Η μεταφορά των ημερών της θερινής άδειας δεν επιτρέπεται, ούτε κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη- θεωρείται εξάλλου άκυρη.
Στην περίπτωση δε κατά την οποία ο εργοδότης δε χορηγήσει πλήρη την άδεια στον μισθωτό κατά τη διάρκεια του έτους, είναι υποχρεωμένος, να καταβάλει τις αποδοχές του μηνός που θα ελάμβανε την άδεια, προσαυξημένες κατά 100%.
Πρόκειται για απόφαση που έλαβε o Άρειος Πάγος, και συγκεκριμένα το Εργατικό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ύστερα από προσφυγή τραπεζοϋπαλλήλου ο οποίος κατά την τριετία 2005-2008 έλαβε τμήμα της θερινής του αδείας και όχι το σύνολο των προβλεπομένων ημερών.
To δικαστήριο, επικυρώνοντας εφετειακή απόφαση, επιδίκασε στον τραπεζοϋπάλληλο τις διαφορές των ημερών που εργάστηκε κατά την εν λόγω τριετία, προσαυξημένες κατά 100%.
Αναλυτικότερα στην απόφαση, ο Άρειος Πάγος επισημαίνει ότι σκοπός του Συντάγματος (άρθρο 28), της διεθνούς σύμβασης 52/1936 για τους κανόνες χορήγησης αδειών μετ΄ αποδοχών, της Ελληνικής εργατικής νομοθεσίας και των Ευρωπαϊκών οδηγιών 93/104 και 2003/88, είναι «να εξασφαλισθεί με τη χορήγηση της ετήσιας άδειας η περιοδική ανάπαυση και η ανανέωση των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων του εργαζομένου για τη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής του υγείας».
Από τις διατάξεις αυτές «προκύπτει σαφώς ότι δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της ετήσιας άδειας του τελευταίου που δεν του χορηγήθηκαν από τον εργοδότη στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη, με συνέπεια να είναι ανίσχυρη (άκυρη) κατά τα άρθρα 174 και 180 του Αστικού Κώδικα τέτοια συμφωνία και ο εργοδότης ο οποίος δεν χορήγησε πλήρη την κανονική άδεια στο μισθωτό του, κατά τη διάρκεια του έτους που αυτή αφορά, να είναι υποχρεωμένος, από το τέλος του αντίστοιχου έτους, να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας, και μάλιστα με προσαύξηση κατά 100% σε περίπτωση υπαιτιότητάς του, μη δυνάμενος να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη υποχρέωσή του προς το μισθωτό με τη χορήγηση σ’ αυτόν των παραπάνω ημερών αδείας και τον συμψηφισμό αυτών προς το ανύπαρκτο σύνολο ήδη συσσωρευμένων ημερών άδειας περασμένων ετών, που δεν του χορηγήθηκαν».
Πάντως, διευκρινίζει ο Άρειος Πάγος ότι «η προσαύξηση 100% αφορά μόνον στις αποδοχές και όχι στο επίδομα αδείας, αφού ο νόμος αναφέρεται ρητά στις αποδοχές αδείας και όχι στο επίδομα».
Για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού- τονίζεται -, δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής), όμως για τη θεμελίωση της αξίωσης του μισθωτού προς λήψη της κατά 100% προσαύξησης, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν την του χορήγησε.
Παράλληλα, οι ανώτατοι δικαστές απέρριψαν ως αβάσιμο το αίτημα του τραπεζοϋπαλλήλου να του καταβληθεί το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του από την εργοδότρια Τράπεζα: «Μόνη καθυστέρηση καταβολής εκ μέρους του εργοδότη των αποδοχών του εργαζομένου, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών που επιφέρουν ηθική μείωση αυτού, δεν συνεπάγεται την προσβολή της προσωπικότητάς του».