Ενώ το τοπίο για τα επόμενα χρόνια στο δημοσιονομικό σκέλος στην Ελλάδα έχει ξεκαθαρίσει, η επιχειρηματικότητα και οι φορείς που την εκπροσωπούν ακόμη αναζητούν το σχέδιο που θα δώσει ώθηση στις ελληνικές εταιρείες και κυρίως θα συμβάλει στην ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού της χώρας.
Το ολιστικό σχέδιο της κυβέρνησης απορρίφθηκε από τους εταίρους και στο μεσοπρόθεσμο οι πρόνοιες για την επιχειρηματικότητα χαρακτηρίζονται άτολμες.
Οι έλληνες επιχειρηματίες διεκδικούν ένα σχέδιο που να εξασφαλίζει φθηνή χρηματοδότηση από τις τράπεζες, να μειώνει τη φορολογία, να περιορίζει τη γραφειοκρατία και να βάζει επιτέλους τέλος στα capital controls. Ο,τι δηλαδή «απολαμβάνουν» οι ευρωπαίοι επιχειρηματίες και είναι ανταγωνιστικοί στη διεθνή αγορά.
Προβάδισμα
Οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3,5% έως το 2022 θα δυσκολέψουν την πορεία των ελληνικών επιχειρήσεων αφού τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ελληνική αγορά θα υπάρξει περαιτέρω μείωση του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος.
Βεβαίως, οι εταιρείες με εξαγωγικές επιδόσεις, οι επιχειρήσεις του τουριστικού κλάδου αλλά και όσες επιχειρήσεις κατάφεραν τα προηγούμενα χρόνια να ολοκληρώσουν με επιτυχία προγράμματα αναδιάρθρωσης του δανεισμού και αναδιοργάνωσης του κόστους έχουν ένα προβάδισμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από πολύ καιρό καταγράφεται το φαινόμενο αρκετές εισηγμένες να μοιράζουν πάνω από το μισό των κερδών τους στους μετόχους τους είτε με τη μορφή μερισμάτων είτε με τη μορφή επιστροφής κεφαλαίου αλλά και δειλά-δειλά να εκπονούν επενδυτικά σχέδια.
Στα θετικά για το μέλλον καταγράφεται η περαιτέρω αύξηση των τουριστικών ροών και κατ’ επέκταση των εσόδων αλλά και η αυτοκάθαρση της αγοράς, με πολλές επιχειρήσεις-«ζόμπι» να έχουν τεθεί εκτός, προς όφελος της υγιούς επιχειρηματικότητας. Επίσης, οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης που προβλέπονται για τα επόμενα πέντε χρόνια εκτιμάται ότι αποτελούν μια καλή βάση εκκίνησης καθώς αποδεδειγμένα οι εταιρείες που διοχέτευαν τον κύριο όγκο των πωλήσεών τους στην ελληνική αγορά είχαν εφάμιλλες επιδόσεις με το πρόσημο του ΑΕΠ.
Προτάσεις
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα βγαίνει από την κρίση με μεγάλο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος αλλά και με μεγάλο έλλειμμα επενδύσεων. Από 66 δισ. οι επενδύσεις το 2007 υποχώρησαν στα 22 δισ. ευρώ το 2017 λόγω της μεγάλης πτώσης της οικοδομής.
Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ σήμερα είναι στο 12,6% έναντι 26% το 2007, όταν στην υπόλοιπη ΕΕ είναι στο 20% και χώρες όπως η Ιρλανδία και η Τσεχία τρέχουν με ποσοστά επενδύσεων 33% και 26% επί του ΑΕΠ τους αντίστοιχα.
O ΣΕΒ αλλά και άλλοι φορείς της βιομηχανίας έχουν επισημάνει τις δράσεις και τις μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να προωθηθούν ώστε να δώσουν ώθηση σε παραγωγικές επενδύσεις και να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν η φορολογική προβλεψιμότητα, η άρση της υπερφορολόγησης, η μείωση εισφορών και ενεργειακού κόστους, η παροχή κινήτρων που συνδέονται με επενδύσεις κεφαλαίου όπως οι επιταχυνόμενες αποσβέσεις, αλλά και η παροχή ισχυρών κινήτρων προσέλκυσης μεγάλων εταιρειών σε ζώνες καινοτομίας. Μόνο έτσι εκτιμάται ότι θα υπάρξουν οι προϋποθέσεις ώστε να καλυφθεί το επενδυτικό κενό που προκάλεσε η κρίση. Εδώ να επισημάνουμε πως το 2019 η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι ο συντελεστής φορολογίας των κερδών θα μειωθεί από το 29% στο 26%.
Οι κίνδυνοι
Παράγοντες της αγοράς όμως εντοπίζουν τέσσερις παράγοντες που ενδεχομένως να αποτελέσουν σημαντικό ανάχωμα στην προσπάθεια εξόδου της Ελλάδας και των επιχειρήσεων από την ύφεση.
Πρώτον, το ενεργειακό κόστος. Το πετρέλαιο από 30-40 δολάρια το βαρέλι φαίνεται να κάνει βάση στα 75 δολάρια για το 2018-2019. Αυτό σημαίνει τουλάχιστον ένα κόστος της τάξεως των 5 δισ. ετησίως για την ελληνική οικονομία.
Δεύτερον, οι αποταμιεύσεις των Ελλήνων τελειώνουν. Το διάστημα 2011-2017 τα νοικοκυριά μείωσαν τον πλούτο τους κατά 32,5 δισ. ευρώ. Το 2017 αποτέλεσε το 6ο έτος στη σειρά με αρνητική αποταμίευση, γεγονός που θα επηρεάσει στο άμεσο μέλλον την καταναλωτική δαπάνη.
Τρίτον, ένα σημαντικό κομμάτι των περίπου 600.000 μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων έχει πολύ μεγαλύτερο δανεισμό και αν οι αναδιαρθρώσεις δεν βγαίνουν, θα επέλθει ξαφνικός θάνατος. Σημειώνεται πως οι ΜμΕ απασχολούν το 87% του εργατικού δυναμικού.
Τέταρτον, από 1.1.2019 με το νέο κόψιμο των συντάξεων θα λείπουν από την αγορά για τα επόμενα χρόνια 1,8 δισ. ετησίως.
Λιανεμπόριο και μεταποίηση Στόχος για την Ελλάδα παραμένει η επαναβιομηχάνιση της οικονομίας και η αύξηση του μεριδίου της μεταποίησης στο 12% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 από 8% που είναι σήμερα. Προς το παρόν όμως βλέπουμε μεγάλους λιανεμπορικούς ομίλους να επενδύουν στη χώρα μας εκτιμώντας πως το λιανεμπόριο θα ανακάμψει κυρίως λόγω των τουριστικών ροών. O ολλανδικός όμιλος της Spar επιθυμεί να αναπτύξει έως και 350 παντοπωλεία σε τουριστικούς περιορισμούς, το ίδιο και η ΑΒ Βασιλόπουλος που ελέγχεται από τη βελγική Delhaize και θα λειτουργήσει την επόμενη πενταετία στην Αθήνα έως 100 καταστήματα με διευρυμένο ωράριο ακόμη και τις Κυριακές. Εδώ είναι και το μεγάλο στοίχημα για την ελληνική οικονομία. Τα προϊόντα των καταστημάτων αυτών –τα περισσότερα θα είναι ιδιωτικής ετικέτας –να προέρχονται από την Ελλάδα. Να επωφεληθεί δηλαδή όλη η εφοδιαστική αλυσίδα: από τον παραγωγό, τον μεταποιητή, τον μεταφορέα, ώσπου να φθάσει το προϊόν στο ράφι και μετά στον καταναλωτή.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ