Μax Βeerbhom
Ηνοχ Σόουμς. Μια ανάμνηση από τη δεκαετία του 1890
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Επίμετρο Αριστοτέλης Σαΐνης Αγρα, 2018
σελ. 135, τιμή 11 ευρώ
Ο Μαξ Μπήρμπομ (1872-1956) υπήρξε διάσημος άγγλος δανδής, συγγραφέας, κριτικός, σκιτσογράφος, δεξιοτέχνης της λογοτεχνικής παρωδίας και του παστίς, ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα στους λονδρέζικους καλλιτεχνικούς κύκλους της βικτωριανής και εδουαρδιανής εποχής –ο «ασύγκριτος Μαξ», όπως τον αποκάλεσε ο Μπέρναρντ Σω παραδίδοντάς του τη στήλη της θεατρικής κριτικής το 1898 στο περιοδικό Saturday Review. Κινούμενος στο περιβάλλον του ζωγράφου Ρόθενσταϊν και του περίφημου εικονογράφου Μπήρντσλυ (διευθυντή του Yellow Book, περιοδικού με το οποίο ο νεαρός Μαξ είχε τακτική συνεργασία), τρέφοντας ανυπόκριτο θαυμασμό για τον Οσκαρ Ουάιλντ, διαμόρφωσε την πνευματώδη προσωπικότητά του στο σπινθηροβόλο κλίμα του αγγλικού αισθητισμού του φθίνοντος 19ου αιώνα. Εχοντας στο ενεργητικό του, μεταξύ πολλών άλλων, μια νουβέλα (Τhe Happy Hypocrite, 1897), αναγνωστική ανταπόκριση στο ουαλδικό Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ, δύο συγκεντρωτικές εκδόσεις δοκιμίων του (Μore, 1899 και Yet again, 1909), ένα μυθιστόρημα (Ζuleika Dobson, 1911), παρωδία της οξφορδιανής ζωής, και μια γιρλάντα καμωμένη με 17 εξαιρετικές παρωδίες γνωστών συγγραφέων (A Christmas Garland, 1912), δημοσιεύει το 1916 την ιστορία του Ηνοχ Σόουμς με υπότιτλο «Μια ανάμνηση από τη δεκαετία του 1890». Λίγο αργότερα τούτη η ιστορία θα είναι η εναρκτήρια της συλλογής Επτά άνδρες (Seven Men, 1919), όπου πρωταγωνιστούν έξι ελάσσονες συγγραφείς του λήγοντος 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, τους οποίους ο αφηγητής, ο ίδιος ο Μπήρμπομ ως «έβδομος» άνδρας, διατείνεται ότι τους γνώρισε προσωπικά και τους επαναφέρει στη μνήμη του. Ο Ηνοχ Σόουμς είναι η γνωστότερη και επιδραστικότερη από αυτές τις ιστορίες και καλό δείγμα της μεταλλακτικής δεξιότητας του Μπήρμπομ: να γράφει ασυνήθιστα δοκίμια που θυμίζουν μυθοπλασίες, πλασματικές αφηγήσεις που γέρνουν σε παρωδίες, παρωδίες που εκλαμβάνονται ως κριτικές, κριτικές που λειτουργούν ως καρικατούρες και καρικατούρες που επέχουν θέση δοκιμίου –όλη αυτή η ευέλικτη μεταμόρφωση στροβιλίζει την παραγωγή του (κειμενική και εικαστική) σε ένα μεταίχμιο ειδολογικής ασάφειας που κεντρίζει την περιέργεια του αναγνώστη, τόσο του αλλοτινού όσο και του σημερινού.
Φαουστικά παιχνίδια
Ο Σόουμς, άσημος, αποτυχημένος συγγραφέας που διψά για αναγνώριση, αλλά κανείς δεν διαβάζει μήτε αναφέρει το πενιχρό του έργο, καταφεύγει σε μια συμφωνία με τον Διάβολο ένα απομεσήμερο του Ιουνίου του 1897 με μάρτυρα τον αφηγητή (και ομοτράπεζο, στο εστιατόριο) Μπήρμπομ: ο συγγραφίσκος, χάρη στη διαβολική παντοδυναμία, θα γίνει χρονοταξιδιώτης και θα μεταφερθεί για λίγες ώρες 100 χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1997, στο Αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου προκειμένου να ψάξει στις καρτελοθήκες και στους καταλόγους και να δει τι έχει, στο μεταξύ, γραφτεί για τον ίδιο και τα κείμενά του –το αντάλλαγμα θα είναι να ακολουθήσει κατόπιν τον Διάβολο στο… σπίτι του. Η υστεροφημία του, φευ, αποδεικνύεται μηδενική: επιστρέφοντας από το μέλλον καταρρακωμένος, ο Σόουμς αφηγείται στον συνομιλητή του ότι οι μεταγενέστεροι τον αγνοούν παντελώς. Μονάχα μια εξειδικευμένη γραμματολογική μελέτη για τη δεκαετία του 1890 αναφέρει ότι «κάποιος Μαξ Μπήρμπομ» χάλκευσε ένα λογοτεχνικό πορτρέτο, φιλοτέχνησε τον φανταστικό χαρακτήρα του Ηνοχ Σόουμς, «ποιητή τρίτης κατηγορίας που πιστεύει ότι είναι ιδιοφυΐα και κλείνει συμφωνία με τον Διάβολο». Βλαστημώντας την τύχη του και τον «ελεεινό, άχρηστο» Μπήρμπομ, που όχι μόνο δεν είναι σε θέση να φανταστεί κάτι και να πείσει για την αληθοφάνειά του, αλλά ακυρώνει και κάτι αληθινό, υπαρκτό (π.χ. τη δική του οντότητα), ώστε να φανεί ότι το έχει επινοήσει εκείνος, αναγκάζεται να συρθεί πίσω από τον Διάβολο, όταν αυτός παρουσιάζεται για να ολοκληρώσει τη συμφωνία τους και να απαιτήσει την αμοιβή του. Καθώς ο αφέντης-Διάβολος τον σπρώχνει βάναυσα έξω από την πόρτα για να τον πάρει μαζί του στην Κόλαση, ο Σόουμς φωνάζει στον Μπήρμπομ: «Κάνε κάτι ώστε να μάθουν ότι όντως υπήρξα!». Η αγωνία του γραφιά που δεν θέλει να μείνει στην Ιστορία ως χάρτινη φιγούρα, φασματικός κομπάρσος στις ονειροφαντασίες ενός ικανότερου ομοτέχνου.
Διαβολοσυμφωνία με ουρά
Ο Μπήρμπομ, ανταποκρινόμενος στην έκκληση του παρακμιακού ποιητή και «καθολικού διαβολιστή», όπως χαρακτηρίζεται ο Σόουμς σε αρκετά σημεία του κειμένου, καταθέτει γραπτώς τις αναμνήσεις του στρίβοντας αινιγματικά τη βίδα της εμηνείας σε τούτη τη φαουστική παραλλαγή: πέραν του ότι χαρτογραφεί εξαιρετικά τη λονδρέζικη αστικότητα και τη νοοτροπία των αισθητιστών της εποχής, παρωδώντας τον «ρομαντικό μύθο του καλλιτέχνη», επιμελώς καλλιεργημένο τότε, ενσωματώνοντας τη μαρτυρία του στην ιστορία του Σόουμς παγιδεύει τον αναγνώστη σε μιαν ανακυκλωτική δέσμευση. Ο δευτεροκλασάτος Ηνοχ και ο μετέπειτα διάσημος Μαξ απαθανατίζονται σε τούτο το «απομνημόνευμα» μαζί, και η αναφορά του ενός ανακαλεί υποχρεωτικά τη μνεία του άλλου: επινοητής και επινοημένος κατοπτρίζονται εσαεί, δίδυμη αμφιλεγόμενη φιγούρα, κινούμενη μεταξύ φαντασίας και μνήμης, όπου όλα μοιάζουν πιθανά και συνάμα απίθανα, σε καθεστώς αναγκαστικής συνανάγνωσης.
Το πορτρέτο του άμοιρου Σόουμς έχει μεταφράσει με μπρίο ο Αχιλλέας Κυριακίδης· μάστορας στην απόδοση παράξενων αφηγήσεων, εγκλιματίζεται άνετα στο πνεύμα και στο ύφος του βιβλίου. Το 40σέλιδο επίμετρο του Αριστοτέλη Σαΐνη (Το πραγματικό πορτρέτο ενός φανταστικού «καθολικού διαβολιστή»), γραμμένο με ανάλογο κέφι και φιλέρευνη διάθεση, ανιχνεύει την αξιοσημείωτη προϊστορία, καθώς και την ακτινοβολία του Σόουμς στη μετέπειτα πεζογραφία.
Ο Ραιμόν Κενώ, για παράδειγμα, αφηγείται μια παραπλήσια ιστορία: συγγραφέας των μέσων του 19ου αιώνα επιστρέφει 100 χρόνια αργότερα στην Bibliothèque Nationale όπου εντοπίζει τα βιβλία του αδιάβαστα, με άκοπες τις σελίδες τους και τον ίδιο απόντα από λεξικά και εγκυκλοπαίδειες, σαν να μην άφησε κανένα ίχνος πίσω του. Πρόκειται για το διήγημα «Η μικρή δόξα» (La petite gloire, 1979), πικρή ελεγεία στη συγγραφική ματαιοδοξία. Στη χορεία των προδρόμων, μεταξύ άλλων αναφέρονται τα φανταστικά πορτρέτα του Ουώλτερ Πέητερ (Imaginary Portraits, 1887), «ψευδοδοκίμια» ενός παράξενου μεικτού είδους· σε αυτά μπορεί να προστεθεί και ο μυθιστορηματικός Μάριος ο Επικούρειος (1885), αλλά και αρκετά ακόμη κείμενα του Πέητερ που ο Μπλουμ τα αποκαλεί ονειροφαντασίες (rêveries). Στην ίδια χορεία μπορεί κανείς να σημειώσει και τους Φανταστικούς βίους του Μαρσέλ Σβομπ (1896). Ομως η βασανισμένη φιγούρα του Σόουμς αναβιώνει στα γραπτά του μετρ του ψευδοδοκιμιακού ύφους, του Μπόρχες. Στην Ανθολογία της φανταστικής λογοτεχνίας (1940) που καταρτίζει μαζί με τον Μπιόυ Κασάρες, ο Σόουμς του Μπήρμπομ εμφανίζεται στην πέμπτη θέση, ενώ, λίγο νωρίτερα, έχει φιλοτεχνήσει τον παράδοξο «Πιερ Μενάρ, συγγραφέα του Δον Κιχώτη». Αλλωστε το μπορχεσιανό σύμπαν βρίθει από λαβυρινθώδεις βιβλιοθήκες και ψευδοδοκίμια για φανταστικά ή ανύπαρκτα βιβλία.
Ο Μπήρμπομ αποτυπώνει έναν μικρόκοσμο των γραμμάτων, εσαεί επίκαιρο, με το πάθος και την αγωνία των ελασσόνων για ένταξη στο χρηματιστήριο των λογοτεχνικών αξιών και την αγέρωχη Ιστορία της λογοτεχνίας που ταξιθετεί τις δέλτους της ερήμην τους.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι ομότιμη καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ