«Γεννήθηκα στον Μακρύγιαλο Πιερίας, εξακοσίων κατοίκων. Ηταν, κατά κάποιον τρόπο, ένας τόπος εμφυλίου πολέμου, με ισχυρή μετεμφυλιακή μνήμη. Ενα αγροτικό και παραθαλάσσιο χωριό. Ο πατέρας μου ήταν ψαράς αλλά και καπνοπαραγωγός. Τα καλοκαίρια δούλευα κι εγώ στα καπνά, μαζί με τα αδέλφια μου, τέσσερα αγόρια συνολικά. Εγώ είμαι ο μικρότερος. Με πέρνανε μαζί τους τη νύχτα κι εγώ, επειδή ήμουν μικρός, κοιμόμουν πάνω στο κάρο με τα βόδια. Πριν βγει ο ήλιος ξεκινούσαμε. Μάζευα σε στοίβες τον καπνό που ήταν κοντά στις ρίζες για να τον βάλω στα κοφίνια.
Στο χωριό μας, όπως σε όλα τα χωριά, γίνονταν γιορτές και πανηγύρια. Εμείς είχαμε του Αγίου Γεωργίου, όπου ερχόντουσαν ερασιτεχνικοί θίασοι, μπουλούκια, έστηναν μια σκηνή κι έπαιζαν απίστευτα έργα. Η «Γενοβέφα» έκανε μεγάλο σουξέ. Βλέποντας αυτές τις παραστάσεις έβγαινα από την καθημερινότητα του χωριού.
Γυμνάσιο πήγα στην Κατερίνη. Ποτέ δεν σκέφτηκαν οι γονείς να μη μας στείλουν σχολείο. Ο καθένας μας έκανε αυτό στο οποίο είχε κλίση. Το ερώτημα των γονιών μου ήταν «πού έχεις κλίση». Ο πρώτος έγινε επιστήμων, ο δεύτερος γεωργός, ο τρίτος επιπλοποιός κι εγώ καλλιτέχνης».
«Το Θέατρο της Δευτέρας»
«Το μεγαλύτερο ερέθισμα προέρχεται από τη μάνα μου. Είχε ευαισθησίες, ευγένεια, καλλιέργεια και ήταν θεατρόφιλη, μου έβαλε το μικρόβιο. Κάθε Δευτέρα ακούγαμε μαζί το «Θέατρο της Δευτέρας» του Αχιλλέα Μαμάκη. Από εκεί ξεκινούν όλα για μένα. Συγκλονιζόμουν… Κι έτσι άκουσα πολλές θεατρικές παραστάσεις με θρύλους, όπως τον Βεάκη, τον Κατράκη, την Παξινού, τη Συνοδινού, σε ηλικία από πέντε ως δέκα ετών. Η διασκέδασή μου και η παιδεία μου ήταν το «Θέατρο της Δευτέρας». Αυτή η εκπομπή επέδρασε πάνω μου πάρα πολύ και καλλιέργησε πολύ κόσμο της εποχής. Παρακολουθούσα το θέμα, την ιστορία και περίμενα να έρθει η επόμενη Δευτέρα.
Παράλληλα, ένα Σάββατο τον μήνα περίπου ερχόταν στο χωριό κάποιος που πρόβαλλε στο σχολείο του χωριού ταινίες σε μια μικρή οθόνη. Η πρώτη που είδα ήταν επαναστατική, το «Βίβα Ζαπάτα» με τον Μάρλον Μπράντο. Μαζί έβλεπα και τις ελληνικές.
Ο πατέρας μου ήταν της θάλασσας, της γης, μέσα στο αριστερό κίνημα της εποχής. Στα πανηγύρια με τους χορούς και τα τραγούδια εγώ απολάμβανα το κλίμα συναδέλφωσης και συμφιλίωσης. Αυτό με επηρέασε πάρα πολύ –κι ήταν ένα λιθαράκι για τη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας. Πάντα μιλάω για τον εμφύλιο πόλεμο και για τη συμφιλίωση που δεν επετεύχθη ποτέ. Από εκεί πηγάζει όλο το ελληνικό τραύμα, η κακοδαιμονία, ώστε σήμερα να ζούμε τον εμφύλιο στον δρόμο, στο σπίτι και πάνω απ’ όλα στη Βουλή.
Σιγά-σιγά άρχισα να θέλω να παίζω στις εκδηλώσεις του σχολείου –είχα κάνει τον Παπαφλέσσα. Είχα μια οργή και μεγάλη ενέργεια. Μετά άρχισα να χορεύω, μετά να τραγουδάω. Στο Γυμνάσιο αρχίζω πια να ενδιαφέρομαι πιο πολύ για τη λογοτεχνία και να συμμετέχω σε σχολικές αλλά και ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις.
Τότε συνειδητοποίησα ότι πρέπει να φύγω απ’ αυτό το περιβάλλον. Ασφυκτιούσα. Η μάνα μου, και της το χρωστάω, μου έλεγε να φύγω: «Τον βλέπεις αυτόν τον ορίζοντα; Βλέπεις το βουνό, τον Ολυμπο; Εσύ θα πας πίσω απ’ αυτό. Φύγε, δεν έχεις λόγο να ζήσεις εδώ». Το ίδιο είπε σε όλα τα παιδιά της. «Φύγε. Θα βρεις τον δρόμο σου και θα είσαι ελεύθερος». Αν και φτωχοί αγρότες, δεν ήμασταν μια μικροαστική οικογένεια. Βίωσα τη φτώχεια, αλλά δεν υπέφερα γιατί η οικογένεια καλλιεργούσε επιθυμίες, όνειρα. Εχω την αλληλογραφία με τη μάνα μου όταν ήμουν στο Γυμνάσιο ή μετά στη Γερμανία, που μου έγραφε και μου έδινε ραπόρτο για όλο το χωριό –ποιος παντρεύτηκε, ποιος πέθανε, πώς πάνε τα καπνά… «Δεν νομίζω να μπορέσουμε να πάρουμε το λάδι της χρονιάς φέτος. Τα καπνά δεν πήγαν καλά» μου έγραφε. Τώρα που τα διαβάζω συγκινούμαι, αλλά τότε αυτή ήταν η ζωή μας. Κι η μάνα πάντα ευρηματική… Πέθανε εκατό ετών πριν από δύο χρόνια. Εζησε όλη τη ζωή της στο χωριό.
Ασπάστηκα τα διδάγματά της. Ηταν ο πρώτος μου δάσκαλος, σε μια εποχή που ο κόσμος έβγαινε μέσα από τα συντρίμμια. Κι όμως ήμουν τρισευτυχισμένος με το ελάχιστο. Κι αυτό είναι κάτι που το τηρώ. Ζω λιτά, μαγειρεύω, τρώω λίγο. Ζω σαν φτωχός. Κι αυτό μου δίνει μια χαρά και μια ελευθερία. Η μάνα μου μού άνοιξε τον δρόμο της ελευθερίας, μου είπε να τη βρω. Να είμαι ασυμβίβαστος. Μου έδωσε αρχές που κράτησα και κρατώ σε έναν κόσμο που χάνεται. Ηταν χαρούμενη και ήσυχη για μένα. Εβλεπε κάπου-κάπου παραστάσεις μου και μου έλεγε «κάνεις ακραία πράγματα»».
Ηξερα ότι θα φύγω…
«Μετά το Γυμνάσιο ήξερα ότι θα φύγω. Πήγα να βρω τον Κατράκη γιατί ήταν με έναν θείο μου στην εξορία και μου έδωσαν ένα γράμμα να του πάω. Αλλά η σχολή του δεν με κάλυπτε κι έφυγα και πήγα στου Κωστή Μιχαηλίδη. Κι εκεί είχα την τύχη να έρθει τότε από τη Μόσχα ο Γιώργος Σεβαστίκογλου. Στη σχολή ήμασταν μαζί με τον Λευτέρη Βογιατζή –μαζί αρχίσαμε, μαζί τελειώσαμε. Και με τον Βασίλη Παπαβασιλείου.
Μια χρονιά τον Λευτέρη κι εμένα θέλανε να μας αφήσουν στην ίδια τάξη γιατί αντιδρούσαμε στους καθηγητές, γιατί είχαμε άποψη. Ετσι είπαμε ότι θα δουλέψουμε μόνοι μας, θα αυτοσκηνοθετηθούμε. Πήραμε ένα κείμενο και θέλαμε να επιβληθούμε ο ένας στον άλλο, με πείσμα –ήμαστασν 18-19. Μέχρι και στα χέρια πιαστήκαμε για το ποιος θα σκηνοθετήσει ποιον. Εγώ είχα και κωμικό ταλέντο, όπως μου είχαν πει. Τελικά ο ένας σκηνοθέτησε τον άλλον και πήγε πολύ καλά όλο αυτό. Δεν ξέραμε ότι θα γίνουμε και οι δύο σκηνοθέτες…
Από τον Λευτέρη έχω μια εξαιρετική αλληλογραφία –όταν ήμουν στον Στρατό, στη Γερμανία. Μου έστελνε ενθαρρυντικά γράμματα. «Θα αντέξεις» μου έγραφε. Η οικονομική του κατάσταση ήταν πολύ καλύτερη από τη δική μου, είχε αστική καταγωγή, και μας καλούσε στο σπίτι στο Φάληρο και για φαγητό. Ηταν πολύ γενναιόδωρος. Κι η εποχή ήταν μιας απίστευτης ξενοιασιάς. Επιθυμίες, όνειρα, όλα ήταν εκεί.
Ο Κωστής Μιχαηλίδης ήταν μια ενδιαφέρουσα μορφή, με απίστευτο ταλέντο. Του άρεσε όμως ο ιππόδρομος, όπως και του Μάνου Κατράκη. Μια μέρα με πήραν μαζί τους για γούρι, γιατί με θεωρούσαν γουρλή. Πήγαμε, πόνταρα σε ένα άλογο στην τύχη και κέρδισαν. Πήραν πολλά λεφτά για την εποχή, γύρω στις εκατό χιλιάδες δραχμές, και μου έδωσαν πέντε χιλιάδες. Με αυτές έζησα σχεδόν έναν χρόνο. Με ξαναπήραν αλλά δεν κέρδισαν, οπότε και σταμάτησαν…
Μετά τη σχολή πήγα Στρατό κι ύστερα έφυγα. Δεν αισθάνθηκα ποτέ εγκατεστημένος στην Ελλάδα, ούτε στο χωριό ούτε στην Αθήνα. Αναζήτησα μια άλλη πατρίδα. Γνώρισα πολλά μέρη σε όλο αυτό το ταξίδι και αντιλήφθηκα ότι πατρίδα μου είναι το ταξίδι. Γι’ αυτό και θεός μου είναι ο μέγας ταξιδευτής ο Διόνυσος. Τίποτα δεν είναι τυχαίο».
Πρώτο μεγάλο μάθημα
«Οταν ήμουν στη σχολή στην Ελλάδα, δούλευα ως βοηθός σκηνοθέτη στον Μιχαηλίδη. Ημουν πολύ οργανωτικός. Με έβαζε και να παίζω για να ανέβει η αμοιβή μου, κυρίως το καλοκαίρι στις επιθεωρήσεις της οδού Αλεξάνδρας. Γνώρισα τον Σταυρίδη, τον Γκιωνάκη, τον Διαμαντόπουλο, τον Βογιατζή, τη Σαπφώ Νοταρά… Αυτή ήταν η συγκλονιστικότερη εμπειρία μου, το πρώτο μεγάλο μάθημα. Να είμαι δίπλα τους.
Ενα καλοκαίρι, θυμάμαι, παίζουμε σε περιοδεία το έργο «Του άντρα του πολλά βαρύ» με τον Σταύρο Παράβα και την Μπέτυ Αρβανίτη, μαζί και ο Ψάλτης, ο Νίκος Παπαναστασίου –Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία. Την τελευταία μέρα δεν έφυγα μαζί τους από τη Γερμανία. Εμεινα. Δεν το ήξερε κανείς, ούτε ο Μιχαηλίδης.
Πήγα στο Βερολίνο το ’72. Με περίμενε ο μεγάλος μου αδελφός. Το ίδιο απόγευμα στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ, τον ναό της τέχνης εκείνης της εποχής, είδα κάποιον στην καντίνα να πίνει μπίρα. Μου συστήθηκε. Ηταν ο Χάινερ Μίλερ που έγραφε, εκείνη την εποχή, ένα κείμενο για τη Μήδεια. Μόλις του είπα ότι είμαι Ελληνας με πήρε και πήγαμε σπίτι του. Μας περίμενε η γυναίκα του. Εγινε ο δάσκαλός μου. Με επηρέασε. Γίναμε φίλοι.
Στο Βερολίνο έμεινα σχεδόν τέσσερα χρόνια. Ο Μίλερ μου έλεγε να μην επιστρέψω στην Ελλάδα. Εγώ ήθελα να γυρίσω. Ηξερα πια ότι θα γίνω σκηνοθέτης. Πήγα πρώτα στη Θεσσαλονίκη, στο Θεατρικό Εργαστήρι και μετά στο Κρατικό Θέατρο, διευθυντής στη σχολή. Η «Γέρμα» ήταν από τις παραστάσεις που καθόρισαν την πορεία μου. Πολύ νωρίς είχα σκεφτεί ότι θέλω να φτιάξω μια ομάδα, αλλά πρώτα έπρεπε να βρω τους κατάλληλους.
Το 1984 ανέλαβα αυτές τις διεθνείς συναντήσεις στους Δελφούς. Ηξερα πια ότι θα ασχοληθώ με το αρχαίο δράμα. Επέλεξα τις «Βάκχες». Τι θα πει Αττις; Είναι ο φρυγικός Διόνυσος. Αν και είμαι άνθρωπος του μέτρου, συνδυάζω το απολλώνιο με το διονυσιακό. Οταν κάτι δεν έχει δυναμική, δεν το κάνω. Με ενδιαφέρει η συνέχεια, όχι το εφήμερο».
Διάρκεια, αντοχή, αγάπη
«Η ζωή μου ήταν η ζωή μου, και το θέατρο ένα ισχυρό κομμάτι της. Το θέατρο δεν μου δημιουργεί άγχος –τίποτα δεν μου δημιουργεί άγχος. Είμαι ένας ήρεμος άνθρωπος –με κάποιες εντάσεις και εκρήξεις. Εχουν περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια από τότε που ξεκίνησα. Υπάρχει διάρκεια, αντοχή, ενέργεια, ανταπόκριση, αγάπη. Χρειαζόμαστε την επαφή και εκεί ζυμώνεται κάτι, μια μικρή ελπίδα, μια παρηγοριά, μια απόφαση.
Οταν κάποιος βλέπει κάτι που καταλαβαίνει απόλυτα, χαίρεται, συντονίζεται, φεύγει χαρούμενος, τελειώνει. Οταν βλέπει κάτι που καταλαβαίνει και δεν καταλαβαίνει, ανησυχεί, διαφωνεί, παίρνει δουλειά στο σπίτι. Εκεί ακριβώς γεννιέται η ιδέα, η ανάγκη της παιδείας. Δεν εξελισσόμαστε από ό,τι καταλαβαίνουμε. Δίνω μεγάλη σημασία στην αισθητική. Την κουβαλάω από παιδί, μαζί με το γούστο.
Στην Ελλάδα με αμφισβήτησαν, με απέρριψαν. Αλλά εμένα αυτό με δυνάμωσε. Είπαν κάποτε στη Βουλή ότι πρέπει να μου αφαιρεθεί το διαβατήριο γιατί δυσφημώ με τις «Βάκχες» μου τον ελληνικό πολιτισμό. Αλλά προτιμώ αυτό από την κριτική απόρροια της διαπλοκής.
Δεν θυσίασα τίποτα συνειδητά. Υπήρχαν σχέσεις, χωρισμοί, συναντήσεις. Και πάντα συνέχιζα και συνεχίζω μόνος. Αφησα τα πράγματα να με οδηγήσουν εκεί που είμαι σήμερα. Κανείς δεν μου επέβαλε τίποτα. Είμαι ελεύθερος και αυτόνομος. Οταν έχεις την ελευθερία σου, ισορροπείς με τον εαυτό σου, με τον χρόνο, με τον θάνατο».
Πού και πότε
Το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών τιμά τον Θεόδωρο Τερζόπουλο με το αφιέρωμα «Η Επιστροφή του Διονύσου». Από τις 5 ως τις 8 Ιουλίου, στους Δελφούς. Στις 6 & 7 Ιουλίου θα παρουσιαστεί η τραγωδία «Τρωάδες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Θ. Τερζόπουλου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ