξικανικά χρήματα! Επομένως ήταν αναπόφευκτο, ήταν αδύνατον για μένα να μην το κάνω».
Ο ίδιος δεν φιλοδοξεί, όπως γράφει, να αναπαραστήσει επακριβώς εκείνη την εποχή αλλά, αντιθέτως, επιθυμεί να την παρουσιάσει ως μια θεωρία περί του κόσμου στον οποίο ζούμε σήμερα. «Το κρίσιμο για έναν συγγραφέα είναι να έχει το ταλέντο ή την ικανότητα να βρει τη σωστή φόρμα που μια συγκεκριμένη ιστορία απαιτεί. Επιπλέον, ζούμε σε καιρούς που, κακά τα ψέματα, διαμορφώνουν τους τρόπους που διαβάζουμε και γράφουμε. Τα πάντα είναι κατακερματισμένα και οι συνδέσεις που υπάρχουν ή δεν υπάρχουν ανάμεσα σε αυτά τα κομμάτια δεν εντοπίζονται και πολύ εύκολα. Νομίζω ότι η συνθήκη αυτή είναι προφανής και στον τρόπο με τον οποίο γράφω. Δεν βλέπω τον κόσμο που μας περιβάλλει σαν κάτι γραμμικό και συνεκτικό. Τα δικά μου μυθιστορήματα αποκτούν νόημα μονάχα μέσα στο κεφάλι του αναγνώστη, μέσα από τις συσχετίσεις που συντελούνται μονάχα εκεί μέσα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ