Η διερεύνηση του αναπτυξιακού και παραγωγικού μέλλοντος της ελληνικής οικονομίας μετά την περίοδο (2010-2022) των ασκούμενων πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης (μνημόνια 1, 2, 3) απαιτεί μεθοδολογικά να ληφθούν υπ’ όψιν οι ερμηνευτικές και αναλυτικές προσεγγίσεις, οι οποίες θεωρούν ότι η κρίση χρέους στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αποτέλεσε προδιαγεγραμμένη έκβαση της δανειακής εξάρτησης, μεταξύ των άλλων, που γνώρισαν ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες οι συγκεκριμένες χώρες. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η Ελλάδα και οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου μετέτρεψαν τις οικονομίες τους, διά μέσου του δανεισμού, σε οικονομίες της ζήτησης και της κατανάλωσης σε δυσανάλογο επίπεδο απ’ αυτό των τεχνολογικών και παραγωγικών τους επιδόσεων.
Χαρακτηριστική περίπτωση αυτού του παραγωγικού ελλείμματος αποτελεί το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία, στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, παρήγε μόνο το 27% των προϊόντων που κατανάλωνε. Στις ελλειμματικές αυτές τεχνολογικές και παραγωγικές συνθήκες επωάσθηκε, μεταξύ των άλλων, η δημιουργία των «δίδυμων ελλειμμάτων» στα δημόσια οικονομικά (δημόσιο έλλειμμα, δανεισμός, χρέος) και στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας (έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου).
Με άλλα λόγια, όταν το 2010 η ελληνική οικονομία αποκλείστηκε από τις διεθνείς αγορές, στην ουσία οι δανειστές και οι εκπρόσωποί τους (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ) αποφάσισαν ότι το μοντέλο αυτό της δανειακής «ανάπτυξης» χρεοκόπησε, με την έννοια της αδυναμίας μεταφοράς προστιθέμενης αξίας και πόρων για τη διατήρηση της βιωσιμότητας των εξωτερικών πληρωμών της χώρας.
Ετσι, η εγκαθίδρυση του μοντέλου της ελεγχόμενης χρεοκοπίας με την υλοποίηση των τριών μνημονίων εσωτερικής υποτίμησης κατέληξε, διά μέσου των δανειακών συμβάσεων, στη βιωσιμότητα των εξωτερικών πληρωμών της χώρας μας για τη διάσωση, κατά βάση, των τραπεζών τους.
Παράλληλα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, συντελέστηκε η βίαιη μετατροπή (λιτότητα, ύφεση, ανεργία, φτωχοποίηση) της ελληνικής οικονομίας από οικονομία της ζήτησης και της κατανάλωσης σε οικονομία της προσφοράς, της επέκτασης των ιδιωτικοποιήσεων, του διαμετακομιστικού εμπορίου, του τουρισμού, των υπηρεσιών, της αποσύνθεσης της αγοράς εργασίας και της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους.
Ομως, μια τέτοια αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας θα συμβάλει, δυστυχώς, στην επαλήθευση των πρόσφατων (2018) προβλέψεων (2018-2070) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τις οποίες –με λανθασμένη μεθοδολογική προσέγγιση, αν και με σωστούς ποσοτικούς υπολογισμούς –εκτιμάται, μεταξύ των άλλων, ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά τη συγκεκριμένη περίοδο θα είναι της τάξης του 0,8% (ο χαμηλότερος μεταξύ των 27 χωρών της Ευρώπης –EU 27), ενώ ο αντίστοιχος μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ για την περίοδο 2018-2070 για το σύνολο των 27 χωρών της Ευρώπης (EU 27) εκτιμάται στο 1,4%.
Πιο συγκεκριμένα για την Ελλάδα, οι προβλέψεις αυτές συνεπάγονται την αύξηση (μέχρι το 2030) του πρόσφατου μεταναστευτικού ρεύματος Ελλήνων στο εξωτερικό, καθώς και την επιδείνωση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού. Επίσης, συνεπάγονται μέχρι το 2030 τη μείωση του ποσοστού ανεργίας στο 11,4% και στο 9,6% το 2040, με δεσπόζουσα θέση τη flexi-ανασφάλεια της απασχόλησης, όταν το μέσο ποσοστό ανεργίας των χωρών της Ευρώπης (EU 27) προβλέπεται στο 7,8% το 2026. Παράλληλα, όσον αφορά τις επιπτώσεις αυτών των εκτιμήσεων και των προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αρχικά προβλέπεται ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2070 θα μειωθεί στα 7,660 εκατ. άτομα, δηλαδή μειωμένος κατά 3,1 εκατ. άτομα σε σχέση με το 2018.
Επιπλέον, σε αυτόν τον πληθυσμό προβλέπεται ότι τα 3,1 εκατ. θα είναι το εργατικό δυναμικό και 3,05 εκατ. άτομα θα είναι ο αριθμός των συνταξιούχων. Επιπλέον, ο δείκτης της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ (σύμφωνα με τα τρία μνημόνια θα πρέπει να είναι κάτω από το 16% του ΑΕΠ μέχρι και το 2060) προβλέπεται ότι θα μειωθεί από 17,1% του ΑΕΠ το 2017 σε 13,4% του ΑΕΠ το 2020. Η εξέλιξη αυτή της συνταξιοδοτικής δαπάνης αποδεικνύει ότι η προσαρμογή των 3,7% ποσοστιαίων μονάδων (από 17,1% του ΑΕΠ σε 13,4% του ΑΕΠ) μέχρι το 2020 προέρχεται, κατά βάση, από τις μειώσεις των συντάξεων του Ν. 4387/16 (μειώσεις προσωπικής διαφοράς, κατάργηση του ΕΚΑΣ, αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, μειωμένοι συντελεστές αναπλήρωσης κ.λπ.) και διόλου από την οικονομική ανάπτυξη, αφού μέχρι το 2020 προβλέπεται αρνητικός μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ (-0,5%). Στο ίδιο συμπέρασμα μπορούμε να καταλήξουμε και για τη χρονική περίοδο 2017-2030, κατά την οποία ο δείκτης της συνταξιοδοτικής δαπάνης προβλέπεται ότι θα μειωθεί στο 12% του ΑΕΠ, με τον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ για την ίδια περίοδο να είναι 0,15%.

Μέχρι το 2070 ο δείκτης των δαπανών για συντάξεις προς το ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα μειωθεί κατά 6,5% ποσοστιαίες μονάδες και θα φτάσει στο 10,6% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ευρώπης (EU 27) προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στο επίπεδο του 11,4% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, οι εξελίξεις αυτές της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποδεικνύουν την επιλογή της εμπροσθοβαρούς συρρίκνωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Και αυτό γιατί από το 2010 μέχρι και την περίοδο μετά τα μνημόνια τα οικονομικά του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης συνδέθηκαν λανθασμένα, από επιστημονική και κοινωνικο-πολιτική άποψη, με τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους και τα πλεονάσματα, παραγνωρίζοντας, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, ότι η ιδιοκτησία των καταβαλλόμενων ασφαλιστικών εισφορών δεν ανήκει στο κράτος, όπως οι φόροι, αλλά ανήκει στους ασφαλισμένους και στους συνταξιούχους. Ομως, μια τέτοια μεταμνημονιακή αναπτυξιακή και κοινωνική προοπτική της ελληνικής οικονομίας θα οδηγήσει στην εγκαθίδρυση μιας αναιμικής και δανειακής ανάκαμψης, με δυσμενέστερους όρους απ’ αυτούς της περιόδου 1981-2009, κατά τη διάρκεια της οποίας ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ ήταν 2%, αλλά με συνεχή δανεισμό και επίπεδο κατανάλωσης δυσανάλογο των παραγωγικών της επιδόσεων. Κατά συνέπεια, απαιτείται στο μέλλον η ελληνική οικονομία να προσανατολίσει τις επενδύσεις της (δημόσιες, ιδιωτικές κ.λπ.) κατά προτεραιότητα και με όρους μιας δυναμικής ανάκαμψης (μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ τουλάχιστον 3,5%) προς την κατεύθυνση της τεχνολογικής – καινοτομικής αναβάθμισης της παραγωγικής της βάσης, της τομεακής και κλαδικής αναδιάρθρωσης της αγροτικής, μεταποιητικής – βιομηχανικής παραγωγής και της αύξησης των εξαγωγών διεθνώς εμπορεύσιμων και ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Διαφορετικά, οι επιδόσεις της επαπειλούμενης αναιμικής ανάκαμψης μιας εποχικής, κατά βάση, έντασης των παραγωγικών δυνάμεων (τουρισμός) της οικονομίας (0,8% μέσος ετήσιος ρυθμός του ΑΕΠ) ή της ανάκαμψης από καταναλωτισμό εισαγόμενων, κυρίως, προϊόντων και υπηρεσιών δεν θα επαρκούν για να βελτιώσουν τις ανισότητες, να χρηματοδοτήσουν επαρκώς το σύστημα κοινωνικής προστασίας και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, παρά μόνο, όπως την προηγούμενη περίοδο, με τη σταδιακή αύξηση των δανειακών ροών και την προοπτική της επώασης των αιτίων απασφάλισης της επόμενης κρίσης χρέους και των δυσμενών συνεπειών της.
Ο κ. Σ. Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και ο κ. Β. Μπέτσης είναι υποψήφιος διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ