Ο τουρκικός εθνικισμός είναι ο νικητής των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών στην Τουρκία. Κερδισμένος είναι και ο αυταρχισμός. Χαμένη είναι η δημοκρατία, τόσο προεκλογικά (ο Ερντογάν ελέγχει το 90% των τουρκικών μέσων ενημέρωσης, τα οποία αφιέρωσαν συνολικά στους αντιπάλους του λιγότερο από το ένα δέκατο του χρόνου που αφιέρωσαν στον ίδιο) όσο και μετεκλογικά: σύμφωνα με τις αλλαγές στο Σύνταγμα που αποφασίστηκαν στο περυσινό δημοψήφισμα (51%) και τέθηκαν σε ισχύ μετά τις εκλογές της περασμένης Κυριακής, ο Ερντογάν έχει υπερεξουσίες: ορίζει υπουργούς και δικαστές, και μπορεί να κυβερνά με διατάγματα, χωρίς την έγκριση της Βουλής.
Η ιδεολογία που χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια τον Ερντογάν δεν είναι ο ισλαμισμός αλλά ο διχαστικός εθνικισμός. Το ΑΚΡ ξεκίνησε ως ένα μετριοπαθές ισλαμιστικό κόμμα, φιλελεύθερο στα οικονομικά ζητήματα και συντηρητικό στα κοινωνικά, που ήθελε να οδηγήσει την Τουρκία στην Ευρώπη. Οταν απέτυχε να σχηματίσει κυβέρνηση στις εκλογές του Ιουνίου του 2015, άρχισε να υιοθετεί εθνικιστική ρητορική για να προσελκύσει ψηφοφόρους από τη δεξαμενή των εθνικιστών. Εντατικοποίησε τη ρητορική αυτή μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016. Σήμερα, το ΑΚΡ έχει συμμαχήσει με το υπερεθνικιστικό MHP του Ντεβλέτ Μπαχτσελί και των Γκρίζων Λύκων.
«Η έκβαση των εκλογών αποκαλύπτει την ανθεκτικότητα και την ισχύ του εθνικισμού στην Τουρκία. Το ΑΚΡ, το ΜΗΡ και το ΙΥΙ είναι όλα εθνικιστικά κόμματα, όπως και το CHP σε κάποιον βαθμό. Συνεπώς, ο εθνικισμός παραμένει μια από τις πιο δυναμικές δυνάμεις της τουρκικής πολιτικής» έγραψε στην «Washington Post» ο Σουάτ Κινικλίογλου, πολιτικός αναλυτής και πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του ΑΚΡ, από το οποίο αποχώρησε το 2012.
Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ο Κάντρι Γκιουρσέλ, αρθρογράφος της «Τζουμχουριέτ», μιας από τις ελάχιστες εφημερίδες που έχουν απομείνει στην αντιπολίτευση: «Η νίκη του Ερντογάν εξηγείται από τον εθνικισμό που διευρύνεται. Το 70% των Τούρκων ψήφισε ένα εθνικιστικό ή υπερεθνικιστικό κόμμα, αν προσθέσουμε στα ποσοστά του ΑΚΡ και του ΜΗΡ και εκείνα των νεοεθνικιστών της Μεράλ Ακσενέρ».

Ιδεολογική σύμπνοια ΑΚΡ – ΜΗΡ

Το ΜΗΡ συγκαταλέγεται στους μεγάλους κερδισμένους των εκλογών. Ενώ τα ποσοστά του ήταν καταρρακωμένα και έδειχνε ότι δεν θα περνούσε το πλαφόν του 10% και θα έμενε εκτός Βουλής, έκανε την έκπληξη. Σε αυτό συνετέλεσε και ότι, στη διχασμένη τουρκική κοινωνία, οι ψηφοφόροι κινήθηκαν εντός των συμμαχιών –έτσι όσοι δυσαρεστημένοι έφυγαν από το ΑΚΡ μετακινήθηκαν προς το ΜΗΡ.
Πολλοί πιστεύουν ότι η συμμαχία του Ερντογάν με τον Μπαχτσελί δεν είναι ευκαιριακή πολιτική τακτική αλλά ιδεολογική σύμπνοια και ότι ο υπερεθνικιστής αρχηγός του ΜΗΡ, σε ρόλο-κλειδί πλέον στη Βουλή, αποτελεί «εγγύηση» πως ο Ερντογάν θα συνεχίσει την ένταση με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, καθώς και τη σκληρή γραμμή με τους Κούρδους στην Τουρκία και στη Συρία, και με την Ελλάδα. Αλλωστε η ιδεολογία του ΜΗΡ, που είναι κατά της Δύσης, έχει πολλά κοινά σημεία με εκείνη του Ερντογάν και του ΑΚΡ.
Η εξωτερική πολιτική του Ερντογάν απομάκρυνε την Τουρκία από τη Δύση και την έφερε πιο κοντά σε χώρες όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Βενεζουέλα –γεγονός το οποίο αναμένεται να πλήξει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις της Αγκυρας με την Ουάσιγκτον.
Η ΕΕ δεν συνεχάρη τον Ερντογάν για τη νίκη του, αν και μεμονωμένοι ηγέτες των κρατών-μελών τού έδωσαν συγχαρητήρια (ανάμεσά τους η Ελλάδα, η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία, ενώ ο ακροδεξιός πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν της Ουγγαρίας ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που τον συνεχάρη). Μάλιστα τρεις ημέρες μετά τις εκλογές οι Βρυξέλλες δήλωσαν ότι παγώνουν το άνοιγμα κεφαλαίων στις ενταξιακές συνομιλίες επειδή η Αγκυρα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την Ευρώπη –πυροδοτώντας την οργισμένη αντίδραση της τουρκικής κυβέρνησης.

Η ματ κίνηση του προέδρου

Ο 64χρονος Ερντογάν, ο οποίος κυβερνά από το 2003, σαφέστατα διατηρεί την υποστήριξη των Τούρκων που βρίσκονταν στο περιθώριο όταν κυβερνούσαν οι κεμαλιστές, όμως η ματ κίνηση για τη νίκη του ήταν η συμμαχία με το υπερεθνικιστικό ΜΗΡ. «Αν το ΜΗΡ δεν είχε συμμαχήσει με τον Ερντογάν, αυτός θα είχε χάσει τις προεδρικές και τις βουλευτικές εκλογές. Η συμμαχία αυτή ήταν ίσως η μεγαλύτερη μαεστρία του Ερντογάν τα τελευταία 16 χρόνια» είπε στην «Washington Post» ο Σονέρ Τζαγκαπτάι, πολιτικός επιστήμων στο Ινστιτούτο Πολιτικής για την Εγγύς Ανατολή της Ουάσιγκτον.
Ο τούρκος πρόεδρος, ο οποίος θα ορίσει τα μέλη της νέας κυβέρνησης, αναμένεται να προσφέρει τη θέση του αντιπροέδρου στον Μπαχτσελί και να δώσει υπουργεία στο ΜΗΡ. Πολλοί εκφράζουν την ανησυχία ότι θα είναι όμηρος του ΜΗΡ και της εθνικιστικής ατζέντας του, επειδή εξαρτάται από αυτό για να διατηρεί την πλειοψηφία στη Βουλή.
Αλλοι αντιτείνουν ότι αν χάσει την πλειοψηφία θα δυσκολευθεί ενδεχομένως να περάσει ορισμένα νομοσχέδια, όμως ο ίδιος δεν κινδυνεύει, γιατί για να καθαιρεθεί ο πρόεδρος απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων (400 από τους 600 βουλευτές), την οποία δεν θα συγκεντρώσει η αντιπολίτευση, δεδομένου ότι το ΑΚΡ έχει 295 έδρες.
«Το τουρκικό πολιτικό σύστημα εισέρχεται πλέον σε μια φάση εκπληκτικής ειλικρίνειας: μπορεί επιτέλους να εγκαταλείψει κάθε πρόσχημα ότι υπάρχουν και άλλοι θεσμοί που μπορούν να ελέγξουν τις επιθυμίες του προέδρου ή να βάλουν τέλος στην αυθαίρετη τιμωρία των πολιτικών του αντιπάλων» έγραψε το «Slate».

Μεγαλύτερη πρόκληση η οικονομία

Η οικονομία είναι από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει ο Ερντογάν –το έλλειμμα ξεπερνά το 6% του ΑΕΠ, ο πληθωρισμός κινείται στο 12% και η εξυπηρέτηση των δανείων από τις διεθνείς αγορές στα 250 δισ. δολάρια ετησίως –και απαιτεί πραγματιστικές μεταρρυθμίσεις και σφίξιμο του ζωναριού. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια όμως τα οποία έχει ανακοινώσει ο Ερντογάν και καλλιεργούν το εθνικιστικό αίσθημα για μια μεγαλοπρεπή νεοοθωμανική Τουρκία, όπως το νέο αεροδρόμιο και το αξίας 13 δισ. δολαρίων Κανάλι της Κωνσταντινούπολης, απαιτούν να ξοδέψει χρήμα. Το μανιφέστο του ΑΚΡ περιελάμβανε 35 σελίδες για τα νέα νοσοκομεία, λιμάνια και οδικά δίκτυα που θα κατασκευαστούν.
Η καθαρή νίκη του Ερντογάν την περασμένη Κυριακή εξασφαλίζει τη σταθερότητα στη χώρα, αλλά οι διεθνείς επενδυτές περιμένουν ανήσυχοι να δουν αν θα κάνει πράξη την πρόθεση που εξέφρασε τον Μάιο να περιορίσει την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και να αναμειχθεί στη νομισματική πολιτική (τοποθετήθηκε υπέρ της μείωσης του κόστους δανεισμού, δηλώνοντας «εχθρός των επιτοκίων»).
Η οικονομία είναι το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα του Ερντογάν, όμως πολλοί αμφιβάλλουν αν ο πρόεδρος θα πάρει τα απαιτούμενα, μη δημοφιλή μέτρα, επειδή έπονται οι τοπικές εκλογές του Μαρτίου του 2019, που θα αποτελέσουν τεστ για την παντοδυναμία του προέδρου –αλλά και ευκαιρία για την αντιπολίτευση να κερδίσει έδαφος, αξιοποιώντας τη δυναμική που έδειξε στις εκλογές της περασμένης Κυριακής. Ο Μουχαρέμ Ιντζέ έφερε πολύ καλύτερα αποτελέσματα στις προεδρικές εκλογές απ’ όσα το κόμμα του, το κεμαλικό CHP, στις βουλευτικές. Ο χαρισματικός Ιντζέ πιστεύεται ότι θα διεκδικήσει μέχρι τότε την προεδρία του CHP από τον άχρωμο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.

Σταθερή στρατηγική, ίσως περισσότερη ευελιξία

Ο τούρκος πρόεδρος παίζει καιροσκοπικά το εθνικιστικό χαρτί, λέει στο «Βήμα» ο Θάνος Π. Ντόκος, γενικός διευθυντής στο Ελληνικό Ιδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), παρατηρώντας ότι τα τελευταία χρόνια το τουρκικό πολιτικό σύστημα μετατοπίζεται προς τα δεξιά.

Πώς βλέπετε την επόμενη μέρα στην Τουρκία με τον Ερντογάν ως πανίσχυρο πρόεδρο, ουσιαστικά χωρίς αντίβαρο, μια που η συμμαχία ΑΚΡ – ΜΗΡ ελέγχει τη Βουλή; Θα είναι δυσκολότερο για την Αθήνα να συναλλάσσεται μαζί του;
«Ο κ. Ερντογάν κυβερνά εδώ και καιρό την Τουρκία ως απόλυτος μονάρχης. Το νέο Σύνταγμα απλώς νομιμοποιεί την υφιστάμενη κατάσταση, άρα τίποτα ουσιαστικό δεν αλλάζει. Ισως η εκλογική επιτυχία τού προσδώσει μια ελαφρώς μεγαλύτερη ευελιξία σε διάφορα ζητήματα, αν και δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής ενδείξεις θεαματικών αλλαγών. Η φύση των διμερών σχέσεων Αθήνας – Αγκυρας δεν αναμένεται να μεταβληθεί. Ο Ερντογάν παραμένει ένας ηγέτης που αρέσκεται να ασκεί προσωπική πολιτική εντός και εκτός συνόρων. Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία έχει πάγιες επιδιώξεις και στρατηγική έναντι της Ελλάδας, η διαχείριση των διμερών σχέσεων και η όποια προοπτική βελτίωσης (που έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την απελευθέρωση των δύο ελλήνων στρατιωτικών) μπορεί να διευκολυνθεί από το άνοιγμα και την αποτελεσματική αξιοποίηση πολυεπίπεδων διαύλων επικοινωνίας».

Το γεγονός ότι ο Ερντογάν έχει ανάγκη τη στήριξη του εθνικιστικού ΜΗΡ στη Βουλή προκαλεί ανησυχία για τα ελληνοτουρκικά; Θα είναι αναγκασμένος να ακολουθεί πάντα τη σκληρότερη γραμμή σε ό,τι αφορά την Ελλάδα;
«Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σταδιακή μετατόπιση του τουρκικού συστήματος προς τα δεξιά και καταγράφεται αυξημένη υποστήριξη προς εθνικιστικές απόψεις. Ο ίδιος ο κ. Ερντογάν υιοθέτησε και τέτοιες θέσεις για να διευρύνει την εκλογική του βάση και να κερδίσει τις πρόσφατες εκλογές. Αν και η στήριξη του ΜΗΡ στην Εθνοσυνέλευση δεν είναι απολύτως απαραίτητη, είναι εν τούτοις αρκετά χρήσιμη. Υπό αυτή την έννοια, ο τούρκος πρόεδρος θα προσπαθήσει να μην αποξενώσει τον κοινοβουλευτικό του εταίρο, καθώς και τμήμα της εκλογικής βάσης του. Αν και θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις θέσεις του ΜΗΡ σε θέματα που αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο, θα διατηρήσει ωστόσο μια σημαντική αυτονομία στη χάραξη εξωτερικής πολιτικής. Εχει δείξει δε στο παρελθόν ότι είναι ικανός για οβιδιακές αλλαγές πορείας, ακόμα και εντυπωσιακές κυβιστήσεις (όπως, π.χ., στις σχέσεις με τη Ρωσία)».

Τελικά είναι εθνικιστής ο Ερντογάν ή ισλαμιστής; Πότε συντελέστηκε η αλλαγή;
«Ο κ. Ερντογάν είναι ένας εξαιρετικά ικανός πολιτικός ηγέτης που χρησιμοποιεί διάφορες ιδεολογίες ως εργαλεία αποδόμησης των πολιτικών του αντιπάλων και ως μέσα οικοδόμησης και διατήρησης της πολιτικής ηγεμονίας του. Προέβαλλε την εικόνα του μετριοπαθούς, φιλοευρωπαϊστή και φιλελεύθερου ηγέτη για όσο διάστημα τελούσε υπό την απειλή του κεμαλικού κατεστημένου και χρειαζόταν την υποστήριξη της Δύσης, έπαιξε – και συνεχίζει να παίζει – καιροσκοπικά το εθνικιστικό χαρτί σε ένα ομολογουμένως αρκετά διαφορετικό εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον και, βεβαίως, παραμένει “ευσεβής”. Αποτελεί ακόμη αντικείμενο συζήτησης αν για τον κ. Ερντογάν ο ισλαμισμός αποτέλεσε τελικά ένα ακόμα πολιτικό “εργαλείο”, πέραν των προσωπικών του πεποιθήσεων, και αν το ΑΚΡ έχει “κρυφή ατζέντα” σταδιακής ισλαμοποίησης της Τουρκίας, όπως διατείνονται αρκετοί αντίπαλοι και επικριτές του κυβερνώντος κόμματος».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ