Από τις δημοσκοπήσεις συνήθως μένει η εντύπωση των βασικών αριθμών, δηλαδή των ποσοστών που εκτιμούν οι εταιρείες ερευνών ότι θα πάρει το κάθε κόμμα.
Επ’ αυτού δεν έχουμε να πούμε πολλά πράγματα.
Υπάρχουν δύο ομάδες δημοσκοπικών εταιρειών. Η πρώτη, που θέλει τη διαφορά μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ παγιωμένη σε επίπεδα υψηλότερα των δέκα ποσοστιαίων μονάδων, και μια δεύτερη, μετριοπαθέστερη της πρώτης, που δεν αμφισβητεί τη νεοδημοκρατική πρωτιά, αλλά περιορίζει τη διαφορά μεταξύ πέντε και επτά ποσοστιαίων μονάδων.
Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζονται, κατά καιρούς, ανάλογα με τη συγκυρία, αυξομειώσεις των παραπάνω διαφορών, χωρίς όμως να καταγράφεται κάποια ανατροπή των βασικών και διαμορφωμένων τα τελευταία χρόνια τάσεων.
Ούτε η τελευταία ένταση του Μακεδονικού φαίνεται να αλλάζει δραματικά την παραπάνω εικόνα. Η Νέα Δημοκρατία ενισχύεται μεν, αλλά ανάλογες διαφορές ή και μεγαλύτερες διαφορές των 12 και των 14 ποσοστιαίων μονάδων έχουν καταγραφεί και το 2017, χωρίς να υπάρχει το συγκεκριμένο εθνικό θέμα. Αντιστοίχως η καταγραφόμενη υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι συμβατή με την ένταση που εκδηλώθηκε γύρω από την υπόθεση του Μακεδονικού.
Εντρυφώντας στα ενδότερα των δημοσκοπήσεων διαπιστώνει κανείς ότι το Μακεδονικό φαίνεται να είναι υπόθεση της ευρύτερης δεξιάς παράταξης. Μπορεί επιπλέον να δηλώνει τη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, να εξουθενώνει και να εξανεμίζει τους ΑΝΕΛ του κ. Καμμένου, αλλά, κατά τα φαινόμενα, δεν ακουμπά στα ακροατήρια στα οποία απευθύνονται ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το συγκεκριμένο θέμα φαίνεται να επηρεάζει περισσότερο τις ανακατανομές εντός της ευρύτερης Κεντροδεξιάς, επιτρέποντας στον κ. Μητσοτάκη να διεκδικεί ψηφοφόρους που είχαν μετατοπιστεί δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας, παρά οτιδήποτε άλλο.
Και, τέλος πάντων, παρά τα περί αντιθέτου εκτιμώμενα, δεν είναι το Μακεδονικό αυτό που θα κρίνει στο τέλος τη στάση και την κομματική επιλογή της πλειονότητας των ψηφοφόρων.
Αντιθέτως, διαπιστώνει κανείς ότι κυρίαρχο παραμένει στην ελληνική κοινωνία το θέμα της οικονομίας.
Από τις αυθόρμητες απαντήσεις που λαμβάνουν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων η οικονομία και οι αγωνίες που πηγάζουν από την κατάστασή της για τις δουλειές, τους φόρους και τα εισοδήματα βρίσκονται στο κέντρο της προσοχής της πλειονότητας των πολιτών.
Σχεδόν το 50% των ερωτώμενων στις έρευνες αναδεικνύει την οικονομία ως το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους ίδιους και τη χώρα.
Πράγμα που σημαίνει ότι στο γήπεδο της οικονομίας θα κριθούν, κατά κύριο λόγο, οι επόμενες εκλογές.
Οι Ελληνες για ακόμη μία φορά θα ψηφίσουν με γνώμονα την οικονομική τους θέση και τις προσδοκίες που μπορεί να διαμορφώσει το ένα ή το άλλο κόμμα για τη βελτίωσή της.
Κοινώς, με το χέρι στην τσέπη θα ψηφίσουν οι πολίτες. Αλλοι τιμωρώντας και άλλοι προσδοκώντας, ή και τα δύο μαζί.
Υπό αυτή την έννοια, οι επόμενοι μήνες θα είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέροντες…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ