Επί οκτώ χρόνια η ελληνική οικονομία παλεύει με το φάντασμα της χρεοκοπίας, με τις διάχυτες αμφιβολίες και τις πολλές αμφισβητήσεις, εντός και εκτός της χώρας, για την πολυπόθητη έξοδο από την κρίση.
Τα χρόνια της χρεοκοπίας και της ύφεσης
Ολα αυτά τα χρόνια συνολικά η οικονομική δραστηριότητα, αλλά και γενικότερα η οικονομική στάση και συμπεριφορά παραγωγών, καταναλωτών και εν γένει των πολιτών, ορίστηκε από τις σοκαριστικές συνέπειες της απειληθείσης χρεοκοπίας και των άπειρων διασωστικών μέτρων, ιδιαιτέρως εκείνων που αποδόθηκαν με τον όρο «εσωτερική υποτίμηση».
Οσοι παρακολούθησαν από κοντά όλα τα προηγούμενα χρόνια τις πολλές εκδοχές της «εσωτερικής υποτίμησης» γνωρίζουν ότι η επίδρασή της υπήρξε καταλυτική σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Το σοκ για την ελληνική οικονομία υπήρξε μοναδικό στον κόσμο εν καιρώ ειρήνης και προφανέστατα ήταν δύσκολα διαχειρίσιμο.
Τα προηγούμενα πολλά χρόνια χάθηκε το 25% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος, τα εισοδήματα των πολιτών εξαερώθηκαν, η ανεργία θέριεψε και αφαίρεσε κάθε εισόδημα από σχεδόν 1,2 εκατ. πολίτες, η κατανάλωση υποχώρησε αντίστοιχα, οι τράπεζες ακινητοποιήθηκαν στην κυριολεξία καθώς έπρεπε να διασωθούν πρώτα οι ίδιες, η ρευστότητα επιδεινώθηκε ραγδαία, οι επιχειρήσεις απώλεσαν κάθε χρηματοδοτική κάλυψη με αποτέλεσμα οι ασθενέστερες να οδηγηθούν μοιραία στην πτώχευση και οι υγιέστερες να εφαρμόσουν δραστικά μέτρα περιορισμού του κόστους προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις θυελλώδεις οικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη χώρα μετά το 2009.
Οι «αυταπάτες» και οι χαμένες ευκαιρίες
Η αβελτηρία της πολιτικής, η αδυναμία των κομμάτων και των ηγεσιών τους να αντιληφθούν το βάθος και την ένταση της κρίσης, επέτεινε την προβληματικότητα και τη διάρκεια της διασωστικής περιόδου, με αποτέλεσμα να παραταθούν τα αρνητικά φαινόμενα στην οικονομία και βεβαίως να διατηρηθούν, επί μακρόν στον χρόνο, οι συνθήκες αβεβαιότητας και αμφιβολιών για την τύχη και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.
Κάποια στιγμή, στις αρχές του 2014, διαμορφώθηκαν καλύτερες συνθήκες διαχείρισης της μεγάλης κρίσης, ωστόσο άλλαξαν οι πολιτικές συνθήκες, οι οποίες και ανέτρεψαν τα όποια στοιχεία σταθεροποίησης και προόδου.
Υπό το κράτος έντονων και εν πολλοίς αστόχαστων κοινωνικών αντιδράσεων, επικράτησαν τότε «ριζοσπαστικές» –επί της ουσίας ασύμβατες προς τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς συσχετισμούς –πολιτικές ως προς τη διαχείριση της κρίσης, οι οποίες εξέτρεψαν και πάλι τη χώρα από τον σκοπό της.
Η εμπειρία της πρώτης κυβέρνησης του κ. Τσίπρα υπήρξε οδυνηρή και βαθιά διαβρωτική της προσπάθειας εξόδου από την κρίση. Το πρώτο εξάμηνο του 2015, στην έξαλλη και εκτός κάθε μέτρου εποχή Βαρουφάκη, η ελληνική οικονομία πληγώθηκε βαθιά και μαζί της διαβρώθηκε συνολικά η αξιοπιστία της χώρας.
Η προσφυγή στο δημοψήφισμα τον Ιούνιο του 2015 δημιούργησε συνθήκες εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη και μας έφερε στο χείλος του γκρεμού. Για τη δεύτερη διάσωσή της επιβλήθηκαν αρχικώς capital controls και ακολούθως χρειάστηκε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός να αποδεχθεί επώδυνο συμβιβασμό προκειμένου να συνεχισθεί η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Εκείνη η πολιτική παλινδρόμηση κλόνισε ακόμη περισσότερο την οικονομία και χρειάστηκαν άλλα τρία χρόνια έντονων προσπαθειών και ακόμη σκληρότερων μέτρων προκειμένου να ισορροπήσει υποτυπωδώς.
Από την επώδυνη συμφωνία στην ενισχυμένη εποπτεία
Εκτοτε, μετά βασάνων και κόπων, η δεύτερη κυβέρνηση Τσίπρα αποδέχθηκε τις υποχρεώσεις που πήγαζαν από την επώδυνη συμφωνία της συνόδου κορυφής το καλοκαίρι του 2015 και κατάφερε κουτσά-στραβά να ολοκληρώσει τον κύκλο των τεσσάρων αξιολογήσεων και πλέον οδεύει έστω προς την ελεγχόμενη έξοδο από τα μνημόνια. Στην τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup, εν μέσω των διατηρούμενων ακόμη αμφιβολιών και αμφισβητήσεων, οι εταίροι ενέκριναν ένα σχήμα ρύθμισης των ελληνικών χρεών, συνοδευόμενο από ενισχυμένη εποπτεία.
Κατά κοινή ομολογία η ρύθμιση δεν είναι ιδανική, ούτε συμβατή προς τους κόπους και τις θυσίες του ελληνικού λαού. Αντανακλά τη διατηρούμενη καχυποψία των Ευρωπαίων για τη συνέχεια των ελληνικών προσπαθειών και είναι εμφανώς κατώτερη των κυβερνητικών προσδοκιών.
Ουσιαστικά οι εταίροι επέλεξαν να διαμορφώσουν για την ελληνική οικονομία μια συνθήκη σχετικά ελεγχόμενων χρηματοδοτικών αναγκών για τα επόμενα 14 χρόνια μέχρι και το 2032, συνοδευόμενη από μια υπόσχεση λήψης κάποιων μακροπρόθεσμων μέτρων μετά το τέλος της δεκατετραετίας αν και εφόσον χρειάζεται τότε.
Η χώρα μας για να απολαύσει ελεγχόμενες δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους θα πρέπει να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ από εκεί και πέρα μέχρι το 2060! Ταυτόχρονα καλύπτεται απολύτως χρηματοδοτικά μέχρι το 2020 ώστε να αντιμετωπίσει τυχόν δυσκολίες στην έξοδό της στις διεθνείς αγορές σε περιβάλλον εκλογικού κύκλου και έχει να περιμένει επιστροφές των κερδών που αποκομίζουν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες από τα διακρατούμενα ελληνικά ομόλογα, υπό τον όρο ότι θα εκπληρώνονται συγκεκριμένα μεταρρυθμιστικά βήματα από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης.
Η προσφερθείσα από τους Ευρωπαίους ρύθμιση του ελληνικού χρέους δεν είναι μεν γαλαντόμα, διαμορφώνει ωστόσο συνθήκες σταθεροποίησης των οικονομικών συνθηκών, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι δεν θα διαταραχθεί η επιτευχθείσα δημοσιονομική σταθερότητα και θα επιτυγχάνονται τα πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον μέχρι και το 2022. Ταυτόχρονα οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει στο ενδιάμεσο αυτό διάστημα μέχρι το 2022 να έχουν αντιμετωπίσει το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και να δημιουργήσουν προϋποθέσεις χρηματοδοτικής άνεσης για τις υγιείς επιχειρήσεις. Οπως και να έχει, το πλαίσιο στο οποίο καλείται να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία είναι ιδιαιτέρως περιοριστικό, ειδικά στο δημοσιονομικό σκέλος.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι διατηρώντας τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα θα έχει την ευκαιρία να ανακατανείμει εσωτερικά στην οικονομία τον δημοσιονομικό χώρο που δημιουργούν τα υπερπλεονάσματα και να ωθήσει έτσι προς τα πάνω την οικονομική δραστηριότητα. Ωστόσο όλοι γνωρίζουν ότι η διαχείριση των όποιων ελευθερούμενων πόρων δεν υπακούει πάντα στις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπαγορεύεται από πολιτικούς σκοπούς, ιδιαιτέρως όταν επικρατούν οι καταδυναστευτικές ανάγκες του εκλογικού κύκλου.
Ευκαιρία πραγματικής ανασυγκρότησης
Το βασικό πάντως ερώτημα που απασχολεί αναλυτές και οικονομολόγους είναι αν και κατά πόσο η διεθνής οικονομική κοινότητα θα αντιμετωπίσει ως ευκαιρία την προσφερθείσα ρύθμιση και θα δώσει τον απαιτούμενο αέρα στην ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί δυναμικά.
Αν δηλαδή ξεπεράσει τις διατηρούμενες καχυποψίες και αντιμετωπίσει την ελληνική οικονομία ως μια δυναμική κατάσταση γεμάτη ευκαιρίες και δυνατότητες.
Το παρήγορο είναι ότι σε όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης επηρεάστηκαν οι συνειδήσεις και άλλαξαν τα ήθη πολιτών και επιχειρηματιών. Ο ιδιωτικός τομέας και ειδικότερα οι επιχειρήσεις που έλαβαν πρόνοιες εξωστρέφειας και ελέγχου των παραγόντων κόστους και ανταγωνιστικότητας, διαθέτουν σήμερα εξαιρετικές εμπειρίες και είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε συνθήκες υποτυπωδώς σταθερότερες.
Ολα αυτά τα χρόνια της μεγάλης κρίσης επέδειξαν μοναδικές αρετές και κατάφεραν να αντιμετωπίσουν χρηματοδοτικά και άλλα προβλήματα, να διατηρήσουν επαφή με τις νέες τεχνολογίες και να διευρύνουν τον εξαγωγικό τους προσανατολισμό.
Τυχόν βελτίωση των οικονομικών συνθηκών θα επιτρέψει την ταχύτερη ανάπτυξή τους. Πολύ περισσότερο αν σε βάθος χρόνου ενισχυθεί ο μεταρρυθμιστικός κύκλος και αντιμετωπιστούν κρίσιμες διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικού οικονομικού συστήματος.
Μένει στην πολιτική ηγεσία να προσαρμοστεί αναλόγως, να αντιμετωπίσει ακόμη κι αυτή την ενδιάμεση και απαιτητική ρύθμιση του χρέους ως ευκαιρία πραγματικής αναδιάρθρωσης και ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας. Ιδωμεν…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ