Πλήθος καλλιτεχνών προσφέρθηκαν να συμμετάσχουν αφιλοκερδώς στη συναυλία«Παίξε, Τσιτσάνη μου» που την ερχόμενη Τετάρτη 4 Ιουλίου αναμένεται να αγκαλιάσει χιλιάδες κόσμου στο ΚαλλιμάρμαροΠαναθηναϊκό Στάδιο. Με εισιτήρια από 7 ευρώ και με ελάχιστη προσφορά 2 ευρώ, η οποία αυτομάτως θα μετατραπεί σε τρόφιμα, το «Ολοι μαζί μπορούμε»που διοργάνωσε τη συναυλία συνεχίζει το έργο του.
Οι καλλιτέχνες που θα λάβουν μέρος στην εκδήλωση, της οποίας την καλλιτεχνική επιμέλεια είχε ο Γιώργος Νταλάρας, είναι (εκτός από τον ίδιο τον Νταλάρα) αλφαβητικά οι Ελευθερία Αρβανιτάκη, ΦωτεινήΒελεσιώτου, Γλυκερία, ΕλεωνόραΖουγανέλη, ΒιολέταΙκαρη, ΓιάννηςΚότσιρας, ΚώσταςΜακεδόνας, Κωστής Μαραβέγιας, ΛεωνίδαςΜπαλάφας, ΔημήτρηςΜπάσης, ΓιώταΝέγκα, ΧρήστοςΝικολόπουλος, ΓιώργοςΝταλάρας, ΜαρίζαΡίζου, Mαρίνα Σάττι + Fones, ΕλένηΤσαλιγοπούλου. Η σκηνοθεσία της συναυλίας είναι του Σταμάτη Φασουλή, η σκηνογραφία της Αθανασίας Σμαραγδή, η ενορχήστρωση του Γιώργου Παπαχριστούδη. Αφηγητής θα είναι ο Γρηγόρης Βαλτινός και θα προλογίσει ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Για τον Βασίλη Τσιτσάνη έχουν γραφεί και ειπωθεί δισεκατομμύρια λέξεις. Για το έργο του, τα τραγούδια του, τις συνθέσεις του, τον τρόπο προσέγγισης του λαϊκού τραγουδιού, για την προσφορά του. Και φρονώ ότι αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει εύκολα, αντιθέτως θα συνεχιστεί και στο μέλλον. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με τoν… αναμνηστικό τρόπο που προσεγγίζουμε τη μουσική τα τελευταία χρόνια –αλλά και εν γένει τη ζωή μας, κάθε τι που έρχεται από το παρελθόν μοιάζει όμορφο και ρομαντικό σε σχέση με την κρίση που βιώνουμε καθημερινά, αντανακλαστική λειτουργία μιας κουρασμένης –ψυχικά ελληνικής κοινωνίας –αλλά στην ουσία του έργου του.
Από το 1936 με τις ηχογραφήσεις του συστήνει την πρώτη σχολή μπουζουκιού, το εν λόγω όργανο αποκτά ηγετικό ρόλο, καθορίζει τις εξελίξεις στο λαϊκό τραγούδι. Αλλωστε είναι εκείνος που χρησιμοποιεί τον όρο λαϊκό τραγούδι, έχοντας κατανοήσει συνειδητά ή ασυνείδητα την πολεμική που διατυπώνεται γύρω από το αστικό ρεπερτόριο. Ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν μπήκε στην αντιπαράθεση Ανατολής – Δύσης. Και δεν χρειάστηκε άλλωστε. Η μουσική του περιλαμβάνει και τα δύο αυτά στοιχεία επειδή πολύ απλά, άλλα τα γεωγραφικά-κρατικά σύνορα και άλλα τα πολιτισμικά. Ποτέ και πουθενά δεν ταυτίστηκαν, ποτέ και πουθενά δεν υπήρχε στεγανότητα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης (18 Ιανουαρίου1915–18 Ιανουαρίου1984), με καταγωγή από τα Τρίκαλα, του πατέρα του από τα Ιωάννινα και της μητέρας του από το Ζαγόρι, δεν μπορεί παρά να κουβαλά στο DNA του –ας επιτραπεί αυτή η αντιεπιστημονική προσέγγιση –την αυστηρότητα και τη δωρικότητα της Ηπείρου, τη λιτότητα, τα λίγα λόγια και σταράτα. Ο πατέρας του παίζει δημοτικά τραγούδια, στα Τρίκαλα υπάρχουν καφέ αμάν και καφέ σαντάν, από την πόλη περνούν θίασοι και καραγκιοζοπαίχτες. Μπολιάζεται από όλα αυτά, τα κρατάει μέσα του και στην κατάλληλη στιγμή περνούν στη μουσική και στα τραγούδια του.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν είναι μόνο ο καλός μουσικός και η ατμομηχανή του λαϊκού τραγουδιού. Αλλωστε αυτό είναι που διαπιστώνεται πανεύκολα. Τα τραγούδια του δεν είναι μόνο στα χείλη των περισσότερων Eλλήνων αλλά και στα προγράμματα πολλών νυχτερινών κέντρων. Και ενδεχομένως πολλά νέα παιδιά να τα τραγουδούν, χωρίς ίσως να ξέρουν τον δημιουργό τους.
Είναι ο εν γένει αναμορφωτής του λαϊκού τραγουδιού. Είναι εκείνος που αντιλήφθηκε την ανάγκη της πρόβας, τις συνεργασίες με μουσικούς και τραγουδιστές, τη δισκογράφηση ως συγκεκριμένη διαδικασία, την πορεία του τραγουδιού στην αγορά και τη σχέση του με το κοινό. Oχι μόνο στο πάλκο αλλά και στον δίσκο. Είναι ίσως εκείνος που αντιλαμβάνεται πρώτος την αποδοχή του κοινού με τον τραγουδιστή-μουσικό, σε επαγγελματικό πλέον επίπεδο. Ο δημιουργός πρέπει να αφουγκράζεται τι συμβαίνει γύρω του. Και ο Τρικαλινός το έκανε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και για αυτό έμεινε στην ιστορία.


Νίκος Ορδουλίδης: Ο Τσιτσάνης «ανακαινίζει» το λαϊκό

Ο Νίκος Ορδουλίδης, μουσικολόγος, πανεπιστημιακός υπότροφος στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής στο ΤΕΙ Ηπείρου, καθώς και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο«Η δισκογραφική καριέρα του Βασίλη Τσιτσάνη (1936-1983). Ανάλυση της µουσικής του και τα προβλήµατα της έρευνας στην ελληνική λαϊκή µουσική», σε επιµέλειαΚώστα Βλησίδη, γράφει για «Το Βήμα της Κυριακής». Για τον μουσικό, το έργο του και την απήχησή του στο σήμερα:
«Πιστεύω ότι ο Τσιτσάνης «ανακαινίζει» το λαϊκό. Ούτως ή άλλως, η μουσική είναι τέχνη ρευστή και άμεσα συνδεδεμένη με τις συνθήκες των εποχών. Το έργο των ανθρώπων-πρωταγωνιστών είναι αυτό που καθορίζει τις εξελίξεις. Δηλαδή, οι δικές τους καταβολές και οι δικές τους αποφάσεις (ενσυνείδητες ή ασυνείδητες) συνθέτουν τις πορείες των μουσικών εξελίξεων. Ασφαλώς και το ίδιο το πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργούν είναι ρευστό: διαπλάθεται με βάση τις κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές. Αναμφισβήτητα, η εδραίωση της εμπορικής δισκογραφίας παίζει καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της μουσικής.
Ο Τσιτσάνης, όπως και άλλοι συνθέτες, επικαιροποιούνται στις νέες εποχές μέσω ποικίλων οδών. Το πλαίσιο της βραδινής διασκέδασης είναι σίγουρα ένας τόπος-ορόσημο για το λαϊκό. Ο τόπος αυτός αποφασίζει ποια έργα θα συνεχίσουν να παίζονται, ποια έργα που δεν λειτούργησαν στο δικό τους πλαίσιο μπορούν να λάβουν θέση στο νέο πλαίσιο, αλλά και πώς αυτά θα επανεκτελεστούν: νέες μορφές ορχήστρας, νέες πρακτικές εκτέλεσης. Η δημοφιλία τους εξαρτάται από μια αρκετά σύνθετη συνάρτηση και, σαφώς, το σύγχρονο πλαίσιο χαρακτηρίζεται από τους γρήγορους ρυθμούς. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιο τραγούδι να αποκτήσει δημοφιλία η οποία όμως θα διαρκέσει για μικρό χρονικό διάστημα.
Επιπλέον, η σύγχρονη δισκογραφία, με όλα τα παρακλάδια της, όπως για παράδειγμα το YouTube, έχει ανοίξει νέες οδούς για τις επανεκτελέσεις και, φυσικά, όλες τις μορφές επανεπεξεργασίας του παλιού υλικού: διασκευές, ανακατασκευές, αποδομήσεις, αναμορφώσεις. Ο Τσιτσάνης συνεχίζει να έχει σοβαρό ποσοστό στη σύγχρονη εποχή, όπου το λαϊκό ακολουθεί την εξελικτική πορεία όλων των μουσικών: αυτή της ανακαίνισης.
Επιλέγω διαρκώς τον όρο λαϊκό διότι η ορολογομαχία γύρω από το ρεμπέτικο θα εγκλωβίσει τη συζήτηση. Εξάλλου, και ο ίδιος ο Τσιτσάνης προτίμησε τον όρο «λαϊκό». Οι μιμητισμοί, οι αναβιώσεις και οι αναπαραστάσεις αποτελούν, αναμφισβήτητα, χαρακτηριστικά γνωρίσματα κάθε εποχής. Και σήμερα παρατηρείται μια έντονη επανεπίσκεψη του ιστορικού υλικού, την οποία συχνά διέπει η οπτική του «μουσείου», και που πολλές φορές καταλήγει σε τσιτάτα όπως «μην αγγίζετε», «μην πειράζετε». Σίγουρα, η παρακολούθηση των μουσικών γεγονότων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ειδικά στην εποχή όπου οι μουσικοί και οι μουσικές, πέραν του ότι αυξήθηκαν σε αριθμό, ζουν σε ένα περιβάλλον υπεροπτικό, το οποίο ξεπερνά τα στεγανά του παγκοσμιοποιημένου. Οι μουσικές υλοποιήσεις, καθώς και η συζήτηση για τις αισθητικές έχουν ανοίξει σήμερα μοναδικά, με τεράστιο ενδιαφέρον που εκφράζεται τόσο από την πλευρά των επιστημόνων όσο και από των ίδιων των μουσικών. Αλλωστε, όπως πάντοτε, οι μουσικοί και οι μουσικές ταξιδεύουν διαρκώς, είτε φυσικά είτε μέσω των σύγχρονων δικτύων (Internet και δισκογραφία), επηρεάζοντας αλλήλους και γεννώντας νέες τάσεις. Αν μη τι άλλο, όπως κάθε άνθρωπος της τέχνης, ψάχνει διεξόδους στην πνευματική έκφραση».

HeliosPlus