Η ελληνική οικονομική κρίση έχει δύο φάσεις. Η πρώτη, καθαρά οικονομική, τελείωσε το 2014 με τη διόρθωση των «δίδυμων ελλειμμάτων» (δημοσιονομικό και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών). Η δεύτερη φάση, από τον Ιανουάριο 2015, είναι κρίση πολιτικής οικονομίας. Η άνοδος των λαϊκιστών που δήθεν θα «έσκιζαν» τα Μνημόνια, προκάλεσε κρίση εμπιστοσύνης, στέγνωσε την αγορά από ρευστότητα, έκλεισε τις τράπεζες, επέβαλε capital controls, κόστισε πάνω από 100 δισ. ευρώ στους Ελληνες και επέκτεινε την κηδεμονία της χώρας με το 3ο Μνημόνιο μέχρι το 2018.
Ετσι, η Ελλάδα την τριετία 2015-2017 έχασε δυστυχώς μια μοναδική ευκαιρία. Ενώ οι τιμές πετρελαίου υποδιπλασιάστηκαν από τα υψηλά του 2014, ενώ υπήρχε άφθονη ρευστότητα χάρη στα ιστορικά χαμηλά επιτόκια και τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης των Κεντρικών Τραπεζών, ενώ οι γεωπολιτικές εξελίξεις ευνοούσαν την αύξηση των τουριστικών ροών στην Ελλάδα, η χώρα αποτέλεσε τη μοναδική αρνητική αναπτυξιακή έκπληξη μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών της ευρωζώνης.
Και τώρα, καλοκαίρι του 2018, το 3ο Μνημόνιο τελειώνει. Στο ερώτημα τι θα απογίνουμε «χωρίς βαρβάρους», η απάντηση είναι ότι τα νέα «μνημονιακά μέτρα 5,1 δισ. ευρώ θα είναι εδώ σε 6 μήνες με μείωση των συντάξεων και του αφορολογήτου ορίου που ανεβάζουν τον συνολικό λογαριασμό μέτρων στα 14,5 δισ. ευρώ. Τα «μνημονιακά πλεονάσματα» 3,5% του ΑΕΠ θα είναι εδώ μέχρι το 2022 και θα παραμείνουν υψηλά στο 2,2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060. Η ενισχυμένη, τριμηνιαία, «μνημονιακή εποπτεία» θα είναι εδώ για πολλά χρόνια. Ολα αυτά συνιστούν το «de facto 4ο Μνημόνιο», με υποχρεώσεις, αλλά χωρίς χρηματοδοτικές δόσεις.
Αρα τι μπορεί να περιμένουμε μετά τον Αύγουστο 2018 για να υπάρξουν καλύτερες προοπτικές;
1. Πολιτική αλλαγή. Απαιτείται αλλαγή κυβέρνησης για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη.
2. Ενίσχυση της ρευστότητας. Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου 2018 είναι «πολύ λίγα» και ήρθαν «πολύ αργά». Επιπλέον, ούτε ένα ευρώ από τα 15 δισ. ευρώ της τελευταίας δόσης του 3ου Μνημονίου δεν πάει στην πραγματική οικονομία. Χρειάζονται ως πρώτη προτεραιότητα οι εξής πρωτοβουλίες: επιθετική πολιτική αντιμετώπισης του τεράστιου ιδιωτικού ληξιπρόθεσμου χρέους, με διαγραφή ανείσπρακτων οφειλών, ρύθμιση μέχρι και σε 120 δόσεις των εισπράξιμων οφειλών, ορισμός των «στρατηγικών κακοπληρωτών» και εξαίρεσή τους από κάθε ρύθμιση των «κόκκινων δανείων», αναδιάρθρωση βιώσιμων επιχειρήσεων με όχημα το χρέος, όχι ταφόπλακα σε υγιείς επιχειρήσεις με απειλή το χρέος. Επίσης, απελευθέρωση μέρους του αναγκαστικού εσωτερικού δανεισμού μέσω repos, ώστε κεφάλαια 6-7 δισ. ευρώ από τους Φορείς Γενικής Κυβέρνησης να επιστρέψουν στις εμπορικές τράπεζες, ενισχύοντας την καταθετική τους βάση για να δώσουν ρευστότητα σε υγιείς επιχειρήσεις και φερέγγυα νοικοκυριά. Επιπλέον, υλοποίηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, όχι υπο-εκτέλεσή του για να καλλωπίζονται οι δημοσιονομικές επιδόσεις σε βάρος της οικονομικής ανάπτυξης.
3. Αλλαγή του μείγματος πολιτικής. Οι αυξήσεις φόρων και εισφορών υποθηκεύουν το μέλλον μας, ενισχύουν τη φοροδιαφυγή, την παραοικονομία και την πραγματική και φορολογική μετανάστευση των πιο ανταγωνιστικών στελεχών και επιχειρήσεων στο εξωτερικό. Το 2018 οι έλληνες φορολογούμενοι θα δουλέψουν μέχρι τις 18 Ιουλίου 2018, δηλαδή 50 μέρες περισσότερες σε σύγκριση με το 2009, για να πληρώσουν τους φόρους και τις εισφορές τους. Εφιάλτης, που εξαφανίζει τα κίνητρα για εργασία και διαρρηγνύει τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολίτη και Κράτους. Για αυτό, είναι αναγκαία η ελάφρυνση της εργασίας, των επιχειρηματικών κερδών, της ακίνητης περιουσίας και της κατανάλωσης. Και για να μην τεθούν σε κίνδυνο οι θυσίες των πολιτών, μαζί με τη μείωση φόρων και εισφορών, απαιτείται διεύρυνση της φορολογικής βάσης, επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, εφαρμογή της σχέσης «μία πρόσληψη για κάθε πέντε αποχωρήσεις» ώστε να συγκρατηθεί η μισθολογική δαπάνη στο Δημόσιο που έχει αυξηθεί 612 εκατ. ευρώ την τελευταία τριετία, ανάθεση λειτουργιών (outsourcing) και Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα για λιτό και αποτελεσματικό Κράτος.
4. Μεταρρυθμίσεις & Επενδύσεις: Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο, του οποίου η ελληνική κυβέρνηση θα έχει την πατρότητα. Σήμερα, είμαστε σε ένα περιβάλλον που λαμβάνουν χώρα αντιμεταρρυθμίσεις, με κορυφαίο παράδειγμα στη δημόσια διοίκηση. Σε αυτό το περιβάλλον, επικοινωνιακού τύπου τεχνάσματα όπως τα περί «καθαρής εξόδου» και δήθεν επαρκούς «ταμειακού αποθέματος» δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα της χώρας. Αντίθετα, χρειάζεται βιώσιμη ανάπτυξη που θα προέλθει από αύξηση των επενδύσεων, της απασχόλησης και της παραγωγικότητας. Για την αύξηση της απασχόλησης είναι απαραίτητες οι επενδύσεις και για την αύξηση της παραγωγικότητας οι μεταρρυθμίσεις. Αναφορικά με τις επενδύσεις, ακόμη και αν αυξηθούν σημαντικά οι Ξένες Αμεσες Επενδύσεις (FDI) και οι Δημόσιες Επενδύσεις δεν φτάνουν. Απαιτούνται επενδύσεις από ιδιωτικά ελληνικά κεφάλαια που μπορεί να προέλθουν μόνο από διττό σοκ: σοκ εμπιστοσύνης (για επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα και άρση των capital controls) και σοκ αποταμίευσης που μπορεί να λάβει χώρα μόνο με πραγματική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού στη βάση τριών πυλώνων, ώστε ο δεύτερος πυλώνας (δημόσιος ή ιδιωτικός, υποχρεωτικός, κεφαλαιοποιητικός) να σωρεύσει σοβαρά αποθεματικά που θα επενδυθούν, κατά βάση, στην Ελλάδα. Ολα αυτά δεν γίνονται χωρίς πολιτική αλλαγή. Οσο ταχύτερα τόσο το καλύτερο.
Ο κ. Στέλιος Πέτσας είναι διευθυντής του Γραφείου του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Κ. Μητσοτάκη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ